Πράσινο φως για την τουρκική «επιχείρηση» στη βόρεια Συρία έδωσε το βράδυ της Κυριακής ο Λευκός Οίκος μετά την τηλεφωνική επικοινωνία που είχαν ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ με τον πρόεδρο της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Μάλιστα, συμφωνήθηκε ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να επισκεφθεί την Ουάσινγκτον μέσα στον επόμενο μήνα.

Χθες η Τουρκία ανακοίνωσε την μετακίνηση στρατού και εξοπλισμού στα νοτιοανατολικά σύνορα με τη Συρία, ενώ μία ημέρα πριν ο Ερντογάν είχε προαναγγείλει στρατιωτική επέμβαση στα ανατολικά του ποταμού Ευφράτη, εντός του συριακού εδάφους.

Εννέα φορτηγά μεταφοράς οχημάτων και ένα λεωφορείο γεμάτο με στρατιώτες έφτασαν στο Ακτσάκαλε τη νύχτα του Σαββάτου, σύμφωνα με το πρακτορείο Anadolu. Οι μονάδες αυτές μετακινήθηκαν από τη Σανλιούρφα, όπου τον περασμένο Μάρτιο ο τουρκικός στρατός άνοιξε ένα κέντρο διοίκησης.

Το Σάββατο ο Ερντογάν είπε ότι η χερσαία και αεροπορική στρατιωτική επιχείρηση στα ανατολικά του Ευφράτη μπορεί να συμβεί «ακόμη και σήμερα ή αύριο». Υποστήριξε επίσης ότι η Άγκυρα «αναγκάστηκε» να αναλάβει στρατιωτική δράση για τη δική της ασφάλεια και ώστε οι Σύροι που εκτοπίστηκαν από τον πόλεμο να επιστρέψουν στην πατρίδα τους το συντομότερο δυνατόν.

Ανοίγει ο δρόμος

Όπως ανακοίνωσε ο Λευκός Οίκος χθες, οι Ένοπλες Δυνάμεις των ΗΠΑ δεν θα υποστηρίξουν ούτε θα συμμετέχουν στην «επιχείρηση», ενώ κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής της δεν θα βρίσκονται στη συγκεκριμένη περιοχή.

Μάλιστα, η ανακοίνωση του Λευκού Οίκου υπενθυμίζει ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις είχαν αρνηθεί την πρόταση της Ουάσινγκτον να αναλάβουν την ευθύνη για όσους μαχητές του Ισλαμικού κράτους είχαν προέλθει από τις χώρες τους.

Ως εκ τούτου, η ανακοίνωση σημειώνει ότι οι ΗΠΑ δεν σκοπεύουν να αναλάβουν τη διαχείριση της κράτησης των εν λόγω μαχητών, καθώς κάτι τέτοιο «θα μπορούσε να διαρκέσει πολλά χρόνια και να έχει μεγάλο κόστος για τους φορολογούμενους των Ηνωμένων Πολιτειών».

Σε αυτό το πλαίσιο, ο Λευκός Οίκος καθιστά την Τουρκία υπεύθυνη για να διαχειριστεί το πρόβλημα με «όλους τους μαχητές του ISIS που συνελήφθησαν στην περιοχή τα τελευταία δύο χρόνια μετά την ήττα του εδαφικού ‘Χαλιφάτου’ από τις ΗΠΑ».