Ο ηγέτης του Εργατικού Κόμματος, Κιρ Στάρμερ
Η αμερικανική τράπεζα Goldman Sachs και ο ελβετικός οίκος UBS σκιαγραφούν τις πολιτικές και οικονομικές αλλαγές που φέρνει η σημαντική νίκη των Εργατικών του Κιρ Στάρμερ έναντι των Τόρις του απελθόντα πρωθυπουργού Ρίσι Σούνακ.
Παρότι είναι νωρίς για να εκτιμηθεί το πλήρες μέγεθος των αλλαγών, εντούτοις και οι δύο επενδυτικοί οίκοι φαίνονται να δίνουν βαρύτητα στα ίδια σημεία του προγράμματος των Εργατικών.
Η UBS και η αναλύτρια Anna Titareva εξηγούν ότι τα πέντε σημεία με σημασία στο πρόγραμμα των Εργατικών είναι η κινητοποίησης της οικονομικής ανάπτυξης, η ενίσχυση του καθαρού εγχώριου ενεργειακού τομέα, η αντιμετώπιση της εγκληματικότητας και της ασφάλειας, η μεταρρύθμιση των συστημάτων παιδικής μέριμνας και εκπαίδευσης και τέλος ο εκσυγχρονισμός και βελτίωση της αποτελεσματικότητας του εθνικού συστήματος υγείας.
Η Goldman Sachs και οι αναλυτές James Moberly και Sven Jari Stehn, από την πλευρά τους, επισημαίνουν ότι αναμένουν να δουν την πλήρη ατζέντα της δημοσιονομικής πολιτικής του νικητή των εκλογών, ωστόσο τα πρώτα στοιχεία δείχνουν ότι θα υπάρξει μια μέτρια ώθηση στην αύξηση της ζήτησης βραχυπρόθεσμα και του ΑΕΠ κατά 0,1 ποσοστιαίες μονάδες για κάθε ένα από τα έτη 2025 και 2026.
Η ομάδα των αναλυτών διακρίνουν ευκαιρίες για την ενίσχυση της ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα μέσω της μεταρρύθμισης του συστήματος σχεδιασμού, της αύξησης των δημόσιων επενδύσεων και της προώθησης στενότερων δεσμών με την ΕΕ.
Οι πιθανές αυξήσεις στη φορολογία και η μείωση της καθαρής μετανάστευσης θα μπορούσαν να επιβαρύνουν την ανάπτυξη.
Η Titareva της UBS εξειδικεύει τις προτάσεις για τη φορολογία, όπως τον τερματισμό της φοροαπαλλαγής ΦΠΑ για τα ιδιωτικά σχολεία, τον τερματισμό των φοροαπαλλαγών για τους μη κατοίκους, την παράταση και αύξηση του έκτακτου φόρου για τις εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου, αύξηση κατά 1% του τέλους χαρτοσήμου για τις αγορές κατοικιών από αλλοδαπούς, την κατάργηση της φοροαπαλλαγής για τους μεταφερόμενους τόκους και ανώτατο όριο του συντελεστή φορολογίας εταιρειών στο 25%.
Επίσης, η νέα κυβέρνηση θα εισάγει μια νέα βιομηχανική στρατηγική, η οποία θα περιλαμβάνει ένα νέο Ταμείο Εθνικού Πλούτου, νέα μακροπρόθεσμη στρατηγική για τις υποδομές, συμπεριλαμβανομένης της επανεθνικοποίησης των σιδηροδρόμων με τη λήξη των υφιστάμενων συμβάσεων, η οποία δεν έχει κόστος για τους φορολογούμενους, κατασκευή επιπλέον 1,5 εκατομμύριο κατοικιών.
Στον κρίσιμο τομέα της ενέργειας, το πρόγραμμα επιβεβαίωσε τη δέσμευση για τη δημιουργία μιας δημόσιας ενεργειακής εταιρείας, η οποία σε συνεργασία με τη βιομηχανία και τα συνδικάτα θα συνεπενδύει σε κορυφαίες τεχνολογίες και θα συμβάλλει στην υποστήριξη έργων έντασης κεφαλαίου.
Η μελλοντική σχέση με την ΕΕ, αν και δεν ανοίγει σε καμία περίπτωση ο φάκελος «Επιστροφή στην ενιαία αγορά, την τελωνειακή ένωση ή την ελεύθερη κυκλοφορία», εντούτοις θα επιδιώξουν στενότερη συνεργασία, εξομάλυνση του διασυνοριακού εμπορίου και των επενδύσεων με την ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της αμοιβαίας αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων.
Τέλος, oi James Moberly και Sven Jari Stehn εξηγούν ότι οι οικονομικές επιπτώσεις της νίκης των Εργατικών συνεπάγονται σχετικά περιορισμένες αλλαγές στη δημοσιονομική πολιτική.
Το κόμμα σχεδιάζει να αυξήσει τις δαπάνες κατά 9,5 δισ. λίρες σε σχέση με τα τρέχοντα κυβερνητικά σχέδια, χρηματοδοτούμενες σε μεγάλο βαθμό από αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά 8,6 δισ. λίρες ετησίως.
Οι Εργατικοί θα πρέπει πιθανότατα να αυξήσουν τις δαπάνες κατά 14 δισ. λίρες ετησίως περισσότερο από ότι υποτίθεται μέχρι το τέλος της κοινοβουλευτικής περιόδου για να αποτρέψουν τη μείωση των δαπανών και μάλλον θα απαιτηθούν περαιτέρω μέτριες φορολογικές αυξήσεις για να παραμείνει το περιθώριο στα σημερινά επίπεδα.
Η υπόσχεση των Εργατικών να εισάγουν έναν “πραγματικό μισθό διαβίωσης” υποδηλώνει την πιθανότητα ισχυρότερης αύξησης των μισθών και κάποιο κίνδυνο βραδύτερης μείωσης των επιτοκίων, αλλά το μέγεθος της αλλαγής παραμένει αβέβαιο.
Οι μεταρρυθμίσεις στο σύστημα σχεδιασμού θα μπορούσαν να ενισχύσουν την οικοδόμηση κατοικιών και την παραγωγικότητα, οι υψηλότερες επενδύσεις του δημόσιου τομέα θα μπορούσαν να αυξήσουν τη δυνητική παραγωγή, και οι στενότεροι εμπορικοί δεσμοί με την ΕΕ θα μπορούσαν να μετριάσουν μέρος του κόστους του Brexit.
Η επενδυτική τράπεζα διακρίνει κινδύνους για πιθανές περαιτέρω αυξήσεις στη φορολογία, οι οποίες με τη σειρά τους θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα κίνητρα για επενδύσεις.
Παράλληλα, η δέσμευση για μείωση της καθαρής μετανάστευσης θα μπορούσε να επιβαρύνει την προσφορά εργασίας, ωστόσο είναι δύσκολο να εκτιμηθεί το μέγεθος των επιπτώσεων αυτών των πολιτικών στην ανάπτυξη χωρίς περαιτέρω λεπτομέρειες πολιτικής.
Διαβάστε επίσης:
Ρίσι Σούνακ: «Ζητώ συγγνώμη – Παραιτούμαι και από την ηγεσία του κόμματος»
Ebury: Σχόλιο για τις εκλογές στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη στερλίνα
Κιρ Στάρμερ: Ποιος είναι ο… βαρετός εισαγγελέας που έγινε νέος πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας