Στην περίοδο από το 1985 και μετά, η μάχη ήταν μεταξύ της ελεύθερης αγοράς και των μεγάλων στρεβλώσεων που δημιουργούσαν στην λειτουργία της οικονομίας τα κόμματα, τα συνδικάτα και η γραφειοκρατία. Σ’ αυτά τα τριάντα χρόνια κυριαρχούσε η αντίληψη ότι οι αυτοί οι τρεις παράγοντες ήταν το πρόβλημα – ως εκ τούτου οι πολιτικές παρεμβάσεις όφειλαν να εκμηδενιστούν, τα συνδικάτα να αποδυναμωθούν και η γραφειοκρατία να παταχθεί.
Ταυτόχρονα, το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης ενίσχυσε έτι περαιτέρω τις δυνάμεις που υποστήριζαν την πλήρη ελευθερία των αγορών. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν η εγκαθίδρυση της κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού—με όλες τις αρνητικές επιπτώσεις που έφερε στην κοινωνία.
Σε όλο αυτό το διάστημα, η Ελλάδα δεν ήταν συγχρονισμένη με τις διεθνείς τάσεις. Παραδοσιακά ήταν μία οικονομία με έντονη την παρουσία του κράτους. Οι δύο πρώτες δεκαετίες της μεταπολίτευσης δεν άλλαξαν αυτήν την εικόνα. Στην δεκαετία του 1990 όταν οι ιδιωτικοποιήσεις ήταν το νούμερο ένα θέμα στην Ευρώπη, η χώρα μας έδινε μάχες οπισθοφυλακής, προσπαθώντας να διατηρήσει την πρωτοκαθεδρία του κράτους και του κρατικού συνδικαλισμού στον σχεδιασμό της οικονομικής πολιτικής.
Το φαινόμενο έγινε ιδιαίτερα έντονο στην δεκαετία του 2010-2020, όταν δικαιολογημένα οι δανειστές μας επέμειναν στην απαλλαγή της οικονομίας από δεσμά που με μαθηματική ακρίβεια είχαν συνεισφέρει το μέγιστο στην δημοσιονομική κατάρρευση της χώρας και, ακόμη περισσότερο, εμπόδιζαν την ανάκαμψη.
Αντίθετα με όσα υποστηρίζει η αξιωματική αντιπολίτευση, οι απαιτήσεις της Ε.Ε. και του ΔΝΤ δεν συνιστούσαν υποχρεωτικά την πλήρη και ανεξέλεγκτη απελευθέρωση όλων των αγορών. Όπως με όλα τα θέματα, ανάμεσα στα δύο άκρα υπάρχει πάντα το μεσαίο έδαφος. Από κομματικής σκοπιάς, όμως, συνέφερε την τότε αντιπολίτευση –και μετέπειτα κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ– να βαφτίζει την κάθε κίνηση που περιόριζε την ασφυξία που ασκούσε το κράτος και ο συνδικαλισμός του στην οικονομία, ως ολοκληρωτική υιοθέτηση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου.
Τα κατάλοιπα της μάχης αυτής εξακολουθούμε να τα βλέπουμε και να αισθανόμαστε σήμερα: από το ασφαλιστικό και το εργατικό μέχρι την αξιολόγηση εκπαιδευτικών και δημοσίων υπαλλήλων και από τις απεργίες της ΕΑΒ μέχρι την ανυπακοή στα πανδημικά πρωτόκολλα.
Το πρόβλημα που προκύπτει είναι διπλό: από την μία πλευρά η προσπάθεια να αποκατασταθεί η λειτουργία της οικονομίας χωρίς υπερβολικό κρατικό παρεμβατισμό με νομοταγή συνδικάτα συνεχίζεται. Και οφείλει να συνεχιστεί.
Από την άλλη, όμως, οι νέες παγκόσμιες προκλήσεις της πανδημίας, της κλιματικής αλλαγής, της μετανάστευσης, της ψηφιακής μεταρρύθμισης, της γεωπολιτικής σύγκρουσης απαιτούν την παρέμβαση του κράτους.
