Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ανήκει στην κατηγορία των πολιτικών ηγετών της εποχής οι οποίοι εκτιμούν το κύρος που προσφέρει η εκλογή τους μέσα από μια φαινομενικά δημοκρατική διαδικασία, δεν θέλουν όμως και να διακινδυνεύσουν να χάσουν.
Από την άποψη αυτή, ο πρόεδρος της Τουρκίας δεν διαφέρει από τον Βλαντίμιρ Πούτιν ή τον Αμπντέλ Φάταχ αλ-Σίσι. Η ιδέα τους για τη δημοκρατία είναι κοινή: «Εσείς ψηφίζετε, εγώ κερδίζω.»
Το να χάσουν ο Ερντογάν και το κυβερνών κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) στις πρόωρες προεδρικές και βουλευτικές εκλογές που προκηρύχθηκαν για τις 24 Ιουνίου δεν είναι κάτι που μπορεί να αποκλειστεί. Είναι όμως εξαιρετικά απίθανο. Το ΑΚΡ κέρδισε καθαρή πλειοψηφία των εδρών το 2015 και σήμερα απολαμβάνει επιπλέον την υποστήριξη του Εθνικιστικού Κινήματος (ΜΗΡ).
Οσο για τον Ερντογάν, παραμένει ο κυρίαρχος πολιτικός της Τουρκίας, όσο κι αν το κύρος του στο εξωτερικό έχει μειωθεί. Είναι όμως ταυτόχρονα και μια διχαστική προσωπικότητα. Πρόσφατη δημοσκόπηση έδειξε ότι τον υποστηρίζει το 49,8% των Τούρκων, ενώ το 42% διαφωνεί με την πολιτική του. Στην ίδια δημοσκόπηση, ο ηγέτης του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου έλαβε μόλις 19%.
Ο Ερντογάν έχει εκτοπίσει από το προσκήνιο παλιούς συνεργάτες του όπως ο Αμπντουλάχ Γκιουλ και ο Αχμέτ Νταβούτογλου, πρώην πρόεδρος και πρώην πρωθυπουργός αντίστοιχα, εξασφαλίζοντας ότι κανείς από το ΑΚΡ δεν θα είναι σε θέση να τον ανταγωνιστεί. Και μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, έχει εξουδετερώσει κάθε ανταγωνιστική βάση εξουσίας ή μέσο ενημέρωσης, έχει φυλακίσει βουλευτές και δημοσιογράφους που διάκεινται συμπαθώς προς τους Κούρδους και έχει απολύσει στο όνομα της εθνικής ασφάλειας δεκάδες χιλιάδες δημοσίους υπαλλήλους, πανεπιστημιακούς, στρατιωτικούς, αστυνομικούς και δικαστές.
Σε τέτοιες συνθήκες, η προοπτική πραγματικά ελεύθερων, ανοιχτών και έντιμων εκλογών είναι ανύπαρκτη. Ο Ερντογάν περίμενε αυτή τη στιγμή σε όλη του τη ζωή. Αν και όταν κερδίσει τις εκλογές, θα αναλάβει τις πλήρεις εξουσίες της νέας «εκτελεστικής προεδρίας» που ψηφίστηκαν με πολύ μικρή πλειοψηφία στο περυσινό συνταγματικό δημοψήφισμα.
Προκηρύσσοντας πρόωρες εκλογές, ο Ερντογάν ετοιμάζεται να αποκτήσει πλήρη και προσωπικό έλεγχο όλων των πλευρών της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Θα γίνει έτσι ένας ουσιαστικός δικτάτορας, ισχυρότερος ίσως ακόμη κι από τον Κεμάλ Ατατούρκ, τον ιδρυτή της σύγχρονης κοσμικής Τουρκίας.
Ανήσυχοι πολιτικοί στο Παρίσι, το Βερολίνο, το Λονδίνο και την Ουάσινγκτον δεν βλέπουν πλέον στο πρόσωπό του έναν αξιόπιστο φίλο και σύμμαχο. Βλέπουν έναν αυταρχικό ηγέτη, που εκμεταλλεύεται τα εθνικιστικά και νεοϊσλαμιστικά συναισθήματα, την ξενοφοβία, την ευρωφοβία και τον φόβο από τον πόλεμο στη Συρία, για να δικαιολογήσει τις κατάφωρες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τον θεσμικό βανδαλισμό και την αντιευρωπαϊκή και αντιδυτική πολιτική του.
Αν και εξακολουθεί να είναι μέλος του ΝΑΤΟ, η Τουρκία του Ερντογάν είναι τώρα ένας στενός σύμμαχος της Ρωσίας. Στη Συρία, ο Ερντογάν συνεργάζεται με τη Μόσχα και την Τεχεράνη για την επίτευξη μιας πολιτικής και εδαφικής διευθέτησης που θα κρατήσει το καθεστώς του Μπασάρ αλ-Ασαντ στη θέση του, παρόλο που στο παρελθόν είχε ζητήσει την παραίτηση του τελευταίου.
Σε αντάλλαγμα, η Μόσχα παρέσχε σιωπηρή στήριξη στην πρόσφατη στρατιωτική εισβολή της Τουρκίας στο Αφρίν της βορειοδυτικής Συρίας. Η αντικουρδική ρητορική θα παίξει σημαντικό ρόλο στην εκστρατεία του Ερντογάν για την επανεκλογή του. Όπως είπε άλλωστε ο ίδιος, η ανάγκη να φανεί «ισχυρός» στο Αφρίν ήταν ένας από τους λόγους που προκήρυξε πρόωρες εκλογές.
Ο Πούτιν και ο Σι Τζινπίγκ θα είναι προφανώς εντυπωσιασμένοι από την άνοδο του Ερντογάν. ΟΙ σκληροπυρηνικοί του Ιράν τον επιδοκιμάζουν. Δεν συμβαίνει το ίδιο όμως με τις δυτικές δημοκρατίες, στις οποίες επιδίωκε για καιρό η Τουρκία να ενταχθεί. Γι’αυτές, η Τουρκία βρίσκεται στη λάθος πλευρά της αντιπαράθεσης μεταξύ ελευθερίας και ελέγχου.
(*) Ο Σάιμον Τίσνταλ είναι αρθρογράφος της Guardian
(Πηγή: The Guardian)