Σχεδόν αδύνατη θεωρεί η JP Morgan την πιθανότητα μιας «καθαρής εξόδου» της Ελλάδας από τα προγράμματα στήριξης, παρά το γεγονός ότι έχει μειωθεί σημαντικά ο κίνδυνος ενός τέταρτου προγράμματος διάσωσης, μετά τη λήξη του τρέχοντος, τον Αύγουστο του 2018.
Το βασικό σενάριο της JP Morgan παραμένει μια «βρόμικη έξοδος» από το πρόγραμμα, η οποία θα περιλαμβάνει μια προληπτική πιστωτική γραμμή. Εάν το βασικό σενάριο επιβεβαιωθεί, τότε αναμένεται περαιτέρω μείωση των αποδόσεων των ελληνικών 10ετών ομολόγων, της τάξης των 20-30 μ.β. βάσης.
Αναλυτικότερα, παρότι εξακολουθούν να υπάρχουν παράγοντες κινδύνου, η JP Morgan εκτιμά ότι ο κίνδυνος ενός τέταρτου προγράμματος διάσωσης έχει πλέον υποχωρήσει σε πολύ χαμηλά επίπεδα (<5%).
Με βάση το πολιτικό κλίμα, την προθυμία της ελληνικής κυβέρνησης να σφραγίσει μια πολιτική νίκη με το τέλος του προγράμματος, καθώς και την προοπτική ελάφρυνσης του χρέους, η Ελλάδα θα οδηγηθεί προς μια επιτυχημένη έξοδο από το πρόγραμμα (πιθανότατα με προληπτική πιστωτική γραμμή), ανεξάρτητα από το αν το ΔΝΤ θα συμμετάσχει οικονομικά ή όχι στο πρόγραμμα. Ο ρόλος του ΔΝΤ θα περιορίζεται όλο και περισσότερο καθώς πλησιάζει το τέλος του προγράμματος.
Η Ελλάδα, επισημαίνει, παραμένει μια μοναδική περίπτωση, παρά την εποικοδομητική σχέση που έχει αναπτυχθεί το τελευταίο διάστημα μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των Ευρωπαίων πιστωτών της χώρας. Και παραμένει ειδική περίπτωση λόγω του μεγέθους της χρηματοδοτικής δέσμευσης και του χρέους, των φιλόδοξων μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων δημοσιονομικών στόχων, της βουτιάς που σημείωσε το ΑΕΠ από την έναρξη της κρίσης, της αβεβαιότητας σχετικά με τη βιωσιμότητα της μελλοντικής ανάκαμψης, του κινδύνου της ανατροπής των βασικών μεταρρυθμίσεων και ενός ασταθούς πολιτικού περιβάλλοντος.
Όλα αυτά, κατά την άποψη της JP Morgan απαιτούν ad hoc ρυθμίσεις, πιο αυστηρές από την ελαφρά εποπτεία που εφαρμόστηκε στην περίπτωση της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας όταν βγήκαν από τα αντίστοιχα προγράμματα.
Λιγότερο επιθυμητή η «καθαρή έξοδος»
Η JP Morgan πιστεύει ότι η επιλογή μιας «καθαρής εξόδου» είναι τώρα όχι μόνο λιγότερο πιθανή, αλλά και λιγότερο επιθυμητή. Η καθαρή έξοδος πρέπει να υπογραμμιστεί από ένα πιο σημαντικό πακέτο ελάφρυνσης του χρέους, το οποίο με τη σειρά του θα επέτρεπε πιο ευνοϊκές συνθήκες αναχρηματοδότησης της αγοράς.
Ωστόσο, η πρόσφατη πορεία της αγοράς έχει ήδη φέρει σημαντική μείωση του κόστους χρηματοδότησης και το πιο λογικό από την πλευρά των πιστωτών θα είναι να διατηρηθεί αυτό το ευνοϊκό περιβάλλον ενώ, την ίδια στιγμή, θα επιβάλουν ένα σημαντικό βαθμό παρακολούθησης μεσοπρόθεσμα.
