Περιεχόμενα
Οι δεκάδες εκατομμύρια Αμερικανοί ψηφοφόροι μίλησαν και επιβεβαίωσαν τα προγνωστικά που μιλούσαν για μια αμφίρροπη μάχη, που δεν χρειάστηκε πάντως να περάσουν μέρες ή εβδομάδες για να κριθεί.
Ο Ντόναλντ Τραμπ θα επιστρέψει από τις αρχές του 2025 στον Λευκό Οίκο. Με την ολοκλήρωση της καταμέτρησης στις τρεις αμφίρροπες πολιτείες (swing states) Τζόρτζια, Βόρεια Καρολίνα και Πενσυλβάνια επιβεβαιώθηκε ότι θα ξεπεράσει τον μαγικό αριθμό των 270 εκλεκτόρων, που απαιτούνται για την εκλογή του.
Από το επιτελείο του πρώην, αλλά πλέον και επόμενου προέδρου είχε διαρρεύσει από νωρίς ότι ετοίμαζε την πανηγυρική ομιλία του, συντροφιά με τον Ελον Μασκ στο στρατηγείο του στην «κόκκινη» (Ρεπουμπλικανική} Φλόριντα, σίγουρος για τη νίκη. Επικράτηση των Ρεπουμπλικάνων και ανάκτηση της πλειοψηφίας και στη Γερουσία.
Ο νικητής των εκλογών δεν χρειάστηκε καν να περιμένει τα «διστακτικά» τηλεοπτικά δίκτυα (πλην του φιλικού του FOX News) να ανακοινώσουν τη νίκη του. Το έκανε ο ίδιος μπροστά σε ένα πλήθος που παραληρούσε και ενώ νωρίτερα η Κάμαλα Χάρις είχε ανακοινώσει ότι θα μιλήσει… αύριο.
Ο Τραμπ έκανε λόγο για το μεγαλύτερο πολιτικό κίνημα της ιστορίας της Αμερικής. «Πετύχαμε κάτι το απίστευτο, που η χώρα μας δεν έχει ξαναδεί» πρόσθεσε, αποκαλώντας τον εαυτό του τον 47ο πρόεδρο της χώρας. Υποσχέθηκε μια «χρυσή εποχή» για τις ΗΠΑ και τους ανθρώπους της, ενώ ήταν εμφανής η προσπάθειά του να δείξει «ενωτικός και ήπιος», σε αντίθεση με ότι έκανε δηλαδή κατά τη διάρκεια του προεκλογικού αγώνα.
Κερδισμένος της πόλωσης
Φαίνεται ότι ο πολωτικός και ακραίος λόγος του αυταρχικού πολυεκατομμυριούχου, που δεν δίσταζε να ξεστομίζει ύβρεις για τους αντιπάλους του και ακραία ψέματα, «μίλησε» περισσότερο σε ένα εκλογικό σώμα που μοιάζει κουρασμένο από τις απανωτές κρίσεις των τελευταίων ετών, κυρίως τον εφιάλτη της πανδημίας, τον πληθωρισμό που χτύπησε τα χαμηλά εισοδήματα και την αβεβαιότητα που προκαλεί η «εμπλοκή» της χώρας σε δύο πολέμους και πιστεύει ότι χρειάζεται ένα σιδερένιο χέρι για να το βγάλει από τα αδιάξοδα.
Το μεγάλο πλεονέκτημα του Τραμπ ήταν ότι έχει καταφέρει να έχει το «ακαταλόγιστο» να μπορεί δηλαδή να ισχυρίζεται οτιδήποτε, χωρίς να χρειάζεται να το αποδείξει.
Το «χαμόγελο» και η καλή διάθεση που έφερε η Χάρις στην προεκλογική μάχη δεν ήταν αρκετά για να της δώσουν τη νίκη. Αυτή δεν ήταν απαραίτητα μια μάχη επιχειρημάτων.
Ίσως και η καθυστερημένη της υποψηφιότητα μετά την αποχώρηση Μπάιντεν να είναι ένας ακόμα λόγος για την ήττα, αφού το πρόγραμμά της στα μάτια των πολλών παρέμεινε μάλλον θολό.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα ποσοστά της ήταν κάτω των προσδοκιών και σε παραδοσιακά «κάστρα» των Δημοκρατικών, συχνά και κάτω από εκείνα του Μπάιντεν το 2020.
Μίλησε η λευκή Αμερική
Η νίκη του Τραμπ είναι μια νίκη της «λευκής, αντρικής Αμερικής». Οι λευκοί άνδρες ψήφισαν Τραμπ σε ποσοστό 59% (λευκές γυναίκες 52%) σύμφωνα με μια δημοσκόπηση του NBC.
Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον Τραμπ μεταξύ των μαύρων ήταν 20% στους άνδρες και μόλις 7% στις γυναίκες. Συνολικά το ποσοστό των λευκών ψηφοφόρων ήταν 71%, των μαύρων 11% και των Λατίνων 12%.
Καταλαβαίνει κανείς λοιπόν ποιοι έδωσαν τα κλειδιά του Λευκού Οίκου. Απαρατήρητη δεν πέρασε πάντως και η στροφή των Λατίνων προς τον μεγιστάνα της πολιτικής.
