Η έρευνα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας για πιθανές ευθύνες πρώην υπουργών αναφορικά με την καθυστέρηση υλοποίησης του συστήματος τηλεδιοίκησης στον ΟΣΕ έχει προκαλέσει τις αντιδράσεις στελεχών της κυβέρνησης, εν μέρει δικαιολογημένα αλλά και σε έναν βαθμό με μια ιδιαίτερα εύθικτη στάση που από μερίδα πολιτών και του πολιτικού κόσμου δείχνει ως υπερβολική προσπάθεια αποποίησης ευθύνης.

Πριν λίγες ημέρες, ο Άδωνις Γεωργιάδης μίλησε με έντονο ύφος εναντίον της Ευρωπαίας Εισαγγελέως, επισημαίνοντας ότι κάνει λάθος «αν νομίζει ότι ήρθε ως αποικιοκρατική δύναμη σε μια αποικία που μπορεί να διατάζει». Αλλά και ο πρόεδρος της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών τόνισε σε ανάρτησή του ότι η Ευρωπαία Εισαγγελέας, Λάουρα Κοβέσι, υπερβαίνει κατά πολύ τις αρμοδιότητές της και ότι «πρέπει να κάνει τη δουλειά της αθόρυβα και μεθοδικά, όπως κάνουν οι πραγματικοί δικαστές και εισαγγελείς».

Όλα αυτά λόγω των δηλώσεων της τελευταίας ότι επικρίνει τη συνταγματική πρόβλεψη περί ευθύνης υπουργών και ότι δεν μπορεί να ολοκληρώσει απρόσκοπτα την έρευνά της για την περιβόητη σύμβαση 717, η οποία, αν είχε ολοκληρωθεί, ενδεχομένως να μην είχε συμβεί το δυστύχημα στα Τέμπη.

Αναμφίβολα, είναι άκομψο μια δικαστική λειτουργός, και πόσο μάλλον από άλλη χώρα, να μιλάει με τέτοια άνεση και σε τέτοια δημοσιότητα για μια έρευνα εν εξελίξει και πολύ περισσότερο για τις συνταγματικές προβλέψεις ενός άλλου κράτους. Αυτό σε ένα πρώτο επίπεδο, αρκετά επιφανειακό.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο, τίθεται το ζήτημα αν όντως όλα τα παραπάνω εμπίπτουν στις αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Έχει δικαίωμα να κατηγορεί πρώην υπουργούς για πιθανά αδικήματα; Μπορεί όντως να ζητήσει συνταγματική αναθεώρηση; Και τι σχέση έχουν όλα αυτά με το δυστύχημα των Τεμπών;

Οι αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και η έρευνα για τη σύμβαση 717

Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι ανεξάρτητη και αποκεντρωμένη εισαγγελική αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αρμοδιότητα να διερευνά, να διώκει και να παραπέμπει στη δικαιοσύνη εγκλήματα κατά των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ, όπως εγκλήματα απάτης, διαφθοράς ή σοβαρής διασυνοριακής απάτης στον τομέα του ΦΠΑ.

Είναι δομημένη σε δύο επίπεδα. Στο κεντρικό επίπεδο επικεφαλής είναι ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας, θέση η οποία εν προκειμένω καλύπτεται από τη Ρουμάνα Λάουρα Κοβέσι. Στο αποκεντρωμένο, εθνικό επίπεδο αποτελείται από Ευρωπαίους εντεταλμένους εισαγγελείς, η έδρα των οποίων βρίσκεται στις συμμετέχουσες χώρες της ΕΕ. Στην Ελλάδα, τη θέση αυτή κατέχει η Πόπη Παπανδρέου.

