Έτσι, η περίοδος 2010-2020 χαρακτηρίζεται, μεταξύ άλλων, από το γεγονός ότι τα περισσότερα εγχειρίδια οικονομικών αποδείχτηκαν άχρηστα και οι περισσότεροι οικονομολόγοι απέτυχαν στις προβλέψεις τους. Για τους Κεϋνσυανούς, ήταν μία γλυκιά εκδίκηση.
Στους επικριτές της πολιτικής αυτής, η απάντηση ήταν μία: δεν υπάρχει άλλη λύση — στα αγγλικά «there is no alternative» ή το ΤΙΝΑ του τίτλου. Μολονότι αυτό ήταν ένα από τα παρατσούκλια που είχαν δοθεί στην Thatcher, στην συγκεκριμένη περίπτωση υποδήλωνε μία φιλοσοφία μακρά από την δική της. Ήτοι, την προσπάθεια των νομισματικών αρχών των ΗΠΑ, του Η.Β. και της Ευρωζώνης να προστατέψουν την απασχόληση και να διευκολύνουν την ανάπτυξη.
Στην εποχή της πανδημίας, για πρώτη φορά μετά το 1990, η οικονομική πολιτική καθορίστηκε κυρίως με βάση κοινωνικά και όχι αμιγώς τεχνοκρατικά κριτήρια.
Σήμερα, που ο φόβος του πληθωρισμού έχει κάνει ξανά την εμφάνιση του, οι σκληροί υποστηρικτές της νομισματικής ορθοδοξίας, επιχαίρονται. Στην πράξη χτυπούν καμπάνιες προειδοποίησης λόγω ιδεολογικής στρέβλωσης. Μεγάλο μέρος του ακαδημαϊκού και τραπεζικού κοινού, εθισμένο καθώς είναι στο ξέπλυμα εγκεφάλου που έχει υποστεί, βιάζεται να συνταχθεί με την άποψη ότι τα μέτρα στήριξης πρέπει να αποσυρθούν ταχύτερα απ’ ότι προγραμματίζεται και τα επιτόκια πρέπει να αυξηθούν.
Οι οικονομολόγοι και τραπεζίτες που έχουν επαφή με τον πραγματικό κόσμο της αγοράς και της δουλειάς, που προσπαθούν να ακούσουν τον σφυγμό της κοινωνίας που αναλογίζονται τις επιπτώσεις στην κοινωνία, βλέπουν με ρεαλισμό ότι οι παράγοντες που τρέφουν τώρα τον πληθωρισμό είναι εξωγενείς — όχι νομισματικοί: η αναστάτωση στις αλυσίδες εφοδιασμού, οι ανατροπές στην αγορά εργασίας λόγω της πανδημίας και του ψηφιακού μετασχηματισμού, οι γεωπολιτικές εντάσεις.
Πολύ ορθά, εξάλλου, παρατηρούν ότι δεν υπάρχει τίποτα το θεωρητικά ή πρακτικά αρνητικό στην ύπαρξη πληθωρισμού της τάξης του 3%-4%. Αναγνωρίζουν, όμως, ότι ένας είναι ο μεγάλος κίνδυνος: η δημιουργία πληθωριστικών προσδοκιών, οπότε η προσδοκία η ίδια φέρνει την πραγματοποίηση.
Ένα παράδειγμα αρκεί. Αν οι εργαζόμενοι θεωρήσουν ότι ο πληθωρισμός του 8% και του 10% και του 15% έχει επιστρέψει ή πρόκειται να επιστρέψει, τότε θα προσπαθήσουν να προλάβουν τις πιθανές εξελίξεις και θα πιέσουν για αυξήσεις αμοιβών ώστε να μην χάσουν αγοραστική δύναμη στο άμεσο μέλλον.
