Στις τελευταίες ημέρες άναψε κυριολεκτικά η συζήτηση για το κόστος των προεκλογικών οικονομικών προγραμμάτων των κομμάτων. Όψιμα, μετά την συντριπτική καθίζηση του ΣΥΡΙΖΑ ο Αλέξης Τσίπρας δήλωσε ότι θα δώσει τα στοιχεία στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους για να κοστολόγηση. Οψόμεθα, καθώς ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ δεν διακρίνεται ούτε για την προσήλωση του στην αλήθεια ούτε για την συνέπεια στις εξαγγελίες του.

Ενδιαφέρον, επίσης, είναι το γεγονός ότι ξαφνικά, το ΠΑΣΟΚ εμφάνισε το Νίκο Χριστοδουλάκη, που στην διάρκεια της προηγούμενης προεκλογικής περιόδου δεν τον πρόβαλε καθόλου, μολονότι μαζί με τον Παναγιώτη Δουδωνή θεωρούνται οι αρχιτέκτονες του προγράμματος. Είναι σαφές ότι η επιμελής απόκρυψη τους μέχρι τώρα και η ξαφνική αλλαγή τακτικής συνεπάγεται ένα μεγάλο ρίσκο για το ΠΑΣΟΚ—που ακολουθεί την πενιχρή νίκη του στις εκλογές του Μαΐου. Διότι και οι δύο πέρα από το ότι είναι πολύ ικανοί έχουν ένα μειονέκτημα: είναι και… έντιμοι.

1

Τώρα, όσον αφορά στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ θα υποστήριζα ότι αποκλείεται να κοστίζει τόσο λίγο όσο ισχυρίζεται το κόμμα και οι εκπρόσωποι του. Μία πολύ πρόχειρη προσωπική κοστολόγηση το τοποθετεί στα επίπεδα των 50 δισ. κατ’ ελάχιστον – οπότε τα 70 δισ. που υποστηρίζει με πολύ πιο τεκμηριωμένα στοιχεία η Ν.Δ. δείχνουν πολύ λογικά.

Για το πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ η μερική αοριστία σε ορισμένα μέρη του αποτελεί εμπόδιο ακόμη και στην κατά προσέγγιση του κόστους. Είναι πραγματικά κρίμα για την κοινωνία που τα δύο κόμματα δεν δέχτηκαν άμεσα στην πρόταση Μητσοτάκη να γίνει αυτό ακριβώς: επίσημη κοστολόγηση από 2 και 3 κατά τεκμήριο ανεξάρτητους οργανισμούς.

Δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι το παρελθόν καθορίζει πάντα το μέλλον. Επειδή, όμως, οι υποσχέσεις κρίνονται και από τις σχετικές παλαιότερες εμπειρίες, δεν μπορεί να μην αναφερθεί ότι στο σημείο αυτό το ΠΑΣΟΚ δεν πατά σε στέρεες βάσεις. Ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός της χώρας ξεκίνησε ήδη από το 1981 – γι’ αυτό ο τότε τσάρος της οικονομίας Γεράσιμος Αρσένης οδηγήθηκε σε δύο υποτιμήσεις και ο Ανδρέας Παπανδρέου υποχρεώθηκε να φωνάξει τον Κώστα Σημίτη για να εφαρμόσει το πρώτο από μία σειρά προγραμμάτων λιτότητας. Κομματικές ανάγκες έφεραν το αμίμητο «Τσοβόλα δώστα όλα» για να ακολουθήσει η προσπάθεια του Κωσταντίνου Μητσοτάκη να μαζέψει τα σπασμένα στην περίοδο 1990-993. Ο τότε πρωθυπουργός, ο Στέφανος Μάνος και ο Γιάννης Παλαιοκρασσάς αποτέλεσαν ένα τρίδυμο δημοσιονομικής πειθαρχίας.

Για την πρώτη κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη το μαγείρεμα των στοιχείων για να επιτευχθεί η είσοδος στο ευρώ αποτελεί πλέον γεγονός. Από το 2002 και μετά, δε, επειδή δεν υπήρχε πλέον το καμπανάκι του ισοζυγίου πληρωμών ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός δεν γνώρισε σταματημό παρά μόνο με την κρίση του 2010.

Χαρακτηριστική είναι η ακόλουθη εικόνα. Στην περίοδο 1996-2003 το δημόσιο χρέος μειώθηκε από το 111.3% του ΑΕΠ στο 102,4%. Για μία μείωση της τάξης των 8,9 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ—με βάση τα προσωρινά στοιχεία της εποχής.

Τα πρωτογενή πλεονάσματα που συσσωρεύτηκαν ανέρχονται συνολικά σε 43,4 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Επομένως, μέρος ή το σύνολο του ποσού αυτού θα μπορούσε να είχε «διοχετευτεί» στη μείωση του χρέους.