Αγωνία για τη δημοκρατία και την οικονομία
Σύμφωνα με δημοσκόπηση του CNN οι ψηφοφόροι είχαν σαν κύρια θέματα που επηρέασαν την επιλογή τους την δημοκρατία (35%) και την οικονομία (31%).
Βεβαίως αυτό έχει να κάνει με τις προσλαμβάνουσες του κάθε ψηφοφόρου.
Το 73% των Αμερικανών θεωρεί ότι η δημοκρατία απειλείται στη χώρα.
Προφανώς κάποιοι μιλώντας για «δημοκρατία» μπορεί να είχαν στο μυαλό τους το μύθο της «κλεμμένης νίκης» του 2020 και όταν ακούν «οικονομία» να εναποθέτουν τις ελπίδες τους σε ένα μεγιστάνα του πλούτου.
Ο Μπάιντεν ως «βαρίδι»
Εντυπωσιακό ως στοιχείο είναι και το γεγονός ότι το 58% των ψηφοφόρων δήλωνε ότι δεν εγκρίνει την πολιτική του Τζο Μπάιντεν. Αν η πλειοψηφία αυτών είδαν την υποψηφιότητα της Κάμαλα Χάρις ως συνέχεια του σημερινού προέδρου, τότε αυτό ήταν ένα σοβαρό μειονέκτημα για την υποψήφια των Δημοκρατικών.
Στο επιτελείο της σημερινής αντιπροέδρου είχαν στηρίξει πολλές ελπίδες και στις ψήφους των νέων, που δεν ήταν αρκετές για να γείρουν υπέρ της την πλάστιγγα.
Μπορεί οι νέοι μέχρι 29 ετών να έδωσαν το 55% στην Χάρις αλλά το ποσοστό τους επί του συνόλου του πληθυσμού είναι μικρό (14%) για να μπορέσει να κάνει τη διαφορά.
Ούτε οι δραματικές εκκλήσεις του ζεύγους Ομπάμα «πηγαίνετε να ψηφίσετε σαν να εξαρτάται από αυτό η ζωή σας» δεν μπόρεσαν να αλλάξουν τη ροή των πραγμάτων.
Πάντως μόλις το 3% δήλωσε ότι αποφάσισε τι θα ψηφίσει τις τελευταίες τρεις ημέρες. Το συντριπτικό ποσοστό του 80% είχε ήδη καταλήξει για την επιλογή του πριν από τον Σεπτέμβριο.
Αμηχανία και ανησυχία στο εξωτερικό
Οι πρώτες αντιδράσεις από το εξωτερικό ήταν μάλλον αμήχανες. Μπορεί η προοπτική επιστροφής του Τραμπ να μην φαινόταν καθόλου απίθανη εδώ και εβδομάδες, αλλά προφανώς για κάποιους είναι δύσκολο να πιστέψουν ότι η χώρα, που θέλει να ηγεμονεύει τον πλανήτη θα κυβερνάται από έναν άνθρωπο που ο Τζο Μπάιντεν και η Καμάλα Χάρις έχουν δημόσια αποκαλέσει «φασίστα».
Όπως χαρακτηριστικά έγραψε η συντηρητική die Welt μόνο σε ένα παράλογο κόσμο θα μπορούσε ένας τέτοιος πολιτικός να εκλεγεί πρόεδρος των ΗΠΑ.
Με δύο πολέμους εν εξελίξει οι Ευρωπαίοι κρατούν την ανάσα τους στην προοπτική ενός απρόβλεπτου προέδρου, που μπορεί να δηλώνει ότι θέλει να «τελειώνει» με τις συγκρούσεις, αλλά από τη φύση του είναι συγκρουσιακός και έχει συμβάλει και με παλιότερες αποφάσεις του στην επιδείνωση κρίσεων.
Η μόνη ελπίδα είναι ίσως μέχρι τις 20 Ιανουαρίου, που θα ορκιστεί και θα αναλάβει καθήκοντα να έχει υπάρξει κάποια ύφεση τουλάχιστον στο μέτωπο της Μέσης Ανατολής.
Ο φάρος δεν λάμπει πια
Υπάρχουν φυσικά και ορισμένοι που χαίρονται με την εξέλιξη αυτή, όπως ο δεδηλωμένος πολιτικός του φίλος, πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Βίκτορ Όρμπαν ή «ο πρόεδρος με το πριόνι» Χαβιέ Μιλέι στην Αργεντινή, ακόμα και ο Ταγίπ Ερντογάν στην Τουρκία. Αλλά αυτοί είναι μερικές ακόμα γκρίζες φιγούρες σε ένα κόσμο που δείχνει να σκοτεινιάζει.
Το σίγουρο συμπέρασμα είναι ένα. Μια Αμερική όπου η φιλελεύθερη δημοκρατία δείχνει να βρίσκεται διαρκώς σε υποχώρηση, που η πολιτική βία, ο φανατισμός και η ξενοφοβία τείνουν να γίνουν καθημερινότητα είναι πολύ δύσκολο να διεκδικεί το ρόλο του «φάρου της ελευθερίας» και ακόμα δυσκολότερο να πείθει για αυτό.
Πηγή: Deutsche Welle