Το κρίσιμο σημείο, όπως έχει αποδείξει η εμπειρία της δεκαετίας του 1980, είναι ότι με τέτοιες κινήσεις ο πληθωρισμός γίνεται πραγματικότητα μέσω των αυξήσεων κόστους. Η ίδια εμπειρία έχει επίσης αποδείξει ότι οι μεγάλοι χαμένοι είναι τότε οι ίδιοι οι εργαζόμενοι.
Διότι μπαίνουν σ’ έναν φαύλο κύκλο αυξήσεων κόστους που φέρνουν αυξήσεις στις τιμές που με τη σειρά τους φέρνουν νέα αιτήματα για αύξηση αμοιβών, νέες αυξήσεις κόστους κοκ. Στα χρόνια εκείνα του υψηλού πληθωρισμού δοκιμάστηκαν, μάλιστα διάφορες τεχνικές—όπως ο έλεγχος τιμών και εισοδημάτων – με πενιχρά αποτελέσματα.
Το κρίσιμο θέμα, λοιπόν, είναι να αποφευχθεί η εγκαθίδρυση πληθωριστικών προσδοκιών.
Στην Ελλάδα, η αξιωματική αντιπολίτευση προτείνει ως πάγια λύση για κάθε πρόβλημα πρόσθετες παροχές σε χρήμα. Εξάλλου, μόνο αυτό γνωρίζει. Έτσι και τώρα, ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας ωρύονται για την ακρίβεια (λες και φταίει η κυβέρνηση) και ζητούν αυξήσεις σε μισθούς και μειώσεις σε φόρους. Αν τώρα η κυβέρνηση ήδη φροντίζει να απαλύνει το βάρος της ενεργειακής κρίσης, αυτό τους αφήνει αδιάφορους: ότι και να δίνει ο Μητσοτάκης, αυτοί θέλουν περισσότερα.
Πέρα από το γεγονός ότι βιάζονται ως προς τον πληθωρισμό και τα αίτια, αδιαφορούν επίσης και τις μακροχρόνιες επιπτώσεις των προτάσεων τους. Δεν ασχολούνται αν η ελληνική οικονομία έχει την αντικειμενική δυνατότητα να αυξάνει ακόμη περισσότερο το χρέος της.
Ούτε –κι αυτό είναι το ιδιαίτερα ενδιαφέρον θέμα—αν με την πολιτική που προτείνουν πέφτουν ακριβώς στην παγίδα που προσπαθούν να αποφύγουν οι κοινωνικά ευαίσθητοι οικονομολόγοι και τραπεζίτες – την εδραίωση πληθωριστικών προσδοκιών, το βάρος των οποίων πληρώνουν πρώτοι-πρώτοι και δυσανάλογα οι εργαζόμενοι.
Στην ουσία, έμμεσα και ίσως χωρίς καλά-καλά να το συνειδητοποιούν, οι του ΣΥΡΙΖΑ συντάσσονται με τους σκληρούς υποστηρικτές της άτεγκτης νομισματικής ορθότητας. Φωνάζοντας σήμερα για τον πληθωρισμό και ζητώντας άμεσα μέτρα, δέχονται ότι είναι σωστή η λογική ότι ο πληθωρισμός δεν πρέπει να ξεπερνά το 2% το χρόνο.
Ταυτόχρονα, συντάσσονται με την θεωρία των λογικών προσδοκιών και της κυριαρχίας της λογικής της αγοράς, σαν να μην έχουν συνειδητοποιήσει ότι πολλά από τα κακά των 30 ετών από το 1990 και μετά, οφείλεται στην άκριτη υιοθέτηση μίας στρεβλής οικονομικής πολιτικής.
Ζούμε ανατρεπτικούς καιρούς – οπότε απαιτείται ψυχραιμία. Απαιτείται να εκτιμούμε εξελίξεις και επιπτώσεις τουλάχιστον σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Και είναι αναγκαίο να σκεφτόμαστε χωρίς ιδεολογικές δεσμεύσεις από το παρελθόν.