Γιάννης Κ. Μαντζουράνης- Δικηγόρος
του δικηγόρου Γ. Μαντζουράνη
Για την υπόθεση της Siemens, για τον Μ. Χριστοφοράκο, για την καθυστέρηση της δίκης, για τις γερμανικές εισαγγελικές αρχές, για τον συμβιβασμό του ελληνικού Δημοσίου αλλά και για… κάποια μαθήματα επιμόρφωσης εναντίον της διαφθοράς, συζητήσαμε στην εκπομπή «Απευθείας» της ΕΡΤ1 με την Μάριον Μιχελιδάκη και τον Κώστα Λασκαράτο.
Υπάρχει απόφαση του γερμανικού ομοσπονδιακού συνταγματικού δικαστηρίου. Δεν εκδίδεται διότι έχει γερμανική υπηκοότητα και η Γερμανία δεν εκδίδει σε χώρες όπου δε διασφαλίζονται οι εγγυήσεις του κράτους δικαίου για δίκαιη δίκη. Η αιτιολογία της απόφασης είναι αυτή και βασίζεται σε δημοσιεύματα του Τύπου, εκείνης της εποχής, και σε δηλώσεις πολιτικών οι οποίες κατά την άποψη των Γερμανών δικαστών προεξοφλούσαν ότι δε θα είχε δίκαιη δίκη. […]
Η Siemens δωροδοκούσε και προπολεμικά. Στη συγκεκριμένη υπόθεση οι πράξεις που δικάζονται τώρα έχουν τελεστεί το 1997 και το 1998. Και έχουμε 2019 και δεν έχουμε ακόμα απόφαση σε πρώτο βαθμό.
Εάν παραμείνει ο νόμος ως έχει, δεν υπάρχει κίνδυνος παραγραφής γιατί είναι στα 25. Εάν τροποποιηθεί ο Ποινικός Κώδικας πάλι δεν υπάρχει κίνδυνος παραγραφής. Πρέπει, όμως, να γίνουν γρήγορα και το Εφετείο και ο Άρειος Πάγος. Επειδή, σε αυτές τις αποφάσεις των μεγάλων δικών η καθαρογραφή τους κρατάει κάνα δυο χρόνια, πρέπει να βιαστούν. […]
Το 1997-1998 φέρονται να έχουν γίνει οι δωροδοκίες για τα ψηφιακά. Αρχίζει η έρευνα της υπόθεσης στη Γερμανία το 2005-06, και αρχίζει όχι τυχαία. Αρχίζει όταν η Siemens πήγε να συγχωνευθεί με τη Nokia. Θα γινόταν ένας τηλεπικοινωνιακός κολοσσός και θα έθετε σε κίνδυνο τις αμερικάνικες εταιρείες. Άρχισε, τότε ξαφνικά, ο έλεγχος και βρέθηκε ένα σύστημα δωροδοκιών σε όλο τον κόσμο, όχι μόνο στην Ελλάδα. Το ονόμαζαν το σύστημα, είχε ένα ωραίο όνομα, όπως έχουν όλες αυτές οι επιχειρήσεις, Landschaftspflege, δηλαδή «φροντίδα του περιβάλλοντος». Φροντίζω, λοιπόν, να έχω καλό περιβάλλον. Σε άλλη υπόθεση το ονόμαζαν «ομάδα προσευχής».
Το σοβαρότερο για μένα δεν είναι μόνον ότι η υπόθεση καθυστέρησε. Αν ενθυμείστε, στην αρχή είχαν υπάρξει μεγάλα εμπόδια στο να δοθούν όλα τα έγγραφα στους συνηγόρους υπεράσπισης. Και γιατί; Γιατί ήθελαν να κρύψουν συναλλαγές συγκεκριμένων πολιτικών προσώπων και συγκεκριμένης πολιτικής οικογένειας. Αυτός ήταν ο λόγος. Εμηνύθη τότε και ο ανακριτής, εμηνύθη και ο τότε εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Βεβαίως, οι υποθέσεις μπήκαν στο αρχείο από συναδελφική αλληλεγγύη, έπεσαν όλοι οι μάρτυρες υπεράσπισης αλλά παράλληλα, χάρη σε αυτές τις ενέργειες, μας δόθηκαν τα έγγραφα και μάθαμε και για τα δώρα των οικοσκευών, και για τα δώρα του τηλεφωνικού κέντρου, και για τα οικόπεδα στην Τήνο.
-Αν η πρόταση της κας Σκεπαρνιά, της εισαγγελέως, περάσει, και τη δεκτεί η έδρα, και καταδικαστεί ο κ. Χριστοφοράκος, τον οποίο δεν εκδίδουν οι Γερμανοί, τι θα γίνει;
Θα μείνει ανεκτέλεστη η απόφαση. Δηλαδή, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, ο κ. Χριστοφοράκος, από τότε που έφυγε από την Ελλάδα και εδικάσθη και κατεδικάσθη στη Γερμανία, και ορθά –κατά την άποψή μου- προέβαλε την ένσταση ότι «δεν μπορώ για το ίδιο έγκλημα να δικασθώ δύο φορές», βεβαίως η εισαγγελική πρόταση λέει να απορριφθεί αυτή η ένσταση, δεν μπορεί να βγει από τη Γερμανία. Θα ζήσει μέσα στα γερμανικά όρια. Αν βγει και πάει στην Ιταλία, στην Ελβετία, στην Αυστρία, συλλαμβάνεται βάση του ευρωπαϊκού συντάγματος σύλληψης.
