Τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την σε βάθος έκθεση (European Semester) της Επιτροπής της Ε.Ε. για την Ελλάδα είναι πολλά και καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων: από την μακροοικονομική ισορροπία μέχρι την πράσινη ανάπτυξη και από την προσήλωση στους στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης μέχρι τα κόκκινα δάνεια. Στόχος της στήλης σήμερα είναι να εξετάσει ένα θέμα που το εκτιμά ως ιδιαίτερα σημαντικό: το ισοζύγιο πληρωμών. Στις επόμενες ημέρες θα επανέλθουμε με αναφορά σε άλλα συμπεράσματα και προβλήματα.
Η χώρα μας πάντα αντιμετώπιζε ελλειμματικό ισοζύγιο πληρωμών. Το άνοιγμα, δηλαδή, ανάμεσα στα χρήματα που πληρώναμε εκτός Ελλάδος και τα χρήματα που εισέρρεαν στην Ελλάδα ήταν αρνητικό. Η διαφορά καλύπτονταν είτε μειώνοντας τα συναλλαγματικά αποθέματα είτε με δανεισμό. Όταν το έλλειμμα ήταν μεγάλο και ο δανεισμός επομένως επίσης υψηλός, τότε χτυπούσε το καμπανάκι του κινδύνου.
Στην περίοδο πριν το ευρώ, όταν κτυπούσε αυτό το καμπανάκι ερχόταν το ΔΝΤ για να δανείσει υπό όρους. Κατά κανόνα οι κυβερνήσεις απέφευγαν την προσφυγή στο ΔΝΤ για πολιτικούς λόγους. Η αριστερά το θεωρούσε καπιταλιστικό ανάθεμα και αυτή η προσέγγιση είχε εγκαθιδρυθεί στην κοινωνική πλειοψηφία. Η δεύτερη λύση – και πρώτη επιλογή– ήταν η υποτίμηση του νομίσματος—που έκανε τις εξαγωγές φτηνότερες και τις εισαγωγές ακριβότερες—οπότε αυτό θεωρητικά θα έθετε το έλλειμμα υπό έλεγχο.
Επειδή, όμως, αυτό δεν επαρκούσε, η υποτίμηση συνοδεύονταν συνήθως από μία πολιτική λιτότητας—δηλαδή πολιτική που απέβλεπε στην μείωση της ζήτησης. Με τον τρόπο αυτόν, οι εισαγωγές μειώνονταν σε όγκο και ακρίβαιναν σε τιμή, οπότε οι πολίτες στρέφονταν προς την γηγενή παραγωγή.
Αυτήν ήταν η θεωρία. Στην Ελλάδα της αποτυχημένης εκβιομηχάνισης και της αριστερής απόκλισης στην οικονομική πολιτική, η πράξη απείχε από την θεωρία. Στην περίοδο 1980-1990, π.χ., επί ΠΑΣΟΚ, έγιναν δύο υποτιμήσεις συνοδευόμενες από πολιτική λιτότητας. Τα κέρδη ήταν βραχύχρονα για τρεις λόγους:
- Πολλά από τα προϊόντα που εισαγάγαμε δεν παράγονταν στην Ελλάδα, οπότε μειωνόταν κάπως ο όγκος λόγω της αύξησης των τιμών σε πρώτο στάδιο αλλά στην συνέχεια απλά πληρώναμε ακριβότερα.
- Πολλά από τα προϊόντα που παράγαγε με ήταν ακριβότερα από τα εισαγόμενα, οπότε ο κόσμος δεν είχε λόγο να στραφεί προς αυτά.
- Τα προϊόντα που είχαμε για εξαγωγή ήταν λίγα και δεν είχαν υψηλή προστιθέμενη αξία
Η εικόνα δεν άλλαξε με το ευρώ, παρά μόνο ως προς την συγκάλυψη της κρίσης. Σε όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης, με όλες τις κυβερνήσεις, η χώρα δεν κατάφερε να αλλάξει την δομή της παραγωγής της. Για να θέσουμε το πρόβλημα πολύ απλά: δεν κατάφερε να παράγει περισσότερα και πιο ανταγωνιστικά προϊόντα, να εξαρτάται λιγότερο από τις εισαγωγές ακόμη και προϊόντων που παράγει η ίδια – π.χ., λεμόνια και σκόρδα!!
