Οι ηγέτες των G7 στη συνάντηση στη Βρετανία (EPA/NEIL HALL/INTERNATIONAL POOL)
Η Αμερική δεν έχει επιστρέψει εντελώς. Η Ευρώπη δεν είναι τόσο ενωμένη. Το Brexit δεν έχει τελειώσει.
Η Σύνοδος της G-7 της Κορνουάλης είχε κύριο χαρακτηριστικό πως ήταν η πρώτη της μετα-πανδημικής περιόδου.
Ήταν επίσης η πρώτη μετά την περίοδο Τραμπ στον Λευκό Οίκο, οι πολιτικές του οποίου επέφεραν καχυποψία και ένταση στις σχέσεις των συμμάχων.
Επιπλέον, ήταν η τελευταία σύνοδος για την Άνγκελα Μέρκελ, η οποία έχει λειτουργήσει ως το ισχυρό οχυρό της ΕΕ τα τελευταία 16 χρόνια.
Ήταν επίσης ένας οργανωτικός εφιάλτης δεδομένων των όλων των μέτρων ασφαλείας που έπρεπε να τηρηθούν λόγω της πανδημίας.
Παρ’ όλα αυτά, ο οικοδεσπότης Μπόρις Τζόνσον τα κατάφερε και μάλιστα υπήρξε και κοινό ανακοινωθέν, κάτι που δεν ήταν και εξασφαλισμένο στα χρόνια του Τραμπ.
Αλλά παρ’ όλες τις αγαθές προθέσεις και την καλή οργάνωση, οι δυσκολίες συνεννόησης ήταν πολλές, είτε επειδή κάποιοι ηγέτες δεν είχαν συναντηθεί ποτέ μεταξύ τους, είτε δεν είχαν συναντηθεί για μεγάλη περίοδο.
Η συγκυρία ήταν μοναδική και ο καθένας είχε κάτι να αποδείξει. Οι αμήχανες φωτογραφίες –είτε του Τζόνσον που πάει να χαιρετίσει με τον αγκώνα την μασκοφορεμένη Μέρκελ, η οποία δεν ανταποκρίνεται, είτε από το δείπνο-μπάρμπεκιου, όπου κανείς δεν σεβάστηκε τις αποστάσεις- έδειξαν ότι όλες οι εντάσεις και οι διαφωνίες υποβόσκουν. Από το θέμα της Κίνας ως την κλιματική αλλαγή.
Για παράδειγμα το Brexit, με τις μεγάλες διαφορές μεταξύ του Τζόνσον και Ευρωπαίων ηγετών πάνω σε ζητήματα που δεν έχουν ακόμη επιλυθεί. Ο Τζόνσον και ο Μακρόν ανέβασαν τους τόνους παρά τις προσπάθειες της Μέρκελ για εκτόνωση.
Άλλες ρωγμές στις σχέσεις ήταν σε πιο χαμηλούς τόνους. Ερωτηθείσα από δημοσιογράφους για την εκλογή Μπάιντεν η Μέρκελ απάντησε ότι ένας νέος Αμερικανός πρόεδρος «δεν σημαίνει ότι λύθηκαν όλα τα προβλήματα του πλανήτη». Ή όπως το έθεσε ο Μάριο Ντράγκι, η γενική αίσθηση είναι θετική, αλλά ρεαλιστική και το κύριο θέμα είναι «η στάση της G-7 απέναντι στην Κίνα κι άλλα απολυταρχικά καθεστώτα».
Είναι γεγονός ότι ο Μπάιντεν θέλει να ξαναχτίσει την συμμαχία και να δείξει ότι οι ΗΠΑ «επέστρεψαν», αλλά όπως είπε πρόσφατα η Μέρκελ «η ΕΕ θα είναι ειλικρινής γι’ αυτά που μπορεί να αποδεχτεί και γι’ αυτά που δεν μπορεί».
