Ο επικεφαλής της αμερικανικής Γερουσίας, Μιτς ΜακΚόνελ απέρριψε την πρόταση του επικεφαλής των Δημοκρατικών του σώματος, Τσακ Σούμερ για μια ομόφωνη στήριξη του νομοσχεδίου της Βουλή των Αντιπροσώπων που επιχειρεί να αυξήσει την απευθείας οικονομική ενίσχυση προς τα αμερικανικά νοικοκυριά στα 2.000 δολάρια.

O επικεφαλής της Γερουσίας Μιτς ΜακΚόνελ  αρνήθηκε την  πρόταση του επικεφαλής της μειοψηφίας για συζήτηση και ομόφωνη στήριξη του νομοσχεδίου της Βουλής, για την αύξηση της απευθείας ενίσχυσης που προβλέπεται στο πακέτο τόνωσης των 900 δισ. δολαρίων. Η συμφωνία των δύο σωμάτων για το πακέτο στήριξης της αμερικανικής οικονομίας προβλέπει απευθείας ενίσχυση μόλις 600 δολάρια προς τα αμερικανικά νοικοκυριά, κάτι που είχε προκαλέσει και την έντονη αντίδραση του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος ήταν ο πρώτος που είχε ζητήσει την αύξηση στα 2.000 δολάρια.

Αν και οι Δημοκρατικοί της Βουλής των Αντιπροσώπων, μαζί με μια μικρή μερίδα Ρεπουμπλικανών βουλευτών, έσπευσαν να ακολουθήσουν την προτροπή του Ντόναλντ Τραμπ, ψηφίζοντας νομοσχέδιο για την αύξηση στα 2.000 δολάρια, οι Ρεπουμπλικανοί της Γερουσίας παραμένουν από την αρχή αντίθετη σε μια τέτοια προοπτική.

Τώρα, οι Ρεπουμπλικανοί της Γερουσίας, που εμφανίζονται επιφυλακτικοί στο να ξοδέψουν περισσότερα χρήματα, πρέπει να αποφασίσουν για το πως θα κινηθούν σε μια ψηφοφορία για το νομοσχέδιο, το οποίο θα υποστηρίζεται τόσο από τους Δημοκρατικούς όσο και τον πρόεδρο Τραμπ.

Το πράγμα περιπλέκεται ακόμα περισσότερο καθώς τα δύο σώματα θα πρέπει να αποφασίσουν και για το αν θα υπάρξει παράκαμψη στο βέτο που άσκησε ο Ντόναλντ Τραμπ στο νομοσχέδιο για τον αμυντικό προϋπολογισμό. Κάτι που αποτελεί  τον βασικό στόχο του ΜακΚόνελ.

Μιλώντας στην Γερουσία την Τρίτη, ο ΜακΚόνελ  δήλωσε ότι σχεδιάζει να πραγματοποιήσει ψηφοφορία την Τετάρτη για την παράκαμψη του βέτο του Αμερικανού προέδρου στον αμυντικό προϋπολογισμό. Σε εκείνο το σημείο, ο επικεφαλής των Δημοκρατικών, Τσακ Σούμερ, ζήτησε να συμπεριληφθεί και ψηφοφορία για το νομοσχέδιο για τα 2.000 δολάρια, ζητώντας παράλληλα την ομόφωνη στήριξη του σώματος. Κάτι που ωστόσο βρήκε την αντίθεση του Μιτς ΜακΚόνελ.

Αντίθετα, ο ΜακΚόνελ πρότεινε ένα νέο νομοσχέδιο που περιέχει την αύξηση στα 2.000 δολάρια, αλλά σε συνδυασμό με την κατάργηση του άρθρου 230 για τις προστατευτικές ρυθμίσεις για τις διαδικτυακές πλατφόρμες (ζήτημα που απασχολεί έντονα τον Ντόναλντ Τραμπ) καθώς και την δημιουργία επιτροπής που θα μελετήσει αν υπήρξε νοθεία στις εκλογές.

Η άρνηση του ΜακΚόνελ για ομόφωνη διαδικασία και η νέα πρότασή του προκάλεσε την οργή του γερουσιαστή Μπέρνι Σάντερς, ο οποίος απείλησε να μπλοκάρει την ψηφοφορία για την παράκαμψη του βέτο. O Σάντερς αντιπρότεινε η ψηφοφορία για το ζήτημα της αύξηση της επιχορήγησης να μετατεθεί για μετά την Τετάρτη και την ψηφοφορία για την παράκαμψη του βέτο. Κάτι που ωστόσο έφερε τη νέα άρνηση του ΜακΚόνελ. Κάτι που οδήγησε τον Σάντερς στο να κάνει πράξη την απειλή του, μπλοκάροντας την έναρξη της διαδικασίας για την παράκαμψη του προεδρικού βέτο στο αμυντικό νομοσχέδιο.

Με την νέα πρότασή του, που συνδυάζει μια σειρά από διαφορετικές θέσεις του Τραμπ, ο ΜακΚόνελ επιχειρεί να ξεπεράσει τις πιέσεις του Αμερικανού προέδρου.  Υιοθετώντας τρεις άσχετες μεταξύ τους προτάσεις, δύο από τις οποίες προκαλούν έντονες αντιδράσεις στους Δημοκρατικούς,  γνωρίζει πολύ καλά πως το νομοσχέδιο που προτείνει δεν θα έχει καμία τύχη να περάσει και να γίνει νόμος.  Και αυτό καθώς όπως ήδη ξεκαθάρισαν οι Δημοκρατικοί, που ελέγχουν τη Βουλή, δεν πρόκειται να στηρίξουν ένα τέτοιο πακέτο. Έτσι με τον τρόπο αυτό καίει ουσιαστικά την πιθανότητα αύξησης του ποσού προς τα αμερικανικά νοικοκυριά, δίνοντας ωστόσο τη δυνατότητα στους δύο υποψηφίους του Ρεπουμπλικανικού κόμματος για τις δύο κενές θέσεις στη Γερουσία να αντιμετωπίσουν με λιγότερη πίεση την εκλογική διαδικασία της 5ης Ιανουαρίου.

Οι δύο έδρες της Τζόρτζια  θα κρίνουν την ισορροπία στο σώμα. Ήδη, πάντως, οι δύο υποψήφιοι των Ρεπουμπλικανών είχαν εκφράσει τη στήριξή τους στην αύξηση της ενίσχυσης στα 2.000 δολάρια, υιοθετώντας την πρόταση Τραμπ, την ώρα που μόλις 44 από τους Ρεπουμπλικανούς της Βουλής των Αντιπροσώπων έσπευδαν να στηρίξουν την αύξηση της επιχορήγησης.