­Ανοικτή Eπιστολή, για την ομιλία του Ισίδωρου Ντογιάκου στην Ένωση Εισαγγελέων, που δημοσιεύθηκε στα ΜΜΕ, την Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2022 έστειλε ο δικηγόρος Γιάννης Μαντζουράνης.

Με μια δήλωση ο Γιάννης Μαντζουράνης έστειλε ανοικτή επιστολή για την ομιλία του Ισίδωρου Ντογιάκου στην Ένωση Εισαγγελέων.

1

«Ποιοι είναι οι κάποιοι, κύριε Ντογιάκο; Γιατί δεν τολμάτε να τους κατονομάσετε; Δεν αντιλαμβάνεστε ότι, εφόσον δεν τους κατονομάζετε, μετατρέπετε σε υπόπτους όλους τους εκδότες; Και εν πάση περιπτώσει, από που προκύπτει το δικαίωμά σας να κρίνετε ποιοι εκδότες και κατ’ επέκταση δημοσιογράφοι, είναι άξιοι και ποιοι όχι; Δεν καταλαβαίνετε πόσο ακραία υπέρβαση των αρμοδιοτήτων σας είναι αυτό;», αναφέρει χαρακτηριστικά.

Αναλυτικά η δήλωση έχει ως εξής:

Διάβασα με κατάπληξη στα όρια της αγανάκτησης όσα εκστόμισε στη Γενική Συνέλευση της Ένωσης Εισαγγελέων ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Ισίδωρος Ντογιάκος. Και θεωρώ υποχρέωσή μου, ως μαχόμενος δικηγόρος και ενεργός πολίτης, να σχολιάσω τα ακόλουθα:

Είπε: «Δεν είναι άξιοι κάποιοι να φέρουν τον κάποτε άκρως τιμητικό τίτλο και ιδιότητα του εκδότη εφημερίδων ή περιοδικών».

Ποιοι είναι οι κάποιοι, κύριε Ντογιάκο; Γιατί δεν τολμάτε να τους κατονομάσετε; Δεν αντιλαμβάνεστε ότι, εφόσον δεν τους κατονομάζετε, μετατρέπετε σε υπόπτους όλους τους εκδότες; Και εν πάση περιπτώσει, από που προκύπτει το δικαίωμά σας να κρίνετε ποιοι εκδότες και κατ’ επέκταση δημοσιογράφοι, είναι άξιοι και ποιοι όχι; Δεν καταλαβαίνετε πόσο ακραία υπέρβαση των αρμοδιοτήτων σας είναι αυτό;

Είπε: «Ένας εκτεταμένος φορολογικός έλεγχος σε αυτούς τους ολίγους θα αποκαλύψει πολλά και ενδιαφέροντα σχετικά με τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες».

Εδώ, κύριε Ντογιάκο, εκτοξεύετε ευθεία απειλή και απροκάλυπτη συκοφαντία. Αφήνετε να αιωρείται, χωρίς στοιχεία και ονόματα, μια βαρύτατη κατηγορία για εκδότες και δημοσιογράφους. Παρεμβαίνετε έτσι σε μια λειτουργία της δημοκρατίας, τη συνταγματικά προστατευόμενη ελευθερία της ενημέρωσης των πολιτών, με τρόπο που αρμόζει σε λογοκριτή και όχι σε εισαγγελικό λειτουργό.

Είπε: «Δεν είναι δυνατόν να χλευάζουν και να απαξιώνουν δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς συγκρίνοντας αυτούς με δικαστές και εισαγγελείς χωρών του εξωτερικού με διαφορετικά δικονομικά συστήματα…».

Γιατί δεν είναι δυνατόν να συγκρίνουν, επικρίνουν ακόμα και να χλευάζουν οποιονδήποτε φορέα κρατικής εξουσίας κύριε Ντογιάκο; Μήπως λησμονείτε ότι δεν ασκείτε ανεξέλεγκτη εξουσία, αλλά με τους όρους και περιορισμούς από το Σύνταγμα και τους νόμους;

Μήπως διαφεύγει της προσοχής σας ότι οφείλετε να λειτουργείτε εντός των πλαισίων του ισχύοντος Συντάγματος; Μήπως δεν κατανοείτε ότι στα δημοκρατικά πολιτεύματα ουδείς φορέας εξουσίας είναι υπεράνω των νόμων, υπεράνω του δημόσιου ελέγχου και κυρίως υπεράνω υποψίας, όταν αυτή γεννιέται – κατά την πλέον επιεική έκφραση – από αμφιλεγόμενες πράξεις και παραλείψεις του και μια τουλάχιστον περίεργη στάση, που αποκαλύπτει συγκεκριμένη ιδεολογική αφετηρία, η οποία έχει καταδικαστεί πλειστάκις από τον ελληνικό λαό σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις μετά τη μεταπολίτευση, ενώ ταυτόχρονα προδίδει απολύτως ασύμβατες με το δημοκρατικό φρόνημα πολιτικές απόψεις;

