Η ενίσχυση της πολιτικής επιρροής της Νέας Δημοκρατίας αποτελεί μονόδρομο για το σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης. Με εφικτό στόχο επιτυχίας όχι στον πρώτο «γύρο» των νέων, εθνικών εκλογών, όπου ο πήχης των απαιτήσεων της απλής αναλογικής παραμένει πολύ ψηλά, αλλά στην αμέσως επόμενη «μάχη» της κάλπης που αναμένεται να ακολουθήσει.

Ακόμη κι αν γινόταν η επιστροφή στον αποκαλούμενο νόμο Παυλόπουλου, η υπόθεση αυτοδυναμία θα γινόταν μόνο κατά τι ευκολότερη. Το «πριμ» θα ήταν της τάξεως του 0,5% έως 0,8%. Όπερ εστί μεθερμηνευόμενο ότι τα ποσοστά του πρώτου κόμματος, έτσι ώστε αυτό να φτάσει στις 151 έδρες θα πρέπει να ήταν από 37,2% έως 38,4%. Ανάλογα με το που θα έφτανε το συνολικό «μερίδιο» των εκτός Βουλής κομμάτων.

Συνεπώς για να ανοίξει η πόρτα της…αυτοδυναμίας με χαμηλότερα ποσοστά, πέριξ του 35% έπρεπε να γίνουν βαθύτερες παρεμβάσεις στον εκλογική νομοθεσία, η οποία έχει αλλάξει συνολικά 9 φορές στα  έως τώρα 48 χρόνια της μεταπολίτευσης. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης από το βήμα της ΔΕΘ είπε χθες ένα ηχηρό όχι στην…δέκατη αλλαγή εκλογικού νόμου.

Πρώτα-πρώτα θέλησε να είναι συνεπής με τις προγενέστερες θέσεις που είχε εκφράσει, τονίζοντας το επικό «κωλοτούμπας εγώ δεν είμαι». Για να προσθέσει στη συνέχεια πώς δεν θέλει να σπαταλά χρόνο για την αλλαγή του εκλογικού νόμου, αλλά να τον αφιερώσει για να πείσει το ελληνικό λαό, προκειμένου να συνεχιστεί το έργο της κυβέρνησης. Φρόντισε μάλιστα να αναδείξει το κυρίαρχο διακύβευμα της κάλπης: Δεύτερη εντολή προόδου της χώρας, όχι δεύτερη φορά στη συμφορά…

Με τα υπάρχοντα δημοσκοπικά δεδομένα και εφ’ όσον σε αυτά γίνει αναγωγή επί της αδιευκρίνιστης ψήφου (αναποφάσιστοι και τα συναφή) η Νέα Δημοκρατία κινείται στη «ζώνη» του 37%. Σε μεγάλη απόσταση από τον δεύτερο Σύριζα που «παίζει» στο 26,7%.

Πού τοποθετείται ο πήχης για τις 151 έδρες

Τόσο στο νέες εκλογές που θα γίνουν με το σύστημα της απλής αναλογικής ( νόμος Σύριζα) όσο και στις επόμενες που θα γίνουν με αναλογικότερα χαρακτηριστικά έναντι του νόμου Παυλόπουλου, έχει ουσιώδη σημασία το ποσοστό της λεγόμενης αναντιπροσώπευτης ψήφου. Των κομμάτων δηλαδή που δεν θα πιάσουν το όριο του 3% για να εκλέξουν βουλευτές.

Στις 18 εκλογικές αναμετρήσεις που έχουν γίνει από το 1974 και μετά, ο μέσος όρος του συνολικού ποσοστού που έλαβαν τα κόμματα, τα οποία έμειναν εκτός Βουλής, είναι 5,6%. Στις τέσσερις εθνικές εκλογές της τελευταίας δεκαετίας, ο μέσος όρος διαμορφώνεται στο 7,3%. Ενώ στις εκλογές του Ιουλίου του 2019 ήταν στο περίπου 8,1%.

Ως εκ τούτου το πιθανότερο εύρος για τα εκτός Βουλής κόμματα, φαντάζει να είναι από 5% έως 8%.

 Στην πρώτη περίπτωση ( του 5%) απαιτείται με την απλή αναλογική ποσοστό 47,7% για να λάβει 151 (από τις 300) έδρες. Για την αυτοδυναμία με το νέο σύστημα των εκλογών που θα ακολουθήσουν, απαιτείται το πρώτο κόμμα να φτάσει στο 38,9%. Αν ξαναγυρίζαμε στο νόμο Παυλόπουλο, το ποσοστό της αυτοδυναμίας θα το έδινε το 38,4%.