Το μεγάλο ερώτημα που καλούνται να απαντήσουν όλα τα κράτη, αλλά ιδιαίτερα αυτά που έχουν υιοθετήσει ως πολίτευμα την δημοκρατία και ως οικονομικό σύστημα τον φιλελεύθερο καπιταλισμό έχει δύο σκέλη: την εύρεση ισορροπίας ανάμεσα στην ελευθερία της αγοράς και τον κρατικό παρεμβατισμό και, ταυτόχρονα, τον προσδιορισμό του είδους του κράτους που οφείλουμε να έχουμε ώστε να υπάρχουν θετικές και όχι αρνητικές συνέπειες από την λειτουργία του.
Για την Ελλάδα το πρόβλημα είναι σημαντικό, για δύο λόγους κυρίως:
- Το δίλημμα περισσότερος ή λιγότερος κρατικός παρεμβατισμός παραμένει απτό και καθίσταται ακόμη πιο έντονο διότι επενδύεται από μία μορφή ιδεολογικού δογματισμού που η Ευρώπη έχει εγκαταλείψει εδώ και καιρό, γεγονός που=υ καθιστά την επίλυση του ακόμη πιο δύσκολη.
- Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, λειτουργούν με γραφειοκρατίες που έχουν μακρά θεσμική μνήμη (institutional memory). Αυτό σημαίνει ότι έχουν γνώση, πείρα και μακρόχρονη προοπτική. Στην Ελλάδα οι συλλήβδην αλλαγές του κρατικού μηχανισμού έχουν περιορίσει αυτήν την θεσμική μνήμη και έχουν μετατρέψει την μεγάλη πλειοψηφία των δημοσίων υπαλλήλων είτε σε κομματικά στελέχη είτε σε άβουλα και αδιάφορα άτομα.
Το θέμα πλέον δεν είναι λιγότερο ή περισσότερο κράτος αλλά τι είδους κράτους χρειαζόμαστε; Το ευρωπαϊκό—και όχι μόνο– μέλλον της χώρας εδώ θα παιχτεί: στην ικανότητα μας να ιδρύσουμε αυτό το σύγχρονο, ευέλικτο, αποτελεσματικό και γνωστικό κράτος.
Τα πρώτα βήματα έχουν γίνει – τρανή απόδειξη το υπουργείο ψηφιακής διακυβέρνησης. Ή, ακόμη το νέο πνεύμα που διέπει την ΔΕΗ, την ΕΔΥΑΠ και τα ΕΛΤΑ, οι σύγχρονοι μέθοδοι που έχουν υιοθετεί από δήμους όπως της Γλυφάδας και των Τρικάλων. Πολλά υπολείπεται να γίνουν ακόμη. Κι αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι βαθιά μεταρρυθμιστικές πρωθυπουργοί όπως ο Σημίτης και ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχουν υποχρεωθεί να στήσουν έναν ουσιαστικά δεύτερο και ανεξάρτητο μηχανισμό, δίπλα στο κράτος.
Ο σημερινός πρωθυπουργός έχει πάει και ένα βήμα πιο πέρα, καθώς χρησιμοποιεί τον μηχανισμό αυτόν για να μπολιάσει όλο το κράτος. Ο δρόμος είναι μακρύς και δύσβατος. Η επιτυχία του εγχειρήματος, όμως, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την Ελλάδα του αύριο.
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Βρετανία: Επέλεξε το παρεκκλήσι ενός νοσοκομείου για τη Χριστουγεννιάτική ομιλία του
- Συρία: Τρεις υγειονομικοί κατέθεσαν πως δέχθηκαν πιέσεις από το καθεστώς Άσαντ για να αρνηθούν τη χρήση χημικών όπλων
- Γερμανία: Παραδόθηκε στην Ουκρανία το νέο πακέτο στρατιωτικής βοήθειας
- Παπαθανάσης: 187 επενδυτικά σχέδια στους δήμους Τρίπολης, Μεγαλόπολης, Γορτυνίας και Οιχαλίας