Στην ίδια πάντα περίοδο υπήρξε συνολική ευνοϊκή επίδραση από τη μείωση των επιτοκίων και την αύξηση του ΑΕΠ όπου ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ «μειώθηκε» κατά 4,1 ποσοστιαίες μονάδες. Η συνολική ευνοϊκή επίδραση στο λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ ανέρχεται έτσι σε 43,4+4,1= 47,5 μονάδες ή σε 5,9 μονάδες κατά μέσο όρο.

Στην ίδια περίοδο 1996-2003 οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ ανέλαβαν υποχρεώσεις που επιβάρυναν το λόγο του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ συνολικά κατά 41,2 ποσοστιαίες μονάδες–ή κατά μέσο ετήσιο όρο κατά 5.15 μονάδες. Σπαταλούσαν έτσι όλη σχεδόν την ευνοϊκή επιρροή και άφηναν για τα μάτια μία διαφορά της τάξης των 0,75 μονάδων για να βελτιωθεί ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ.

Αυτά είναι τα επίσημα στοιχεία, που έκρυβαν μία άλλη πραγματικότητα. Την μη αναγραφή όλου του ποσού της απαιτούμενης δαπάνης στον προϋπολογισμό. Την καθυστέρηση στις πληρωμές, την συσσώρευση χρεών που «τακτοποιούνταν» με την μεταφορά τους στο χρέος (π.χ. των νοσοκομείων), δαπάνες εκτός προϋπολογισμού που επίσης μεταφέρονταν στο χρέος, χρήση των εσόδων από τις μετοχοποιήσεις για την κάλυψη τρεχόντων δαπανών αντί για την εξόφληση χρέους.

Η πραγματικότητα αποκαλύφθηκε με την υποχρεωτική αναθεώρηση από τις Βρυξέλλες, όπου το χρέος αυξήθηκε συνολικά στην περίοδο 1998-2001 κατά 12,8 μονάδες ή κατά 15,5 δις. ευρώ, αντί για την μείωση του χρέους, από το 108,2% του ΑΕΠ στο 99,7% το 2001, όπως έλεγε το ΠΑΣΟΚ.

Πρόκειται για τον πλήρη εξευτελισμό της δημοσιονομικής διαχείρισης καθώς, σύμφωνα με την αναθεώρηση των στοιχείων από την Eurostat. Για παράδειγμα, ενώ οι Παπαντωνίου και Χριστοδουλάκης τοποθετούσαν το έλλειμμα του 2004 στο 1,2% του ΑΕΠ, ο Αλογοσκούφης της Νέας Δημοκρατίας το τοποθέτησε στο 7,4% και οι τεχνοκράτες των Βρυξελλών στο 7,8% του ΑΕΠ.

Ο αναγνώστης ορθά θα αναρωτηθεί, γιατί αναφέρομαι στο ΠΑΣΟΚ μόνο; Είναι γνωστό, εξάλλου, ότι στη δεύτερη κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή, η ήδη χαλαρή δημοσιονομική διαχείριση της πρώτης τετραετίας ξέφυγε τελείως, με το έλλειμμα να ξεπερνά το 12% του ΑΕΠ επί Γιάννη Παπαναστασίου και τελικά την χώρα να οδηγείται στην χρεοκοπία επί κυβέρνησης Γιώργου Παπανδρέου.

Το επόμενο ερώτημα αφορά την κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη. Γιατί, θα ρωτήσει ο γνωστικός αναγνώστης, να πιστέψω την Ν.Δ.; Δεν τα έκανε κι αυτή θάλασσα στο παρελθόν; Η απάντηση είναι απλή: πρώτον, για το παρελθόν με τον Κωσταντίνο Μητσοτάκη, υπάρχει η κοινή ομολογία της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης. Δεύτερον, τα ελληνικά στοιχεία ελέγχονται τώρα πλέον διεξοδικά από την Eurostat, τις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας. Τέλος, έχει αποδειχθεί ότι η κυβέρνηση του κόμματος που εμπιστεύτηκε η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών, κάθετα απορρίπτοντας τους αβάσιμους ισχυρισμούς και τις έωλες υποσχέσεις που έδινε η αντιπολίτευση, υλοποιεί τα όσα υπόσχεται.

Διαβάστε επίσης:

Θετικός στην Covid-19 και ο Παύλος Μαρινάκης

Κυριάκος Μητσοτάκης: Θετικός στη Covid-19 – Ματαιώνεται η επίσκεψη στο Άγιον Όρος

Aνδρουλάκης: «Η ΝΔ αγωνιά για χίλιες οικογένειες, Το ΠΑΣΟΚ αγωνιά για εκατομμύρια Έλληνες»

──────────────────