Επιπλέον, μια καθαρή έξοδος χωρίς πιστωτική γραμμή θα καταστούσε τα ελληνικά ομόλογα μη επιλέξιμα για το QE, αλλά, το σημαντικότερο, θα τοποθετούσε επίσημα την Ελλάδα εκτός ενός προγράμματος με τους πιστωτές και αυτό θα οδηγούσε στην εξάλειψη του waiver των ελληνικών τραπεζών. Από την στιγμή που η Ελλάδα έχει ελάχιστες πιθανότητες να μπει στην κατηγορία επενδυτικού βαθμού το 2018, οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να καταφύγουν και πάλι στους επαχθείς όρους του ELA με σημαντικές επιπτώσεις στην κερδοφορία τους.
Η Ελλάδα δεν έχει να κερδίσει τίποτα από μια καθαρή έξοδο, ειδικά όταν εξεταστεί το κόστος για τους πιστωτές εάν συνδεθεί με μεγαλύτερη ελάφρυνση του χρέους. Στην πραγματικότητα, μπορεί να είναι αρνητική επιλογή στο μέλλον, καθώς μπορεί να δημιουργήσει μεγαλύτερη αβεβαιότητα μεσοπρόθεσμα, τη στιγμή που για το 2019 προγραμματίζονται εκλογές, ενώ δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να υπάρξουν αρνητικές εκπλήξεις από το δημοσιονομικό/μακροοικονομικό μέτωπο ή αναταραχές στις αγορές.
Η ενισχυμένη επιτήρηση θα είναι μέρος οποιουδήποτε μεταγενέστερου προγράμματος, όπως εκτιμά η JP Morgan. Από τη μία πλευρά, η Ελλάδα έχει αποδεχθεί σιωπηρά τους όρους ενός τέταρτου μνημονίου συμφωνίας, όταν δέχτηκε την επιπλέον λιτότητα που θα έλθει το 2019-2020.
Από την άλλη πλευρά, παρά τη σαφή βελτίωση στους βραχυπρόθεσμους δείκτες, η ελληνική οικονομία παραμένει πολύ ευάλωτη. Οι μελλοντικές συνομιλίες πιθανότατα θα προσπαθήσουν να σχεδιάσουν μια μορφή επιτήρησης η οποία θα είναι πολιτικά αποδεκτή από την ελληνική κυβέρνηση.
Η JP Morgan αναμένει ότι οι Ευρωπαίοι θα διατηρήσουν σημαντικό ρόλο στον έλεγχο της δημοσιονομικής και μεταρρυθμιστικής πορείας τουλάχιστον μέχρι το 2023, δεδομένου ότι οι ακαθάριστες ανάγκες αναχρηματοδότησης είναι διαχειρίσιμες έως τότε (και μετά εάν υπάρξουν μέτρα για το χρέος).
Όπως σημειώνεται, αναμένεται να υπάρξουν πολλοί όροι για την ελάφρυνση του χρέους, η οποία από μόνη της θα μπορούσε να βοηθήσει και να καθησυχάσει τις αγορές για τη μελλοντική συμμόρφωση της Ελλάδας. Έτσι, η JP Morgan συνεχίζει να πιστεύει ότι μια προληπτική πιστωτική γραμμή είναι πιθανόν να διευθετηθεί ως δίχτυ ασφαλείας και να διατηρηθεί το waiver.
Κοιτώντας την ελληνική αγορά ομολόγων, η JP Morgan πιστεύει ότι η πρόσφατη επιθετική μείωση των spreads οδηγήθηκε από τη σημαντική μείωση των κινδύνων γύρω από την Ελλάδα, την αυξημένη πιθανότητα της εξόδου από το πρόγραμμα και της μεγαλύτερης διάθεσης των επενδυτών.
Στα σημερινά επίπεδα η ελληνική αγορά ομολόγων ήδη αποτιμά την έξοδο διάσωσης με μεγάλη πιθανότητα.
Η JP Morgan παραμένει θετική για την Ελλάδα, δεδομένης της εκτίμησης για προληπτική πιστωτική γραμμή μετά το πρόγραμμα, κάτι που μπορεί να οδηγήσει στην ένταξη στο QE, ενώ αναμένει τα ελληνικά spreads να μειωθούν περαιτέρω κατά 20-30 μ.β., τους προσεχείς μήνες.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ: HSBC: Οι αισιόδοξες προβλέψεις για τις τράπεζες
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Wood: Οι ελληνικές τράπεζες θα βγουν από τα stress tests χωρίς κεφαλαιακές ανάγκες