Εξάλλου, η Μέρκελ δεν μπορεί να ξεχάσει ότι οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν οι χώρες που δεν επέτρεψαν τις εξαγωγές εμβολίων στην κορύφωση της πανδημίας, την ίδια ώρα που η ΕΕ -η οποία κατηγορείται για αργοπορία στον ρυθμό εμβολιασμού- έστελνε εμβόλια και στις δύο χώρες.
Η αίσθηση από την συνάντηση ήταν ότι, παρ’ όλο που ο Μπάιντεν έγινε θερμά δεκτός -κυρίως επειδή δεν είναι ο Τραμπ- δεν υπάρχει μαγικός τρόπος επιστροφής στην προηγούμενη κανονικότητα, ενώ οι ημέρες της απόλυτης κυριαρχίας των ΗΠΑ, τόσο στον καθορισμό της ατζέντας όσο και στην λήψη αποφάσεων, τις οποίες οι άλλοι έπρεπε να ακολουθούν, έχουν παρέλθει.
Αντ’ αυτού η συζήτηση μπαίνει τώρα στο πώς τα κράτη μέλη θα μπορούν να πετύχουν μια μεγαλύτερη ισότητα στην λήψη αποφάσεων.
Και αναφορικά με την Κίνα, οι διαφορές ήταν διακριτικές, αλλά υπαρκτές. Το τελικό ανακοινωθέν άνοιξε το δρόμο για μια έρευνα σχετικά με την προέλευση του κορονοϊού, τον οποίο ο Τραμπ είχε αποκαλέσει «κινεζικό ιό» και είχε ισχυριστεί χωρίς αποδείξεις ότι είχε διαφύγει από εργαστήριο της Ουχάν.
Όταν το θέμα έφτασε στην ουσία του, δηλαδή την οικονομική ισχύ της Κίνας και πώς αυτή αντιμετωπίζεται, οι ηγέτες αγωνίστηκαν να δείξουν ενωμένο μέτωπο. Ιδιαιτέρως η Ιταλία και η Γερμανία ένιωσαν να πιέζονται από τις ΗΠΑ προς μια αντι-σινική ρητορική, κάτι που δεν είχε διαφανεί στις συζητήσεις με τον Μπάιντεν, όπως είπε αξιωματούχος.
Η τελική διατύπωση για την Κίνα δεν ήταν τόσο σκληρή όσο οι ΗΠΑ είχαν προσπαθήσει να πετύχουν. Αμερικανός αξιωματούχος ήταν κάθετα αρνητικός στο ότι το θέμα υποβιβάστηκε, αν και μια σύγκριση στα προσχέδια των τελικών κοινών ανακοινωθέντων αποκαλύπτει ότι υπάρχουν διαφορές.
Τα οικονομικά διακυβεύματα είναι τεράστια για τους Ευρωπαίους, οι οποίοι πιέζονται όλο και περισσότερο μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων, με την οικονομία της Κίνας να βάζει πλώρη να ξεπεράσει την αμερικανική νωρίτερα από το αναμενόμενο λόγω Covid.
Και αυτό εξηγεί την διστακτικότητα να σταλεί ένα αυστηρό μήνυμα στην Κίνα.
Ο Μακρόν ήταν από τους ηγέτες που αναζητούσαν μια μέση οδό. Από τη μία αγκάλιασε θερμά τον Μπάιντεν και το feed του στο Twitter γέμισε με αλληλεπιδράσεις με τον πρόεδρο των ΗΠΑ.
Από την άλλη, όμως, είπε ότι η Γαλλία θέλει να βρει τρόπους να συνεργαστεί με την Κίνα και ότι η G- 7 δεν πρέπει να γίνει ένα αντι-σινικό κλαμπ, παρ’ όλο που χαρακτήρισε το Πεκίνο «οικονομικό αντίπαλο».
Το Πεκίνο, πάντως, φάνηκε ικανοποιημένο. «Οι μέρες που οι παγκόσμιες αποφάσεις υπαγορεύονταν από μια μικρή ομάδα χωρών έχουν παρέλθει εδώ και πολύ καιρό» δήλωσε η πρεσβεία του στο Λονδίνο.