Γιατί ενοχλείστε και συμπεριφέρεστε ως θιγόμενος από συγκρίσεις με δικαστές και εισαγγελείς άλλων κρατών, όπως του Βελγίου πρόσφατα; Αισθάνεστε προσωπικά προσβεβλημένος από αυτή τη σύγκριση, η οποία αναφέρεται στον τρόπο, που αντιμετωπίζεται από τις ελληνικές εισαγγελικές αρχές το μείζον σκάνδαλο των υποκλοπών;

Από πού και ως πού αναγορεύεστε «αισυμνήτης και τιμητής» των εντύπων και ηλεκτρονικών ΜΜΕ; Σε ποιες διατάξεις νόμων και Συντάγματος βρίσκεται η νομιμοποιητική βάση της εξουσίας, που σφετερίζεστε για να καθορίζετε τι είναι επιτρεπτό και τι ανεπίτρεπτο στη δημοσιογραφική κριτική, ή ακόμη και πολεμική των ΜΜΕ έναντι των φορέων κάθε εξουσίας στην Ελληνική Δημοκρατία; Συμπεριλαμβανομένων βεβαίως και των φορέων της δικαστικής εξουσίας χωρίς απολύτως καμία εξαίρεση, δηλαδή και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μη εξαιρουμένου;

Είπε: «Χωρίς τις υποκλοπές δεν αντιμετωπίζεται το έγκλημα».
Αντιγράψατε έτσι, κύριε Ντογιάκο, μια δήλωση Βέλγου Εισαγγελέα με αφορμή την υπόθεση Καϊλή, για να συσκοτιστούν τα όσα συμβαίνουν στο ελληνικό σκάνδαλο των υποκλοπών.

Και αυτό γιατί:

α) Αποκρύπτετε ότι στο Βέλγιο οι παρακολουθήσεις έγιναν με σεβασμό στη νομιμότητα και τηρήθηκαν όλες οι προβλεπόμενες στο νόμο τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις,

β) Στην Ελλάδα σήμερα η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν ελέγχεται για υποκλοπές, που έχουν σχέση με το έγκλημα, αλλά για υποκλοπές, που η ίδια διαπράττει και είναι βαρύτατο έγκλημα. Και αφού πρώτα απαξιώσατε και απειλήσατε ακριβώς όσους εκδότες και δημοσιογράφους ερευνούν τη δυσώδη υπόθεση των υποκλοπών και επικρίνουν τη στάση της εισαγγελικής αρχής, της οποίας προΐστασθε, εν τέλει προσπαθείτε να «ξεπλυθεί» και το ίδιο το έγκλημα των υποκλοπών.

Προφανώς ξεχνάτε ότι η σταθερή νομολογία του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας μόνιμα επαναλαμβάνει ότι η ελευθερία του Τύπου είναι δημιουργικός και θεσμικός παράγοντας (konstitutiv) του δημοκρατικού πολιτεύματος. Κι αυτό γιατί η πληροφόρηση και η γνώση αποτελούν την κύρια άμυνα του πολίτη κατά των αυθαιρεσιών των φορέων οικονομικής και πολιτικής εξουσίας.

Εν τέλει ως απλός πολίτης έχετε δικαίωμα να λέτε ό,τι θέλετε και συνεπώς να κρίνεστε γι’ αυτά. Ωστόσο, ως Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δεσμεύεστε από το Σύνταγμα που απαγορεύεται να υπερβαίνετε κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων σας και την εκφορά δημόσιου λόγου. Το Σύνταγμα κατοχυρώνει την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία σας για να κρίνετε και ενεργείτε στα πλαίσια του λειτουργήματός σας και των αυστηρά καθορισμένων αρμοδιοτήτων σας. Παρόλα αυτά, όμως, σε καμία περίπτωση, οι δικαστές και εισαγγελείς δεν δικαιούνται να καθορίζουν οι ίδιοι τις αρμοδιότητές τους, να αυτονομούνται και να αυτονομιμοποιούνται για παρεμβάσεις στην πολιτική διαμάχη.

Εν ολίγοις, για το πώς λειτουργεί το Κράτος, η Κυβέρνηση, η Βουλή, τα έντυπα και ηλεκτρονικά ΜΜΕ δεν πέφτει στους δικαστές και εισαγγελείς κανένας μα κανένας απολύτως λόγος, όσο φοράνε την τήβεννο. Αν θέλουν να μπουν στον πολιτικό αγώνα, είναι αναφαίρετο δικαίωμά τους, πλην όμως χωρίς την τήβεννο του Δικαστή και Εισαγγελέα (βλ. Δημήτρη Τσάτσου: Η μεγάλη παρακμή, σελ. 145-146, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2006).