Διεξοδική, τεκμηριωμένη, με πολλαπλούς συμμετέχοντες, έχει ξεκινήσει η συζήτηση για την άνοδο της άκρας δεξιάς, μετά τις εκλογές του Μαΐου – ενώ πριν δεν… «υπήρχε».

Προφανώς υπήρχε.

Προφανώς, το εγχείρημα της νομοθετικής απαγόρευσής της αποδείχτηκε και λάθος και ατελέσφορο.

Όταν υπάρχει ένα κοινωνικό ρεύμα, η δια νόμου καταστολή του είναι ανέφικτη.

Αντίθετα, τείνει να το μεγεθύνει και, ως ένα βαθμό, αυτό συνέβη και τώρα στην Ελλάδα.

Το θέμα είναι πως η ερμηνεία του συγκεκριμένου φαινομένου που ακολουθεί τις παραδοσιακές μαρξιστικές γραμμές δεν οδηγεί σε επαρκή συμπεράσματα ούτε ως προς τις πηγές ανάδειξης, ούτε ως προς τις επιπτώσεις, ούτε ως προς τον τρόπο διαχείρισης του.

Μία πρώτη χρήσιμη επισήμανση αφορά την κυριολεκτικά σε διεθνές επίπεδο διαφορετικότητα της άκρας δεξιάς: η άκρα δεξιά της Χιλής δεν έχει σχέση με την άκρα δεξιά της Μελόνι, κι αυτή με την σειρά της διαφέρει ουσιωδώς από την Γερμανική AfD.

Άλλη είναι η άκρα δεξιά του Orban και άλλη των Duda-Morawiecki-Kaczynski.

Μία δεύτερη χρήσιμη διαπίστωση είναι ότι σε όλες τις περιπτώσεις η φιλοσοφία και η δράση της άκρας δεξιάς είτε αμφισβητεί την λειτουργία της φιλελεύθερης δημοκρατίας, όπως αυτή ασκείται σήμερα, είτε εξελίσσεται στη πιο ακραία θέση της υιοθέτησης αυταρχικών μεθόδων διακυβέρνησης.

Η συνάφεια με την άκρα αριστερά είναι εμφανής.

Τέλος, χρήσιμη είναι και η διαπίστωση ότι άλλα ακροδεξιά κόμματα είναι εθνοκεντρικά, άλλα φιλοδυτικά και άλλα ρέπουν προς τον άξονα Ρωσίας-Κίνας.

Η ερμηνεία του φαινομένου δεν μπορεί, λοιπόν, παρά να είναι πολυδιάστατη.

Άκρα δεξιά, εξάλλου, υπήρχε πολύ πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και πολύ πριν την δική μας μεταπολίτευση.

Αν η Ευρώπη και οι ΗΠΑ σήμερα ανησυχούν, είναι επειδή λαθεμένα θεώρησαν πως νομοτελειακά η άκρα δεξιά ηττήθηκε το 1945 και η άκρα αριστερά το 1990.

Από τότε, όμως, έχει κυλήσει πολύ νερό στο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό αυλάκι.

Η μορφή του σύγχρονου καπιταλιστικού συστήματος που έχει επικρατήσει από το 1990 και μετά έχει φέρει τις πάσης μορφής ανισότητες στα άκρα—με αιχμή την οικονομική ανισότητα.

Ακραία, λοιπόν, και η αντίδραση.

Η τεχνολογική επανάσταση, που κατά πολλούς θεωρείται ως η 4η Βιομηχανική Επανάσταση, νομοτελειακά ευνοεί το κεφάλαιο σε βάρος της παραδοσιακής εργασίας, εντείνοντας έτσι την οικονομική ανισότητα και, ταυτόχρονα, δημιουργώντας αίσθημα απελπισίας στους πολλούς που η τραγική υποβάθμιση του κοινωνικού κράτους υποχρεωτικά αφήνει πίσω.

Ακραία και πάλι η αντίδραση.

Η πολυπολιτισμικότητα αποτελεί τον τρίτο σημαντικό παράγοντα που μπορεί να ερμηνεύσει το φαινόμενο της ανόδου της άκρας δεξιάς.

Οι πνευματικές ελίτ της Δύσης μπορεί να θεωρούν την αποδοχή της πολυπολιτισμικότητας σε όλα τα επίπεδα
(πολιτικά, θρησκευτικά, φυλετικά, σεξουαλικά) ως την φυσιολογική εξέλιξη μίας μακρόχρονης διαδικασίας που ξεκίνησε με τον Διαφωτισμό βασιζόμενη στην έλλειψη ταμπού και στην διαρκή αναζήτηση, αλλά είναι σαφές ότι:

(α) σημαντικές κοινωνικές ομάδες δεν συμφωνούν, και

(β) άλλοι πολιτισμοί την αποκηρύσσουν: σπάνια ευγενικά, συχνότερα με βδελυγμία, όχι και τόσο σπάνια με ακραία βία.

Εδώ και δεκαετίες έχουμε περάσει στην εποχή των πολιτισμικών συγκρούσεων, αλλά εθελοτυφλούμε εμμένοντας στην λογική ότι όλοι οι λαοί θα αναγνωρίσουν την ανωτερότητα του συστήματος ηθικής, του συνόλου των αξιών, της Δύσης και θα τις ασπαστούν.
Κάποια στιγμή μπορεί να γίνει κι αυτό.

Κάποια στιγμή, όμως, που αν έρθει αναπόφευκτα θα είναι μέσα από κρίσεις – πολύ πιθανόν και αίμα.

Τρόπο ζωής με αναφορά σ’ αυτό που θα μπορούσε να αποκαλεστεί «παραδοσιακές αξίες», υπερασπίζονται οι ομάδες που αποκαλούμε «άκρα δεξιά» και στο όνομα της μάχης αυτής είναι διατεθειμένες να φτάσουν στα άκρα.

Δεν διαφέρουν, όμως, σε τίποτα από – για παράδειγμα—τους Μουσουλμάνους που επιβάλλουν την Σαρία με κάθε μέσο, απαγορεύοντας καθετί το διαφορετικό.

Μέσα στο νέο περιβάλλον της Huntingtonian σύγκρουσης πολιτισμών, οι όροι «άκρα δεξιά» και «άκρα αριστερά» σταδιακά χάνουν την ερμηνευτική τους ισχύ και δεν αποτελούν πλέον χρήσιμα εργαλεία ανάλυσης και εξαγωγής συμπερασμάτων.

Η εμμονή μας σ’ αυτούς μόνο σε τραγικά λάθη θα καταλήξει.

Ο σοσιαλισμός δεν εγκατέλειψε ποτέ τις αρχές του Διαφωτισμού—διαφώνησε ως προς τον τρόπο επίτευξης τους και στην διαδικασία της διαφορετικότητας έχασε την ψυχή του.

Η νέα σύγκρουση, όμως, είναι σύγκρουση αξιών—πάει βαθύτερα, σε μάκρος, σε ένταση, στην διάθεση θυσιών για την υπεράσπισή τους.

Διαβάστε επίσης:

Μιχάλης Χρυσοχοΐδης: Με σιδηρά πυγμή στο Υπουργείο Υγείας

Bloomberg: Το Ελληνικό θα μεταμορφώσει την Αθήνα

Μια χιτσκοκική ηρωίδα με τα κοσμήματα της νέας σειράς του Cartier