Τα εγγενή προβλήματά της δεν εξαφανίστηκαν επειδή για δύο χρόνια ανέλαβε την διακυβέρνηση η Νέα Δημοκρατία. Οι δεκαετίες της οικονομικά σπάταλης, πολιτικά κοντόφθαλμης και κοινωνικά άνισης μεταπολίτευσης έχουν αφήσει βαρύ αποτύπωμα που δεν σβήνει εύκολα. Ούτε ανώδυνα.
Ευνοϊκές προοπτικές υπάρχουν: ξεκινούν με την ιδεολογική ευλυγισία που δείχνει η Νέα Δημοκρατία, περνούν στην διαχειριστική επάρκεια της κυβέρνησης, συνεχίζουν με την υπόσχεση που δίνει το Ταμείο Ανάκαμψης και καταλήγουν στις αλλαγές που αυτόνομα ήδη δρομολογεί ο ιδιωτικός τομέας.
Όταν οι κατασκευαστικές εταιρείες αναγνωρίζουν ότι τελικά οι προσφυγές και οι εκπτώσεις θίγουν τις ίδιες, αυτό μπορεί να σηματοδοτεί ακόμη και αλλαγή επιχειρηματικής νοοτροπίας, όπου το βλέμμα στρέφεται πλέον στον μεσοπρόθεσμο και όχι στον βραχυπρόθεσμο ορίζοντα.
Τα ερωτηματικά, βέβαια, είναι πολλά.
Θέμα πρώτο και μεγάλο η δυνατότητα του τραπεζικού συστήματος να αποτιμήσει το ρίσκο με πιο σύγχρονες μεθόδους, ώστε να μπορέσει έτσι να διευρύνει τον κύκλο των επιχειρήσεων που θα χρηματοδοτήσει.
Ο διοικητής της ΕΤΕ, Παύλος Μυλωνάς, προειδοποίησε για το πρόβλημα σε πρόσφατο συνέδριο. Πιο καθαρά δεν μπορούσε να το πει.
Διότι, οι ελληνικές τράπεζες δεν έχουν βγει από την κρίση του 2010.
Παρά την ανακεφαλαιοποίησή τους και παρά τις προσπάθειες που έχουν καταβληθεί, παραμένουν ένας αδύνατος κρίκος σε μία οικονομία που δεν διαθέτει σοβαρές εναλλακτικές πηγές κεφαλαίων.
Είναι, έτσι, απόλυτα σαφές ότι αν δεν υπάρξει μία τολμηρή κίνηση – όπως π.χ. με την ίδρυση μίας bad bank – πολλά από τα σχέδια δεν θα υλοποιηθούν, διότι λόγω της ευάλωτης θέσης του, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα θα εξακολουθήσει να χρηματοδοτεί αυτούς που δεν έχουν ανάγκη το δάνειο! Διότι, αυτό υπαγορεύουν τα μοντέλα εκτίμησης ρίσκου που χρησιμοποιούν σήμερα.
Δεύτερος αδύναμος κρίκος είναι ο τουρισμός. Μην έχοντας καταφέρει να αποκτήσει βαριά βιομηχανία, η Ελλάδα εφήυρε τον τουρισμό ως βαριά βιομηχανία. Οι εξελίξεις μέχρι το 2019 φάνηκαν να δικαιώνουν τους αισιόδοξους, καθώς τα μεγέθη αυξάνονταν με εντυπωσιακό τρόπο.
Κανένας δεν ασχολήθηκε, όμως, με την ανά κεφαλή δαπάνη , ούτε με την σχέση κόστους εισαγωγής ανά τουρίστα προς την δαπάνη που κάνει. Έτσι, η «βαριά βιομηχανία» στεκόταν ουσιαστικά σε αδύναμα πόδια. Η πανδημία κοντεύει να την αποτελειώσει. Οι προσδοκίες για το 2021 διαψεύδονται ήδη – όπως θα διαψευστούν κι αυτές για το 2022.
Και στον τομέα αυτόν απαιτείται μία τολμηρή κίνηση: στροφή προς εναλλακτικό τουρισμό υψηλής προστιθέμενης αξίας – ιατρικό, ευ ζειν, αθλητικό—και ταυτόχρονα παροχή κινήτρων ενθάρρυνσης των συγχωνεύσεων των μεγάλων μονάδων.
Τρίτος αδύναμος κρίκος οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ). Δεν θα παραθέσω ξανά τα μεγέθη που με τόση σαφήνεια εγγράφει η έκθεση Πισσαρίδη. Έχουμε τις περισσότερες ΜμΕ στην Ευρώπη, με την χαμηλότερη παραγωγικότητα στην Ευρώπη.
Πολλές δίνουν μάχη για να επιβιώσουν. Μην έχοντας τις κατάλληλες γνώσεις αλλά έχοντας τα αυτιά τους ανοιχτά επιλέγουν τον εκσυγχρονισμό.
Το κακό είναι ότι στην εποχή του 5G, του cloud και της τεχνητής νοημοσύνης, επενδύουν σε ξεπερασμένη τεχνολογία –στην κλασσική μηχανοργάνωση και μηχανογράφηση σε συνδυασμό με την αγορά ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή.
Η τολμηρή κίνηση για την κυβέρνηση θα ήταν να δώσει κίνητρα (φορολογικές απαλλαγές, αυξημένες αποσβέσεις) εφόσον η επένδυση είναι στη νέα τεχνολογία – έτσι ώστε να μην βρεθεί η ΜμΕ για μία ακόμη φορά σε ανταγωνιστικό μειονέκτημα.
Απαιτείται, δηλαδή, να βοηθηθούν να μεταβούν απευθείας από την 2η στην 4η τεχνολογική επανάσταση.
Στην ουσία τα πάντα γυρνάνε, ως ένας κύκλος, στην λειτουργία του τραπεζικού συστήματος—όπου κι εδώ θα κληθεί να συνεισφέρει, και δεν θα μπορεί με επάρκεια.
Αν η κυβέρνηση θέλει να πετύχει το σχέδιο Ελλάδα 2.0, δεν μπορεί να αφήσει το τραπεζικό σύστημα στην σημερινή κατάσταση της ημιθανίας.