-Ποια είναι η ποινή για τον κ. Χριστοφοράκο από τη δίκη στη Γερμανία;
Ήταν, νομίζω, δύο χρόνια και ένα πρόστιμο περίπου 500.000 ευρώ. Θα σας εξηγήσω όμως γιατί. Γιατί στη Γερμανία αυτές οι πράξεις τιμωρούνται maximum μέχρι 5 χρόνια. Δεν έχουμε τις ίδιες ποινές σε όλη την Ευρώπη. Τώρα με το νέο Ποινικό Κώδικα πάει να προσαρμοστούν οι ποινές με τα ευρωπαϊκά επίπεδα. Θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι οι ποινές προβλέπονται στο νόμο 1608 του 1950 για τους καταχραστές του δημοσίου χρήματος είναι πρωτόγονα αυστηρές. Αποτελούν ένα νομικό απολίθωμα. Και έρχεται με τον νέο Ποινικό Κώδικα να τις προσαρμόσουμε στα ευρωπαϊκά επίπεδα, που είναι μέχρι 15 χρόνια. Έχουν δικαστεί και ο Σίκατσεκ, ο αρχιταμίας των μαύρων ταμείων, και ο Χριστοφοράκος και άλλοι Γερμανοί –από τα ηγετικά στελέχη- σε ποινές κάτω των 5 χρόνων. […]
Η δίκη καθυστέρησε γιατί καθυστερούν όλες οι δίκες στην Ελλάδα. Καθυστέρησε και πιο πολύ γιατί συνενώνονται πολλές υποθέσεις που θα μπορούσαν να είχαν χωριστεί, όπως χωρίστηκε για τον κ. Μαντέλη, και να τελειώνουμε πιο γρήγορα. Όταν έχεις μια δίκη με 64 κατηγορούμενους, 140 δικηγόρους και 200 μάρτυρες…
-Κύριε Μαντζουράνη να πούμε ότι και δυο φορές αναβλήθηκε το δικαστήριο.
Δεν είχε μεταφραστεί το βούλευμα στα γερμανικά. Το βασικότερο για μένα είναι ότι, σε αυτήν την υπόθεση, απεδείχθη η πλήρης ανικανότητα του ελληνικού δημοσίου να διεκδικήσει, όπως έκαναν τα άλλα κράτη – δηλαδή όπως έκανε η Γερμανία και οι ΗΠΑ-, ένα σοβαρό ποσό αποζημίωσης για τις άδικες πράξεις σε βάρος του. Εδώ έχουμε κάτι το ιδιαίτερο. Στη μεν Γερμανία και στην Αμερική η Siemens για να κλείσει τις υποθέσεις και να συμμετέχει σε διαγωνισμούς, αντίστοιχους, πλήρωσε μερικά δις ευρώ, δισεκατομμύρια ευρώ, γιατί πράγματι εκεί η ζημιά ήταν μεγαλύτερη. Και θέλω να πω το εξής εδώ, και πρέπει να το σημειώσετε, οι γερμανικές εισαγγελικές αρχές έψαξαν, μπήκαν μέσα στη Siemens στα κεντρικά -130 ανακριτικοί υπάλληλοι, 30 εισαγγελείς- πήραν έγγραφα, βρήκαν δωροδοκίες σε όλη τη γη, στην Κίνα, στη Ρωσία, στην Ιταλία, στην Αίγυπτο εκτός από τη Γερμανία.
Στη Γερμανία δε δωροδοκήθηκε κανένα κόμμα. Ήταν όλα μια χαρά. Δωροδοκούσαν όλο τον κόσμο εκτός από τους Γερμανούς. Τι έκανε, λοιπόν, το ελληνικό δημόσιο. Έρχεται κάνει έναν επονείδιστο συμβιβασμό με τη Siemens. Γιατί τον λέω επονείδιστο; Ήταν μία από τις μνημονιακές κυβερνήσεις. Κάνει έναν συμβιβασμό για κάτι λιγότερο από 100 εκατομμύρια ευρώ. Τα οποία δεν ήταν όλα cash. Θα ήταν μέσω επενδύσεων -προσέξτε- της Siemens, μεταξύ των οποίων επενδύσεων θα ήταν και κάποια μαθήματα επιμόρφωσης εναντίον της διαφθοράς. Αυτή η σύμβαση έμεινε στα χαρτιά. Την πέρασαν και με νόμο. Και γιατί την πέρασαν με νόμο; Και την ψήφισαν στη Βουλή. Για να μην μπορεί να την προσβάλει στα διοικητικά δικαστήρια. Πήγαν οι πολίτες την προσέβαλαν στο ΣτΕ και είπε το ΣτΕ «απαράδεκτη η προσφυγή σας γιατί εμείς δικάζουμε μόνο διοικητικές πράξεις, όχι νόμους».