Εξηγήσεις γύρω από τη νέα «καταγγελία» του ΣΥΡΙΖΑ και ΜΜΕ κοντά σε αυτόν γύρω από την πράξη αρχειοθέτησης των καταγγελιών κατά του Άδωνη Γεωργιάδη για την υπόθεση Novartis δίνει με αναλυτική ανακοίνωσή της η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος.

Σύμφωνα με την τελευταία «ανακάλυψη» του ΣΥΡΙΖΑ, η ορθή επανάληψη που προσκόμισε στη Βουλή ο κ. Γεωργιάδης, μετά την απαίτηση του ΣΥΡΙΖΑ λόγω εκ παραδρομής παράλειψης μιας σειράς από το κείμενο της πράξης αρχειοθέτησης που κατέθεσε αρχικά , έφερε διαφορετική υπογραφή από το αρχικό κείμενο.

Η διαφοροποίηση αυτή προκάλεσε σειρά δημοσιευμάτων στον Τύπο, που έκαναν λόγο για παραποίηση του εγγράφου από τον υπουργό Ανάπτυξης και Επενδύσεων. Μάλιστα, αντιπροσωπεία του ΣΥΡΙΖΑ επισκέφθηκε τον Άρειο Πάγο ζητώντας εξηγήσεις.

Ωστόσο, σύμφωνα με την Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος, πρόκειται για μια συνηθισμένη πρακτική για ορθές επαναλήψεις.

«Η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος, επισημαίνει ότι σε περίπτωση που, μετά την έκδοση εισαγγελικής διάταξης, διαπιστωθεί ότι έχουν εμφιλοχωρήσει σ’ αυτή, από παραδρομή, επουσιώδη σφάλματα συντακτικά ή λάθη κατά την εκτύπωση του κειμένου (γεγονός σύνηθες, όπως συνέβη και εν προκειμένω), από τα οποία δεν μεταβάλλεται ουσιαστικά και δεν αλλοιώνεται κατά περιεχόμενο η διάταξη, ο Εισαγγελέας που την εξέδωσε, νόμιμα, καθόσον αυτό προβλέπεται ρητά στον κώδικα ποινικής δικονομίας για τις δικαστικές αποφάσεις, προβαίνει αυτεπάγγελτα σε διόρθωση και ορθή επανάληψή της. Στην προκειμένη περίπτωση το γεγονός αυτό επισημαίνεται χαρακτηριστικά στην αρχή του κειμένου και κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη γνήσια βούληση του συντάκτη της εν λόγω διάταξης,την ορθότητα και τη νομιμότητα της ενέργειάς του αυτής, στο βωμό της δημιουργίας εντυπώσεων».

Αναλυτικά η ανακοίνωση της ΕΕΕ αναφέρει τα εξής:

Με αφορμή δηλώσεις πολιτικών προσώπων και αναφορές στον τύπο περί δήθεν ύπαρξης «θέματος θεσμικής τάξης» κατά την αρχειοθέτηση, από τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, υπόθεσης εν ενεργεία υπουργού και περί δήθεν «ύποπτης» διόρθωσης της διάταξης αρχειοθέτησης, η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος, επισημαίνει ότι σε περίπτωση που, μετά την έκδοση εισαγγελικής διάταξης, διαπιστωθεί ότι έχουν εμφιλοχωρήσει σ’ αυτή, από παραδρομή, επουσιώδη σφάλματα συντακτικά ή λάθη κατά την εκτύπωση του κειμένου (γεγονός σύνηθες, όπως συνέβη και εν προκειμένω), από τα οποία δεν μεταβάλλεται ουσιαστικά και δεν αλλοιώνεται κατά περιεχόμενο η διάταξη, ο Εισαγγελέας που την εξέδωσε, νόμιμα, καθόσον αυτό προβλέπεται ρητά στον κώδικα ποινικής δικονομίας για τις δικαστικές αποφάσεις, προβαίνει αυτεπάγγελτα σε διόρθωση και ορθή επανάληψή της.

Στην προκειμένη περίπτωση το γεγονός αυτό επισημαίνεται χαρακτηριστικά στην αρχή του κειμένου και κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη γνήσια βούληση του συντάκτη της εν λόγω διάταξης,την ορθότητα και τη νομιμότητα της ενέργειάς του αυτής, στο βωμό της δημιουργίας εντυπώσεων.

Διαβεβαιώνουμε για πολλοστή φορά ότι οποιαδήποτε ιδιότητα εμπλεκόμενου σε υπόθεση, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει και δεν αποτελεί για τον εισαγγελέα
κριτήριο για ευνοϊκή ή δυσμενή μεταχείρισή του.

Τονίζουμε δε ότι η δικαστική ανεξαρτησία αποτελεί θεμέλιο του δημοκρατικού μας πολιτεύματος και καλούμε και πάλι όλους τους κοινωνικούς εταίρους να κατανοήσουν τη σημασία της και να τη θωρακίσουν έμπρακτα.

Επίσης με αφορμή και και πάλι δηλώσεις πολιτικών προσώπων, περί ανάγκης «αυτοβελτίωσης» της δικαιοσύνης, ώστε να καταστεί ταχύτερη η απονομή της και τη δήθεν αντίθεση των δικαστικών ενώσεων σ' αυτό, επισημαίνουμε ότι οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί υπηρετούν τη δικαιοσύνη με αφοσίωση, αναλώνοντας τις δυνάμεις τους, ώστε να ανταποκρίνονται στο δύσκολο έργο τους , όπως και στη βελτίωση των χρονικών ορίων και των συνθηκών απονομής της.

Ως Ε.Ε.Ε έχουμε υποβάλλει επανειλημμένα συγκεκριμένες προτάσεις προς την κατεύθυνση αυτή.

Για το διαχρονικό πρόβλημα της καθυστέρησης απονομής της δικαιοσύνης στη χώρα μας, δεν ευθύνονται οι δικαστές και εισαγγελείς ,ούτε οι δικαστικές ενώσεις τους, στις οποίες έντεχνα γίνεται προσπάθεια να αποδοθεί αυτή και υπενθυμίζουμε ότι στο πρόβλημα αυτό, πέραν των άλλων, την τελευταία διετία συνέβαλε η κατ’ ουσίαν αναστολή λειτουργίας των δικαστηρίων, λόγω της πανδημίας, όταν εκδικάζονταν ελάχιστες επείγουσες και μόνο υποθέσεις.

Η ανάδειξη των προβλημάτων στο χώρο της δικαιοσύνης και οι προτάσεις για βελτίωση της κατάστασης, προϋποθέτουν σε βάθος μελέτη, κριτική προσέγγιση και κυρίως αποφυγή εξαγωγής ατεκμηρίωτων συμπερασμάτων.

Οι συνεχείς ευκαιριακές νομοθετικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος δεν επέφεραν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα και η πολιτεία πρέπει να συνδράμει κατά τρόπο αποτελεσματικό προς το σκοπό αυτό.

Εκφράζουμε τη βαθιά μας λύπη για το γεγονός ότι, με αφορμή τα συγκεκριμένα ζητήματα, η Δικαιοσύνη γίνεται και πάλι αντικείμενο δημόσιων δυσμενών σχολίων, με αρνητικές συνέπειες για το κύρος και την αξιοπιστία της.