Επομένως, πρόκειται για έναν υπερεθνικό οργανισμό, ο οποίος ναι μεν έχει θεσπιστεί στην ενωσιακή έννομη τάξη, όμως βασίζεται στις εθνικές έννομες τάξεις για την εφαρμογή του. Οι αξιόποινες πράξεις που διερευνά σχετίζονται αποκλειστικά με οικονομικά εγκλήματα. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία διερεύνησε το αν τελέστηκαν αδικήματα διαφθοράς σε σχέση με τη σύμβαση 717, η οποία αφορούσε το σύστημα τηλεδιοίκησης στο σιδηροδρομικό δίκτυο. Και αυτό έχει κάθε αρμοδιότητα να το πράξει, δεδομένου ότι πρόκειται για έργο συγχρηματοδοτούμενο από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Με λίγα λόγια, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ερεύνησε το αν διαπράχθηκαν οικονομικά αδικήματα, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα να καθυστερήσει η υλοποίηση της σύμβασης. Τον Δεκέμβριο του 2023 απήγγειλε κατηγορίες σε 23 πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένων 18 δημόσιων λειτουργών, ενώ στο κάδρο βρίσκονται και δύο πρώην Υπουργοί Μεταφορών, ο Χρήστος Σπίρτζης και ο Κώστας Καραμανλής. Οι εν λόγω υπουργοί δεν έχουν κατηγορηθεί προς το παρόν για κάτι, καθώς θα πρέπει να ασκηθεί ποινική δίωξη, για να γίνει αυτό. Και ποινική δίωξη δεν μπορεί να ασκηθεί χωρίς την άδεια της Βουλής.

Ωστόσο, αυτή τη στιγμή, υπό το πρίσμα της έρευνας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, θεωρούνται ύποπτοι για παράβαση καθήκοντος ο μεν και υπεξαίρεση ο δε. Ο φάκελος διαβιβάστηκε στη Βουλή, η οποία όμως δεν αποφάσισε να προχωρήσει στη διενέργεια προανακριτικής επιτροπής. Οπότε για τα δύο αυτά πρόσωπα η υπόθεση δεν μπορεί να οδηγηθεί στον δρόμο της Δικαιοσύνης.

Ο νόμος περί ευθύνης Υπουργών και οι αιτιάσεις της Κοβέσι

Ο νόμος περί ευθύνης Υπουργών εδράζεται στο άρθρο 86 του ελληνικού Συντάγματος, το οποίο στόχο έχει να προστατεύσει υπουργούς και υφυπουργούς από προσχηματικές διώξεις εναντίον τους, ώστε να μπορούν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους. Λόγω αυτής της θεσμικής εγγύησης, ό,τι στοιχεία και αν προκύψουν στα πλαίσια έρευνας, θα πρέπει υποχρεωτικά να διαβιβαστούν στη Βουλή, η οποία με απόλυτη πλειοψηφία αποφασίζει αρχικά για τη συγκρότηση προανακριτικής επιτροπής και στη συνέχεια -ανάλογα με το πόρισμα αυτής- για την άσκηση ή μη ποινικής δίωξης.

Αυτό ακριβώς είναι το εμπόδιο που συνάντησε η Ευρωπαία Εισαγγελέας. Παρόλο που κατά την έρευνά της προέκυψαν στοιχεία που ενδεχομένως εμπλέκουν τους δύο πρώην Υπουργούς σε οικονομικά αδικήματα, δεν μπόρεσε να τους ασκήσει ποινική δίωξη, καθώς η Βουλή δεν αποφάσισε υπέρ της σύστασης προανακριτικής επιτροπής.

Αναμφίβολα, είναι αρκετά απογοητευτικό αυτό για την Κοβέσι και την ομάδα της, αλλά και για τον ελληνικό λαό που θέλει να αποδοθεί δικαιοσύνη σε αυτό το φρικτό συμβάν της περασμένης χρονιάς. Μπορεί, όμως, η Ευρωπαία Εισαγγελέας να επικρίνει με τέτοια ευκολία τη συνταγματική πρόβλεψη και να διαμηνύει ότι θα ειδοποιήσει την Κομισιόν για αυτή;

Είτε το κάνει επειδή είναι πολύ παθιασμένη με το έργο της είτε επειδή έχει πολιτικές βλέψεις, όπως υπονοήθηκε από τον πρόεδρο της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών, το σίγουρο είναι ότι η Κοβέσι καταρχάς δεν θα έπρεπε να εκπλήσσεται και τόσο. Η ειδική μεταχείριση των υπουργών δεν είναι ελληνικό εφεύρημα, αλλά απαντά στις περισσότερες έννομες τάξεις της Ευρώπης. Συνεπώς, σε ένα θεσμικό και θεωρητικό επίπεδο, το ελληνικό Σύνταγμα δεν πρωτοτυπεί ούτε διαφέρει ουσιωδώς από άλλα Συντάγματα ανεπτυγμένων χωρών.

Φυσικά, ο προβληματισμός έγκειται στο πώς κάθε έννομη τάξη αντιμετωπίζει επί του πρακτέου τις εκάστοτε συνταγματικές και νομοθετικές διατάξεις και αν τις χρησιμοποιεί, για να συγκαλύψει τυχόν εγκλήματα. Αυτή είναι μια μεγάλη συζήτηση και σίγουρα δεν είναι η Κοβέσι που τη φέρνει στο προσκήνιο ούτε γίνεται για πρώτη φορά.