Όταν μπήκαμε στην ζώνη του ευρώ, αρθρογράφοι του τότε Οικονομικού Ταχυδρόμου είχαμε με σαφήνεια προειδοποιήσει ότι το καμπανάκι του ισοζυγίου πληρωμών δεν θα λειτουργούσε άμεσα όπως όταν είχαμε την δραχμή, διότι είχαμε την (φαινομενική) κάλυψη του ευρώ – οπότε και την άνεση να δανειζόμαστε. Κάποια στιγμή, όμως, τα πολλά δάνεια θα προκαλούσαν ερωτηματικά και τότε θα ήταν πια πολύ αργά.
Αυτό ακριβώς έγινε: όταν ξέσπασε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008/9 το τεράστιο χρέος που είχαμε συσσωρεύσει αποτέλεσε το έναυσμα για την αύξηση του κόστους δανεισμού. Από εκεί και πέρα οι μνήμες είναι πρόσφατες: κρίση, Καστελόριζο, μνημόνια, δεκαετής λιτότητα, εποπτεία κοκ.
Σήμερα, δυστυχώς το πρόβλημα παραμένει. Παράγουμε λίγα διεθνώς ανταγωνιστικά προϊόντα και εξακολουθούμε να έχουμε τεράστιες ανάγκες εισαγωγών. Μία απλή παρατήρηση θα πείσει: ας θεωρήσουμε ότι δεν αντιμετωπίζουμε κρίση και ότι η οικονομία έχει μπει σε φάση γρήγορης ανάπτυξης. Είναι απόλυτα βέβαιο ότι και στην περίπτωση αυτή οι εισαγωγές θα αυξάνονται πιο γρήγορα από τις εξαγωγές και θα πάλι θα είχαμε πρόβλημα στο ισοζύγιο.
Βέβαια, το πρόβλημα τίθεται υπό μερικό έλεγχο με, π.χ., την αύξηση του τουρισμού, την εισροή ξένων επενδύσεων κοκ. Αλλά, αυτό δεν αλλάζει το βασικό πρόβλημα που επιτακτικά επισημαίνει η Ε.Ε.: εδώ και 50 χρόνια δεν έχουμε καταφέρει να αλλάξουμε την δομή της παραγωγής μας. Η εξάρτηση μας από τον τουρισμό παραμένει μεγάλη (και μάλιστα από μάλλον φτωχό τουρισμό) η δε εισροή ξένων κεφαλαίων έχει το μειονέκτημα ότι κατευθύνεται είτε στην εξαγορά επιχειρήσεων που υπάρχουν είτε στα ακίνητα. Στην πρώτη περίπτωση η βελτίωση της παραγωγικότητας είναι περιορισμένη, στην δεύτερη περίπου ανύπαρκτη.
Το τελικό συμπέρασμα στο οποίο ακουμπά με μάλλον απαλά χέρια η Επιτροπή, είναι ότι η ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας αποτελεί το υπ’ αριθμό ένα πρόβλημα. Δηλαδή η μικρή επιχείρηση. Τα μεγέθη είναι γνωστά και πολυσυζητημένα. Η χώρα μας έχει τον μεγαλύτερο αριθμό μικρών επιχειρήσεων με την μικρότερη παραγωγικότητα σε όλη την Ευρώπη.
Πριν από πολλά χρόνια οι αρθρογράφοι και πάλι του τότε Οικονομικού Ταχυδρόμου είχαμε προβλέψει τον «Θάνατο του Εμποράκου» με αναφορά στο λιανεμπόριο. Η πρόβλεψη αποδείχθηκε ακριβής και η διαδικασία έχει ξεκινήσει εδώ και 15 χρόνια.
Η στήλη θεωρεί πως αν δεν εγκαταλειφθεί η προσήλωση στην λεγόμενη μικρή ελληνική επιχείρηση, η οικονομία ποτέ δεν θα μπορέσει να ανακτήσει την δυνητική δυναμική της, να πιάσει τον δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης της. Οπότε, με καμπανάκι κινδύνου τώρα πλέον το ύψος του χρέους, το ισοζύγιο πληρωμών θα αποτελεί πάντα πρόβλημα ανασταλτικό της ανάπτυξης.
Διαβάστε επίσης