Όσο κι αν η ζωή συνεχίζεται, η πορεία της πανδημίας δείχνει ότι δεν συνεχίζεται κανονικά. Κανείς δεν μπορεί να συνεχίσει να υποκρίνεται ότι συμβαίνει κάτι άλλο.

Στην πρώτη φάση της κρίσης, πριν από σχεδόν δύο χρόνια, όλος ο πλανήτης και όλες οι κυβερνήσεις, πορεύονταν στο άγνωστο, με ελλιπή γνώση και αναλόγως των δυνατοτήτων τους να αντιληφθούν, να επεξεργαστούν και να αξιολογήσουν τα λιγοστά δεδομένα.

Η ασθένεια ήταν άγνωστη, τα μέσα παρέμβασης περιορισμένα και αυτό που μετρούσε σε εκείνη τη συγκυρία ήταν η ταχύτητα των αποφάσεων. Με την ανακάλυψη του εμβολίου, τα δεδομένα ανατράπηκαν. Υπάρχει πλέον γνώση, εμπειρία και ένα διαφορετικό επίπεδο ευθύνης όλων: κυβερνήσεων, επιστημόνων, πολιτών.

Φάνηκε όμως από τις λίγο πολύ κοινές σε ολόκληρο τον κόσμο εξελίξεις και αντιδράσεις, ότι μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν. Και κάπως έτσι βλέπουμε σήμερα ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να επιβάλουν ή να εξετάζουν την εκ νέου επιβολή lockdown, να σκέφτονται νέα είδη περιορισμών και να διερευνούν δυνατότητες αντιμετώπισης της συνεχιζόμενης πανδημικής κρίσης.

Ένα-ένα τα κράτη αρχίζουν ν’ αναθεωρούν την τακτική τους περί πλήρους ελευθερίας και οι ευρωπαίοι ηγέτες βρίσκονται και πάλι αντιμέτωποι με δύσκολες επιλογές για το πώς θα συγκρατήσουν την επέλαση του ιού, με την ενίσχυση των εθνικών συστημάτων υγείας που δέχονται ήδη μεγάλη πίεση, αλλά αποφεύγοντας ταυτόχρονα σκληρά μέτρα που θα επηρέαζαν αρνητικά την οικονομία.

Για άλλη μία φορά αποδεικνύεται ότι ο ιός είναι μερικά βήματα πιο μπροστά από την πολιτική, ενώ η προετοιμασία για τον χειμώνα έχει καθυστερήσει γιατί οι πολιτικοί φαίνεται ότι ήλπιζαν σε μόνο ένα πράγμα εδώ και μήνες: Ότι θα αυξηθεί το ποσοστό εμβολιασμού. Δείχνουν σχεδόν έκπληκτοι από το γεγονός ότι όλα φαίνεται να ξεκινούν από την αρχή: Στις περισσότερες χώρες, ο αριθμός των κρουσμάτων είναι υψηλότερος από ποτέ από την αρχή της πανδημίας και οι γιατροί των νοσοκομείων προειδοποιούν ότι τα κρεβάτια εντατικής θεραπείας αρχίζουν να γεμίζουν- η Γερμανία, για πρώτη φορά, υποχρεώνεται να μεταφέρει ασθενείς σε χώρες του εξωτερικού.

Η ίδια άσχημη κατάσταση υπάρχει και στην Ελλάδα. Με τις γνωστές ιδιαιτερότητες και παραλλαγές. Δεν θέλει σήμερα και πολλή σκέψη για να κατανοήσει κανείς ότι βρισκόμαστε σε κρίσιμο σημείο.

Και υπό αυτό το πρίσμα, προκύπτει μία απορία.

Αφού ακόμη και στα ανώτερα κυβερνητικά κλιμάκια εδώ και καιρό έχουν παραδεχθεί ότι οι εμβολιασμοί έχουν «τρακάρει» στο τείχος των αρνητών, γιατί δεν κινήθηκαν νωρίτερα; Γιατί δεν προχωρήσαμε καιρό πριν στα μέτρα που ανακοίνωσε την Πέμπτη ο πρωθυπουργός;

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ομολογουμένως, στο τηλεοπτικό του μήνυμα ήταν αποφασισμένος και ξεκάθαρος, ο λόγος του απέριττος. Δεν υπήρξαν παρακάλια και επικλήσεις στο ελληνικό φιλότιμο, αλλά σαφώς οριοθετημένα πλαίσια για το τι δεν θα μπορεί από τη Δευτέρα να κάνει ένας που επιμένει να μην εμβολιάζεται, δεν υπήρχαν εξειδικεύσεις και ΚΥΑ που θα περιμένουμε να εκδοθούν, αλλά η γνώση ότι από τις 13 Δεκεμβρίου, όλοι οι 60 και πάνω, πρέπει να κάνουν και την αναμνηστική τρίτη δόση.

Και μόνο το γεγονός ότι, από τη στιγμή που ανακοινώθηκαν τα πρόσφατα μέτρα εντάθηκαν οι εμβολιασμοί, έστω υποτονικά, δείχνει κάτι:

Οι αποφάσεις για τους περιορισμούς στους ανεμβολίαστους καθυστέρησαν. Από το καλοκαίρι ήταν πια σαφές ότι οι εμβολιαστικοί στόχοι είχαν χαθεί, καθώς η χώρα μας –όπως άλλωστε και άλλες στην Ευρώπη, ακόμα και προηγμένες σαν την Αυστρία ή τη Γερμανία– είχε τρακάρει σε ένα αναπάντεχα μεγάλο τείχος αρνητών του εμβολίου, το οποίο οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια σε ασφυξία των νοσοκομείων.

Τώρα η κυβέρνηση ελπίζει ότι με τους νέους περιορισμούς θα υπάρξει ακόμα μεγαλύτερο κύμα πολιτών που θα σπεύσουν να εμβολιασθούν. Και ελπίζει παράλληλα να βρισκόμαστε κοντά στην κορύφωση του τέταρτου κύματος και να κάνουμε Χριστούγεννα καλύτερα από πέρυσι και με την αγορά ανοιχτή, σε λειτουργία.

Και με μια με μια κυβέρνηση που παίρνει πια αποφάσεις χωρίς να φοβάται το πολιτικό κόστος, δικαιούμαστε και οι πολίτες να ελπίζουμε. Μη ξεχνάμε ότι η ευρωπαϊκή Ελλάδα δεν αντέχει (και γι’ αυτό το απορρίπτει κατηγορηματικά ο πρωθυπουργός) με τίποτα ένα γενικό lockdown. Για τον απλούστατο λόγο ότι  με χρέος 350 δισ. ευρώ η κυβέρνηση θα αποφύγει να δανειστεί εκ νέου για να στηρίξει αναστολές προσωπικού κλπ.

Διαβάστε επίσης

Ο Μητσοτάκης τόλμησε: Έδειξε πυγμή απέναντι στους ανεμβολίαστους