Κόκκινο χτύπησε η πολιτική αντιπαράθεση στην Βουλή με τον βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Χρήστο Σπίρτζη, μαινόμενο, να ζητά εξηγήσεις από την Κυβέρνηση αναφορικά με την απόπειρα παρακολούθησης του κινητού του τηλεφώνου.

Κατά την έναρξη της συζήτησης στη αρμόδια Επιτροπή της Βουλής του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Επικρατείας για την ΕΥΠ υπό τον τίτλο «Επείγουσες διατάξεις για την ενίσχυση της ακεραιότητας στη λειτουργία της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών», ο πρώην υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ απαίτησε σε έντονο ύφος τη παρουσία του Πρωθυπουργού στην συζήτηση.

Ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης ως εκπρόσωπος της Κυβέρνησης επικαλέστηκε το ΦΕΚ που του δίνει τη σχετική αρμοδιότητα.

Το γεγονός αυτό προκάλεσε την ηχηρή αντίδραση του κ. Σπίρτζη «διαβλέποντας» ότι το κύμα παραιτήσεων που έφερε η αποκάλυψη της παρακολούθησης Ανδρουλάκη θα έπρεπε να συμπαρασύρει και τον κ. Γεραπετρίτη.

Για ακόμη μια φορά έβαλε στο κάδρο των ευθυνών τον Πρωθυπουργό λέγοντας ότι οι ευθύνες ανήκουν σε αυτόν και πως «δεν έχει το πολιτικό ανάστημα να μας πει πως θα θεραπεύσει αυτό που έχει δημιουργήσει».

Στην συνέχεια όμως οι τόνοι ανέβηκαν ιδιαίτερα. Ο κ. Σπίρτζης έδειξε ευθέως τον Πρωθυπουργό ως τον βασικό υπεύθυνο για την αποστολή του κακόβουλου λογισμικού Predator στο κινητό του.

«Τον ένοιαξε να στείλει Predator σε μένα για να δει με ποιους μιλάμε. Και ‘γω και ο Τσίπρας. Αλλά δε είμαστε σαν εσάς. Δεν παρακολουθούσαμε τους αντιπάλους μας. Ντροπή σας… Θα το ξαναπώ ντροπή σας…»

Ως προς την ουσία της υπόθεσης αίσθηση προκάλεσαν τα ερωτήματα που έθεσε αναφορικά με το παρασκήνιο της παρακολούθησης Ανδρουλάκη.

«Η παρακολούθηση Ανδρουλάκη είχε 3 υπόγραφες. Του Κοντολέοντα και της Εισαγγελέως. Και μια ήταν η διευθύντρια του Οργανωμένου Εγκλήματος. Γιατί υπογράφει η κυρία αυτή; Έψαχναν τον Ανδρουλάκη για Οργανωμένο έγκλημα; Και γιατί έφυγε μαζί με τον Κοντολεοντα η κυρία αυτή;»

Από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ ο Χάρης Καστανίδης παρουσίασε επτά προτάσεις που αποτελούν εγγύηση , όπως είπε, για την ορθή λειτουργία της ΕΥΠ, τα ατομικά δικαιώματα και την δημοκρατία:

1. Η διάταξη του αρμόδιου για την ΕΥΠ εισαγγελέα, όταν πρόκειται να αρθεί το απόρρητο των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφαλείας, πρέπει να υποβάλλεται και να εγκρίνεται από τριμελές δικαστικό συμβούλιο εφετών και όχι από τον εισαγγελέα εφετών, όπως προβλέπει η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου της κυβέρνησης.

Όπως ισχύει και στις περιπτώσεις που το απόρρητο αίρεται για την διακρίβωση εγκληματικών πράξεων, μόνο σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις μπορεί να εκτελείται η εισαγγελική διάταξη χωρίς την έγκριση του Δικαστικού Συμβουλίου, η οποία όμως (έγκριση) πρέπει να δοθεί το αργότερο εντός 3 ημερών.

2. Όταν πρόκειται για βουλευτή ή ευρωβουλευτή, η άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφαλείας πρέπει να γίνεται με πλήρη σεβασμό του άρθρου 62 του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει ρητά ότι, όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος, ο βουλευτής ή ο ευρωβουλευτής ( κατά το 7ο πρωτόκολλο των ευρωπαϊκών ασυλιών) δεν περιορίζεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο, χωρίς την άδεια του Σώματος.

Επειδή, για προφανείς λόγους, στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι δυνατό να ακολουθηθεί η τυπική διαδικασία της άρσης ασυλιών, προκειμένου να αρθεί το απόρρητο των επικοινωνιών βουλευτή ή ευρωβουλευτή, απαιτείται, εκτός της απόφασης του τριμελούς δικαστικού συμβουλίου εφετών, η σύμφωνη γνώμη του Προέδρου της Βουλής και του προέδρου της ΑΔΑΕ.

3. Ο διορισμός του διοικητή της ΕΥΠ πρέπει να γίνεται ύστερα από διατύπωση θετικής γνώμης των 3/5 των μελών της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας και όχι της απλής κυβερνητικής πλειοψηφίας.

4. Πληρότητα του περιεχομένου της διάταξης του εισαγγελέα.

Στην κείμενη νομοθεσία δεν προβλέπεται-κακώς- η ύπαρξη αιτιολογίας στην διάταξη του αρμοδίου για την ΕΥΠ εισαγγελέως, με την οποία αίρεται το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας, όπως αντίθετα απαιτείται, όταν πρόκειται να διακριβωθεί η τέλεση σοβαρών εγκλημάτων.

Στην εισαγγελική διάταξη που αποστέλλεται στο τριμελές δικαστικό συμβούλιο πρέπει να αναγράφεται όνομα + αιτιολογία επιβολής του μέτρου της άρσης του απορρήτου + τεκμηρίωση της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας.

5. Η εισαγγελική διάταξη και το βούλευμα του τριμελούς δικαστικού συμβουλίου γνωστοποιούνται αμέσως στον πρόεδρο της ΑΔΑΕ. Η γνωστοποίηση περιλαμβάνει και την αιτιολογία της άρσης του απορρήτου σε περίπτωση λόγου εθνικής ασφάλειας, ώστε ο έλεγχος από την ΑΔΑΕ να είναι ουσιαστικός.

6. Μετά τη λήξη της άρσης του απορρήτου, η ΑΔΑΕ έχει διακριτική ευχέρεια να ενημερώνει τους θιγέντες, εφόσον αποδειχθεί ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε εμπλοκή τους σε γεγονότα που αφορούν τους λόγους παρακολούθησης.

7. Ορισμός του περιεχομένου του όρου «εθνική ασφάλεια».

Το περιεχόμενο πρέπει να ορίζεται στο νόμο, όπως απαιτούν το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ).

Η εθνική ασφάλεια προσβάλλεται κατά το ΔΕΕ όταν:

Παρακωλύεται η λειτουργία των κρατικών θεσμών και των βασικών δημόσιων υπηρεσιών

Δημιουργείται κίνδυνος για την επιβίωση του πληθυσμού

Δημιουργείται κίνδυνος σοβαρής διαταραχής των εξωτερικών σχέσεων της χώρας

Δημιουργείται κίνδυνος για την ειρηνική συνύπαρξη των λαών

Δημιουργείται κίνδυνος από την προσβολή των στρατιωτικών συμφερόντων της χώρας (πρβλ. απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N., C‑601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

Το νομοσχέδιο εισάγεται προς ψήφιση αύριο στην Ολομέλεια όπου προβλέπεται νέος γύρος αντιπαράθεσης.