Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έσπασε πολλά ταμπού—από την ίδρυση του επιτελικού κράτους (κι ας το υποβαθμίζει η αντιπολίτευση, τι άλλο θα έκανε εξάλλου) έως την εισαγωγή της ψηφιακής επανάστασης στην καθημερινότητα του κοινωνικού συνόλου. Δεν φρόντισε, όμως, να αντιμετωπίσει την μεγάλη παθογένεια του ελληνικού κράτους – την κακή ποιότητα της διοίκησης του, είτε με την προληπτική είτε με την κατασταλτική μορφή της.
Το πρόβλημα είναι διπλό. Το ΠΑΣΟΚ κυριολεκτικά ξεχαρβάλωσε τη δημόσια διοίκηση. Η πλήρης κατάργηση της αξιοκρατίας και η απόλυτη κομματικοποίηση των περισσότερων μηχανισμών του, δημιούργησαν μία αφόρητο πίεση συμπίεσης προς το κάτω, προς τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή ποιότητας και αποτελεσματικότητας.
Δεν έχουμε παρά να ανακαλέσουμε ένα από τα εκατοντάδες παραδείγματα—τον περίφημο Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων και τα τρισεκατομμύρια δραχμές που έχασε– για να συνειδητοποιήσουμε τα τεράστια εμπόδια στην πρόοδο που φέρει το ελληνικό κράτος.
Το δεύτερο πρόβλημα έχει προκύψει τώρα. Στα προηγούμενα 40 χρόνια η υποβάθμιση της ποιότητας της δημόσιας διοίκησης πήγαινε χέρι-χέρι με την ευρύτερη τάση του δυτικού καπιταλισμού να απαξιώνει το κράτος. Ας ανακαλέσουμε την περίφημη φράση της Θάτσερ «το κράτος δεν αποτελεί λύση, είναι μέρος του προβλήματος».
Το πρόβλημα, σήμερα, όμως, είναι ότι οι σύγχρονες προκλήσεις – της κλιματικής αλλαγής, της πανδημίας, της μετανάστευσης, των ανισοτήτων, του αυταρχισμού—απαιτούν την ύπαρξη ενός αποτελεσματικού και με διευρυμένες αρμοδιότητες κράτους. Η αποχώρηση του κράτους από τον βασικό λόγο ύπαρξης του – την επαρκή παροχή ποιοτικών δημόσιων αγαθών—και η εγκατάλειψη της βασικής αποστολής του – να διορθώνει τις ατέλειες της ελεύθερης αγοράς—έχει σήμερα οδηγήσει σε καταστάσεις όπου διακυβεύεται η ίδια η δημοκρατία.
Ας μην θεωρείται υπερβολικό. Εύλογα μπορεί να γίνει η παρατήρηση και να τεθεί το ερώτημα: μάλιστα αυτό το κράτος ακόμη δεν μπορεί να πουλήσει την ΛΑΡΚΟ, να ιδιωτικοποιήσει τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, να κλείσει δομές που δεν εκπληρούν τον σκοπό τους και τις προϋποθέσεις λειτουργίας τους (κάτι γνωρίζει η Κα Δόμνα Μηχαηλίδου γι’ αυτό) να λειτουργήσει στην πράξη και όχι μόνο στο όνομα η Επιτροπή Ανταγωνισμού, να χρειάζεται να περάσουν δέκα χρόνια για να αποταχθεί δικαστικός για ανεπάρκεια. Μάλιστα όλα αυτά συμβαίνουν. Τι σχέση έχει αυτό με την δημοκρατία;
Η αριστερά θα υποστηρίξει ότι όλα αυτά αποδεικνύουν ότι η δημοκρατία λειτουργεί. Πρόκειται για μία βολική υιοθέτηση της αδράνειας ως έκφραση εκδημοκρατισμού. Παραβλέπεται, όμως, η αντίδραση απελπισίας του πολίτη όταν αντιμετωπίζει ένα Καφκικό κράτος. Όταν βλέπει χαίνουσες πληγές να του ζητούν φόρους, μειώνοντας το εισόδημα του. Όταν ουσιαστικά δεν έχει στοιχειώδη σύμφωνα με τα σύγχρονα δεδομένα περίθαλψη. Όταν δεν έχει να πληρώσει ούτε για την κηδεία ούτε για τον τάφο. Όταν αντιμετωπίζει την αδιαφορία των δημοσίων υπαλλήλων και την χλεύη των προϊσταμένων τους.
Η σημαντική απήχηση που βρίσκει σήμερα ο αυταρχισμός είναι καθαρά απόρροια της αποτυχίας της δημοκρατίας να προσφέρει ανάπτυξη για όλους, να διαφυλάξει το κράτος του δικαίου και να φροντίσει τους ευάλωτους. Δεν υπάρχει δικαιολογία για την δημοκρατική Ε.Ε., που δεν έχει ακόμη ιδρύσει ένα νέο Ταμείο Ανάκαμψης, αποκλειστικά αφιερωμένο στην αντιμετώπιση της ενέργειας.
Τι δεν καταλαβαίνουν οι χαρτογιακάδες των Βρυξελλών και οι εθνικιστικές της Γερμανίας και της Ουγγαρίας; Ότι «πανδημία» είναι ο κορωνοϊός, πανδημία είναι και η ακρίβεια της ενέργειας; ‘Η, ότι η υπεράσπιση της δημοκρατίας έχει κόστος;
Η χώρα μας είναι ευάλωτη ακριβώς επειδή τώρα που χρειάζεται ένα διευρυμένο και αποτελεσματικό κράτος δεν το έχει. Η μεταπολίτευση, το διέλυσε.
Η ανασύσταση του είναι θέμα επιβίωσης. Το 2004, η τότε κυβέρνηση το είχε συνειδητοποιήσει. Δυστυχώς οι προθέσεις έμειναν στο επίπεδο των συνθημάτων – το αείμνηστο «επανίδρυση του κράτους». Και ότι είχε απομείνει από ποιότητα και αποτελεσματικότητα το ξεπάστρεψε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Σήμερα, η αποτελεσματικότητα του κράτους είναι συνδεδεμένη με την προσωπική ικανότητα του υπουργού: Χατζηδάκης, Πιερρακάκης, Σταϊκούρας, Σκυλακάκης, Βορίδης, Γεωργιάδης. Όσο και να προσπαθούν δεν φτάνουν. Χρειάζεται μία ισχυρή κυβερνητική συνισταμένη. Ο χρόνος είναι ελάχιστος, ο κίνδυνος μεγάλος. Η πρωθυπουργική βούληση οφείλει να είναι ανάλογη.
Διαβάστε επίσης