Από εκεί και πέρα, έχει αρμοδιότητα η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία να ειδοποιήσει την Κομισιόν για κάτι τέτοιο; Η σύντομη απάντηση είναι ναι, όσο κι αν διαδίδεται το αντίθετο. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ιδρύθηκε με τον Κανονισμό 2017/1939, στον οποίο περιγράφονται οι εξουσίες και τα καθήκοντά της. Αν η Ευρωπαία Εισαγγελέας θεωρεί ότι η συνταγματική διάταξη αντίκειται στον Κανονισμό, μπορεί να το θέσει υπόψη της Επιτροπής, η οποία είναι η αρμόδια να κινήσει διαδικασία επί παραβάσει του ενωσιακού δίκαιου.

Υπάρχει περίπτωση να κάνει κάτι τέτοιο η Κομισιόν; Εξαιρετικά δύσκολα. Και αυτό επειδή το ενωσιακό οικοδόμημα έχει δομηθεί πάνω σε ένα παράδοξο. Κάθε κράτος-μέλος θεωρεί ότι το Σύνταγμά του είναι ο ανώτερος νόμος όλων, όμως σε κεντρικό ευρωπαϊκό επίπεδο ισχύει η αρχή ότι το ενωσιακό δίκαιο υπερισχύει όλων.

Επειδή πρόκειται, λοιπόν, για μια οδυνηρή σύγκρουση, σπάνια την φέρνει στο προσκήνιο οποιοδήποτε από τα δύο μέρη. Έχει συμβεί φυσικά. Ας θυμηθούμε την υπόθεση του βασικού μετόχου ή ακόμα και την πρόσφατη συζήτηση για το άρθρο 16 και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια.

Όταν, όμως, μιλάμε για μια σχετικά κοινή συνταγματική πρόβλεψη, όπως αυτή για την ευθύνη υπουργών, είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα υπάρξει κάποια κινητικότητα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτό, όμως, δεν εμποδίζει την Ευρωπαία Εισαγγελέα να το θέτει υπόψη των αρχών, κυρίως σε επίπεδο αναφοράς για την πορεία της έρευνάς της.

Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και το δυστύχημα στα Τέμπη

Είναι σαφές, πάντως, ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δεν ερευνά ποινικές ευθύνες που σχετίζονται άμεσα με το δυστύχημα στα Τέμπη. Δεν θα μπορούσε, άλλωστε, αφού δεν εμπίπτει ούτε κατ’ ελάχιστον στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της.

Το δυστύχημα, όμως, είναι ο ελέφαντας στο δωμάτιο. Διότι, αν το σύστημα τηλεδιοίκησης είχε ολοκληρωθεί, κατά μεγάλη πιθανότητα δεν θα είχε συμβεί. Αν η σύμβαση 717 είχε προχωρήσει, θα είχαν δει δεκάδες άνθρωποι σε όλο το μήκος της γραμμής το λάθος του σταθμάρχη και εξαιρετικά πιθανώς θα το είχαν σταματήσει.

Κανείς, φυσικά, δεν μπορεί να είναι απολύτως βέβαιος ούτε το αποτέλεσμα θα ήταν 100% προδιαγεγραμμένο. Πρόκειται, όμως, για ένα κλασικό παράδειγμα της τέλεσης ενός εγκλήματος με παράλειψη. Για να αποφασίσεις αν η παράλειψη σημαίνει τέλεση του εγκλήματος, σκέφτεσαι τι θα είχε συμβεί αν η παράλειψη έλειπε. Θα είχαμε και πάλι το εγκληματικό αποτέλεσμα; Θα είχαν πεθάνει όλοι αυτοί οι άνθρωποι;

Πάνω σε αυτό απάντησε σε συνέντευξή της η Ευρωπαία Εισαγγελέας και ακόμα και αν δεχτούμε ότι υπερέβη τον θεσμικό της ρόλο, δεν μπορούμε να μη συνειδητοποιήσουμε ότι είναι ένα ερώτημα που όλοι το έχουμε αναρωτηθεί…

Διαβάστε επίσης:

Δένδιας: Τα παλαιότερα αεροσκάφη F4, Mirage 2000-5 και F-16 Block 30 πρέπει να πωληθούν