Δεν θα έλεγε κανείς ότι τα πρώτα χρηματοπιστωτικά στοιχεία του έτους είναι ότι το καλύτερο. Οφείλουμε να μην παρασυρθούμε από εξελίξεις ενός και μόνο μήνα, αλλά αν η τάση δεν αντιστραφεί τα νέα δεν θα είναι ότι τα πιο ευχάριστα για την κυβέρνηση. Είναι σαφές ότι σε πρώτη ερμηνεία πρόκειται για εξισορρόπηση μεταξύ των θετικών εξελίξεων του Δεκεμβρίου (με το ειδικό βάρος που φέρει) και αυτών του Ιανουαρίου. Στο επόμενο δίμηνο (Φεβρουαρίου-Μαρτίου) ίσως να υπάρξει μία πιο ακριβής εκτίμηση για την πορεία των μεγεθών που αφορούν δάνεια και καταθέσεις – οπότε το σύνολο της οικονομίας.
Το πρόβλημα εστιάζεται στο γεγονός ότι, κατά μία έννοια, αυτές οι αρνητικές εξελίξεις του Ιανουαρίου συμβαδίζουν με την αίσθηση των μεγάλων στρωμάτων της κοινωνίας ότι κάτι δεν πάει καλά στην οικονομία. Τα μακροοικονομικά μεγέθη εμμένουν στην ευνοϊκή τους πορεία, βέβαια, και οι προβλέψεις εξακολουθούν να είναι ευνοϊκές. Από την άλλη πλευρά, όμως, ας μην ξεχαστεί και η ρήση του Γέρου της Δημοκρατίας περί μακροημέρευσης αριθμών, ούτε η τραγική αποτυχία των οικονομολόγων να προβλέψουν τις εξελίξεις – ιδιαίτερα τις αρνητικές.
Στο επίκεντρο βρίσκεται το θέμα της ακρίβειας που έχει θίξει την συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών. Εν μέρει είναι πράγματι εισαγόμενη (πολλά προϊόντα που δεν παράγουμε έχουν ανατιμηθεί), αντανακλώντας κυρίως προβλήματα στον τομέα των αλυσίδων εφοδιασμού. Αν αυτή είναι η μισή αλήθεια, η άλλη μισή εντοπίζεται στον πληθωρισμό κερδών — για την ακρίβεια στην αδιάκοπη προσπάθεια των επιχειρήσεων να μεγιστοποιούν τα κέρδη τους.
Ουσιαστικά η χώρα μας πληρώνει δύο πράγματα: την εξάρτηση της από το εξωτερικό, με τους όρους εμπορίου να κινούνται σε βάρος της και την, σε μεγάλο βαθμό, αδυναμία να ελέγξει τις μονοπωλιακές και ολιγοπωλιακές τάσεις της αγοράς. Μπορεί να προσπαθεί, να λαμβάνει μέτρα, να επιβάλει πρόστιμα, όλα αυτά όμως είναι αναποτελεσματικά σκαμπίλια μπροστά στο ύψος των κερδών που συχνά επιτυγχάνονται με την εκμετάλλευση των ίδιων των νόμων και της αδυναμίας των θεσμών.
Θα είναι τραγικό το λάθος της κυβέρνησης αν στον κατάλογο των μεγάλων μεταρρυθμίσεων δεν συμπεριλάβει την αναδιάρθρωση, μεγέθυνση και ενίσχυση (με ανθρώπινους και υλικούς πόρους) της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Ακόμη περισσότερο, αν δεν αλλάξει το ήθος εργασίας ώστε αντί να λειτουργεί η Επιτροπή με ατελείωτες καθυστερήσεις και με ιδιαίτερα προ-επιχειρηματική νοοτροπία, να αντιληφθεί επιτέλους ότι οφείλει να κάνει ακριβώς τα αντίθετα.
Σε άλλο επίπεδο, η κυβέρνηση έχει αρχίσει να πληρώνει –και το κόστος θα συνεχίσει να αυξάνεται γι’ αυτήν – την διατήρηση του σε σημαντικό βαθμό ανεξέλεγκτου μοντέλου ανάπτυξης των τελευταίων ετών. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη φιλοσοφία ή γνώση οικονομικών για την συνειδητοποίηση ότι οι εξαγορές και συγχωνεύσεις όπου εμπλέκονται κυρίως μη Έλληνες παίκτες, δεν οδηγούν υποχρεωτικά σε καλύτερη διανομή πλούτου (ακριβώς το αντίθετο κάνουν, σε συσσώρευση για λίγους καταλήγουν) και δεν αυξάνουν –αντίθετα μειώνουν– το εθνικό εισόδημα.
Η εμμονή μας να αναφερόμαστε διαρκώς στο παραπλανητικό ΑΕΠ, οδηγεί σε εθελοτυφλία και εγκυμονεί κινδύνους που σήμερα φαντάζουν είτε μακρινοί είτε εξωπραγματικοί.
Διαβάστε επίσης
Οι οικονομικοί άνεμοι του 2024
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Εμπορικά καταστήματα: Πώς θα λειτουργήσουν σήμερα και αύριο παραμονή Χριστουγέννων
- Ευρωζώνη: Οι οικονομολόγοι μειώνουν τις προσδοκίες για την ανάπτυξη το 2025
- Επίθεση Μαγδεμβούργου: Εν αναμονή διαδήλωσης της άκρας δεξιάς και αντιδιαδηλώσεων για τα θύματα
- e-ΕΦΚΑ – ΔΥΠΑ: Ο «χάρτης» των πληρωμών έως τις 27 Δεκεμβρίου