Η ανατροπή φτάνει έτσι σχεδόν τα 4 δισ. ευρώ ή περίπου το 2,2% του ΑΕΠ. Το σοκ για την οικονομία είναι τεράστιο. Αρκεί να αναφερθεί, ως μέτρο έμμεσης σύγκρισης, ότι το 1973/4 η αύξηση της τιμής του πετρελαίου, με την πρώτη πετρελαϊκή κρίση, ισοδυναμούσε με μονομερή μεταβίβαση πόρων από την Ελλάδα στο εξωτερικό, της τάξης του 2% του ΑΕΠ.
Τότε, το αποτέλεσμα ήταν πως η ελληνική οικονομία, μαζί με την παγκόσμια, μπήκε σ’ ένα φαύλο κύκλο αύξησης των ονομαστικών εισοδημάτων προκειμένου να καλυφθεί η απώλεια αγοραστικής δύναμης από την αύξηση του κόστους, κι αυτή οδήγησε σε νέα άνοδο τιμών, με τελικό αποτέλεσμα πρώτα τον πληθωρισμό (που στην Ελλάδα έφτασε σχεδόν το 25%) και στην συνέχεια την εμφάνιση του στασιμοπληθωρισμού.
Ως ένα βαθμό η κατάσταση είναι συγκρίσιμη. Έχει χαθεί παραγωγή και αγοραστική ισχύς και το κράτος τυπώνει χρήμα (με την μορφή έκδοσης ομολόγων που αγοράζει πρωταρχικά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) για να καλύψει το σοκ που έχουν υποστεί ζήτηση και παραγωγή.
Ο στασιμοπληθωρισμός θεωρήθηκε πως αντιμετωπίστηκε με την εφαρμογή σκληρής δημοσιονομικής (μικρά πρωτογενή ελλείμματα) και νομισματικής πολιτικής – όπου το όπλο του επιτοκίου χρησιμοποιήθηκε ως passe partout: το κλειδί που ανοίγει όλες τι πόρτες.
Πρώτα η κρίση του 2007/8 και τώρα η κρίση τη πανδημίας κατέδειξαν τα όρια της νομισματικής πολιτικής και την τρέλα των δύο βασικών πυλώνων της: ότι οι άνθρωποι συμπεριφέρονται μόνο ως λογικά όντα και το επιτόκιο έχει τη δυνατότητα να λύνει όλα τα προβλήματα.
Η κρίση του 2007/8, έδειξε ότι είμαστε ανεπίδεκτοι μαθήσεως. Το ερώτημα είναι αν μαθαίνουμε από την κρίση της πανδημίας και που μας οδηγεί – αν μας οδηγεί—αυτή η μάθηση;.
Πάρτε για παράδειγμα την Ελλάδα. Τα περίφημα πρωτογενή πλεονάσματα που είχαν επιβάλλει τα μνημόνια και τους όρους τους που αυστηροποίησε ο ΣΥΡΙΖΑ με την ασυνάρτητη διαχείριση της οικονομίας και διαπραγμάτευση με τους εταίρους, παραμένουν εν ισχύ στα χαρτιά.
Είναι πολλοί που υποστηρίζουν πως μετά την λήξη της πανδημίας, οφείλουμε να μπούμε σε νέο «ενάρετο» κύκλο συνετής δημοσιονομικής διαχείρισης – δηλαδή να λειτουργούμε και πάλι με πρωτογενή πλεονάσματα προκειμένου να ξεπληρώσουμε το ακόμη μεγαλύτερο χρέος που έχει συσσωρευτεί.
Πριν την πανδημία, οι πιο αισιόδοξες προβλέψεις έβλεπαν δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας της τάξης του 1,5% – 2% ετήσια. Ας υποθέσουμε ότι οι μεταρρυθμίσεις που θέλει να υλοποιήσει η κυβέρνηση, προχωρούν. Ας υποθέσουμε, ακόμη, ότι τα χρήματα από το Ταμείο Ανάκαμψης καλύπτουν σε μεγάλο βαθμό το επενδυτικό κενό των 50 δισ. ευρώ που είχε διαπιστωθεί πριν την πανδημία.
Τώρα, όμως, η κατάσταση έχει αλλάξει. Θα βγούμε από τη φάση της στήριξης με ακόμη μεγαλύτερη καταστροφή του παραγωγικού ιστού, με ακόμη μεγαλύτερο χρέος, με ακόμη πιο αδύναμες τράπεζες, με πολίτες φοβισμένους να καταναλώσουν και επιχειρήσεις διστακτικές να επενδύσουν.
Επιπλέον, η οικονομία δεν είναι μία μηχανή αυτοκινήτου που γυρνάς το κλειδί και ανοιγοκλείνεις την μηχανή. Το σταμάτημα δύναται να είναι ξαφνικό, αλλά το ξεκίνημα της οικονομίας είναι υποχρεωτικά σταδιακό. Θα χρειαστεί χρόνος, λοιπόν, για επιστροφή στην οικονομική κανονικότητα.
Παρά ταύτα, θα είναι μία καινούργια κανονικότητα, με τομείς που θα έχουν υποχωρήσει δραστικά και άλλους που θα αναδύονται. Το κόστος της προσαρμογής θα είναι ακριβό σε οικονομικούς όρους και επώδυνο σε κοινωνικούς.
Υπάρχει, εξάλλου, μία παράμετρος που δεν τολμούμε να θίξουμε. Μιλάμε για έξοδο από την πανδημία, ενώ το πλέον πιθανό πλέον είναι πως θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με την πανδημία. Διότι, εκτός κι αν υπάρξει η ιατρική ανακάλυψη των αιώνων ή εκτός κι αν γίνει μία παγκόσμια εκστρατεία ταυτόχρονου παγκόσμιου εμβολιασμού, ο ιός θα κυκλοφορεί ελεύθερος ανάμεσα στους μη εμβολιασμένους και θα μεταλλάσσεται. Έχει, μάλιστα, αποδειχθεί ύπουλος και επικίνδυνος αντίπαλος – είναι σχεδόν πάντα ένα βήμα μπροστά από ότι κάνουμε εμείς.
Το «να ζούμε με την πανδημία» έχει τεράστιες οικονομικές προεκτάσεις και επιπτώσεις. Ίσως ωρίμασε η στιγμή να αρχίσουμε να τις χαρτογραφούμε και να προετοιμαζόμαστε.
Για την Ελλάδα, μικρή και αδύναμη, ένα είναι προς το παρόν το συμπέρασμα: δεν μπορεί με κανένα τρόπο να ξαναγυρίσει ειδικά στο καθεστώς των μνημονίων ή γενικά στο γερμανικής έμπνευσης καθεστώς της σκληρής νομισματικής πολιτικής. Διότι, οι υποστηρικτές του ζουν και βασιλεύουν, μην έχοντας μάθει από το παρελθόν.
Η μεγάλη μάχη για την χώρα μας είναι διπλή: να διαχειριστεί αποτελεσματικά τα κεφάλαια που θα έρθουν και να ηγηθεί της προσπάθειας να εγκαταλειφθεί η οικονομική πολιτική της τελευταίας τριακονταετίας. Έχουμε τις γνώσεις και τους ανθρώπους.
Οτιδήποτε λιγότερο, οδηγεί σε περιπέτειες.