Στην δεύτερη περίπτωση ( με το διευρυμένο 8% εκτός Βουλής) απαιτείται το 46,2% για την εκλογή 151 βουλευτών. Για τους ίδιους βουλευτές στις…επαναληπτικές εκλογές απαιτείται ποσοστό 38%. Και 37,2% αν ίσχυε εκ νέου ο νόμος Παυλόπουλου με το «μπόνους» των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα. Κάτι το οποίο μπορεί μεν να επιτευχθεί με τις αλλαγές που έγιναν επί Νέας Δημοκρατίας, αλλά κλιμακωτά και εφ’ όσον το πρώτο κόμμα πιάσει το 40%.

Η πολιτική στρατηγική Μητσοτάκη

Πλέον και όπως όλα δείχνουν η στρατηγική Μητσοτάκη είναι διπλή και εστιασμένη στα πλεονεκτήματα της δικής του κυβέρνησης έναντι αυτής του Τσίπρα, που κληροδότησε πλήθος από τραυματικές εμπειρίες . Η «επιθετική» πολιτική του Κυριάκου Μητσοτάκη, στα μέτωπα της πραγματικής οικονομίας και της πολύπλευρης  κοινωνικής αρωγής, είναι το μεγάλο «στοίχημα» της ενίσχυσης της εκλογικής βάσης της Νέας Δημοκρατίας, έτσι ώστε να πιάσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερα εκλογικά ποσοστά.

Ειδικά για τις πρώτες κάλπες της απλής αναλογικής και προκειμένου να καταπολεμηθεί η διαχεόμενη αίσθηση της χαλαρής ψήφου ( αφού θα ακολουθήσουν και δεύτερες εκλογές) ο Πρωθυπουργός επεσήμανε τον κίνδυνο της πολιτικής τερατογένεσης. Κάτι που θεωρητικά μπορεί να προέλθει αν συμπράξουν μετεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ, το Κ.Κ.Ε και το κόμμα Βαρουφάκη ( ΜεΡΑ 25). Καθώς από τη στιγμή που λάβουν ποσοστά, τα οποία αθροιστικά υπερβαίνουν το 47,5%, μπορεί να εκλέξουν συνολικά 151 βουλευτές. Επί της ουσίας ένα τέτοιο κυβερνητικό μόρφωμα μοιάζει αδιανόητο, αλλά με τα …μαθηματικά της κάλπης μπορεί να συμβεί.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θέλησε με την αναφορά του να καταδείξει την κραυγαλέα ανορθογραφία της απλής αναλογικής στη διακυβέρνηση της χώρας, ενώ από την άλλη ανέδειξε την ανάγκη συστοίχησης με τη Νέα Δημοκρατία. Στην περίπτωση αυτή η καθαρή και ισχυρή πρωτιά της Ν.Δ στις ερχόμενες εκλογές, αναμένεται να δώσει μεγαλύτερο «αέρα» στην επαναληπτική κάλπη. Και έχοντας το ρεύμα του νικητή να μπορέσει να ανεβάσει τα εκλογικά ποσοστά, φτάνοντας στην αυτοδυναμία. Χωρίς «δεκανίκια», όπως αυτό του Βελόπουλου, για τον οποίο ο Μητσοτάκης αντέταξε το βροντερό «όχι» στο ενδεχόμενο μετεκλογικής σύμπραξης.

Τυπικά, η εξάντληση της τετραετίας για την κυβέρνηση οριοθετείται στις 7 Ιουλίου του 2023. Αν αυτό συμβεί τότε οι κάλπες της απλής αναλογικής θα πρέπει να στηθούν τουλάχιστον μετά από 23 μέρες, δηλαδή στα τέλη του μήνα. Μάλλον απίθανο να συμβεί αυτό μέσα στην καρδιά του καλοκαιριού.

Αν ληφθεί υπόψη ότι από τις εκλογές με απλή αναλογική μέχρι τις επόμενες απαιτούνται έξι βδομάδες, τότε είναι εμφανές ότι η αντίστροφη μέτρηση για τις κάλπες θα αρχίσει αισθητά νωρίτερα από τον Ιούλιο της νέας χρονιάς. Μάλλον τον Μάιο. Ειδικά αν υπάρξει και ενδεχόμενο, τρίτης στη σειρά εκλογικής αναμέτρησης. Εάν στις δύο πρώτες δεν υπάρξει σχηματισμός κυβέρνησης…

Διαβάστε επίσης:

Κυριάκος Μητσοτάκης: Δεν αλλάζει ο εκλογικός νόμος, τερατογένεση μια συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ,ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ και ΜέΡΑ25 – Τι είπε για Ερντογάν, υπόθεση Ανδρουλάκη και ενεργειακή κρίση

Κ. Μητσοτάκης: «Αν δεν αναλάβουμε τις ευθύνες εμείς, τότε ποιος;» – Το κάλεσμα σταθερότητας του Πρωθυπουργού προς την κοινωνία