Πρωτογενές πλεόνασμα με 3,5% του ΑΕΠ, θεωρεί οτι θα εμφανίσει φέτος ο προϋπολογισμός της χώρας ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας. Επιπλέον θεωρεί ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης μπορούν να φτάσουν και το 3%.

Τέλος εκτιμά ως θετική της προσήλωση της κυβέρνησης στους δημοσιονομικούς στόχους που έχουν συμφωνηθεί με τους δανειστές, ενώ υποστηρίζει ότι μετά την μεγάλη αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ομολόγων καθίσταται πιο εύκολη η μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα μετά το 2022.

Μιλώντας σήμερα το απόγευμα στο Belgian Business Club (BBC) ο κ. Στουρνάρας ανέφερε χαρακτηριστικά ότι “αποτελεί θετική εξέλιξη το γεγονός ότι η κυβέρνηση δήλωσε από την αρχή της θητείας της ότι θα σεβαστεί τους συμφωνημένους δημοσιονομικούς στόχους. Άλλωστε και η Τράπεζα της Ελλάδος έχει υποστηρίξει εδώ και αρκετά χρόνια, και η κυβέρνηση διαπραγματεύεται με τους θεσμούς αμέσως ή εμμέσως, την μείωση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος.” Προσέθεσε δε ότι η χθεσινή παρέμβαση της Κριστίν Λαγκάρντ δικαιολογεί πλήρως τη θέση αυτή.

Όπως εξήγησε ο διοικητής της ΤτΕ η μεγάλη μείωση που έχει παρατηρηθεί το τελευταίο διάστημα στις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων μπορεί να συμβάλλει ώστε να επιτευχθεί η βιωσιμότητα του Δημόσιου Χρέους με χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα από εκείνα που είχαν συμφωνηθεί με τους θεσμούς. Συγκεκριμένα τα επιτόκια των ομολόγων είναι όπως είπε πολύ χαμηλότερα από εκείνα που προέβλεπε το βασικό σενάριο της Κομισιόν στην ανάλυση της βιωσιμότητας του Ελληνικού Δημοσίου Χρέους. Επιπλέον το Σύμφωνο Σταθερότητας και ανάπτυξης αφήνει κάποια περιθώρια ευελιξίας στη δημοσιονομική πολιτική, εφόσον η Κυβέρνηση προχωρήσει σε πρόσθετες μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα μπορούσαν να ενισχύσουν την ανάκαμψη της οικονομίας.

Σε κάθε περίπτωση κατέληξε ο κ. Στουρνάρας “οι πρόσφατες θετικές εξελίξεις σε συνδυασμό με την πρόσφατη άρση των capital controls, αναμένεται να διευκολύνουν την αναβάθμιση των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου στη λεγόμενη επενδυτική κατηγορία, εξέλιξη η οποία θα ανοίξει το δρόμο για την ένταξή τους στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ . Αυτό, με τη σειρά του, θα μειώσει περαιτέρω το κόστος δανεισμού για την ελληνική οικονομία ενισχύοντας την ανάπτυξη και βελτιώνοντας τη βιωσιμότητα του χρέους. Στο θετικό αυτό σενάριο, η αύξηση του ΑΕΠ μπορεί να υψηλότερη σε σχέση με τις τρέχουσες προβλέψεις, και το ποσοστό της ν΄αγγίξει το 3%”