Το πρόβλημα κατά τον Issing ήταν ότι στο τέλος του 2022, η ΕΚΤ είχε αυξήσει τον ισολογισμό της κατά 9 τρισ. ευρώ, αποτέλεσμα της επεκτατικής νομισματικής πολιτικής (quantitative easing) που άσκησε με διάφορους τρόπους.
Ο Issing επικροτούσε τη νομισματική σύσφιξη (quantitative tightening) και την επιστροφή στη χρήση του επιτοκίου ως όπλο κατά του πληθωρισμού αλλά, σαφέστατα, δήλωνε την προτίμηση του για ακόμη πιο αυστηρό περιορισμό της ρευστότητας, ακόμη μεγαλύτερες αυξήσεις του επιτοκίου.
Μου έκανε εντύπωση η εμμονή στο ύψος της αύξησης των αξιών στον ισολογισμό της ΕΚΤ σε σύγκριση με την παγκόσμια οικονομία. Προ λίγων ημερών παρατήρησα ότι τα παγκόσμια χρηματοπιστωτικά μεγέθη έχουν ξεφύγει από κάθε έννοια της πραγματικότητας.
Όπως γράφει η McKinsey, στις δύο δεκαετίες 2020-2021 δημιουργήθηκε εικονικός πλούτος $160 τρις. Συνολικά, το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα γράφει αξίες ύψους $1,6 τετράκις εκατομμυρίων, με παγκόσμιο ΑΕΠ που δεν ξεπερνά τα $200 τρισ.
Από το $1,6 τετράκις εκατομμύρια, τα $610 τρισ. αντιπροσωπεύουν την πραγματική αξία των στοιχείων που εμφανίζονται στον παγκόσμιο ισολογισμό. Τα $500 τρισ. είναι καθαρά λογιστικές αξίες που εγγράφονται μέσα στο ίδιο το τραπεζικό σύστημα και τα $520 τρισ. είναι εκτός του τραπεζικού συστήματος.
Ακόμη κι αν υποθέσουμε (που είναι μία απόλυτα ανεδαφική υπόθεση) ότι τα $500 τρισ. που είναι εντός του συστήματος ελέγχονται, περίπου το 1/3 των εγγεγραμμένων αξιών στην παγκόσμια οικονομία δεν ελέγχονται από κανένα.
Ο κ. Issing, καλόπιστα πιστεύει ότι έχει ουσιαστικό ρόλο να παίξει η ΕΚΤ με τα… 4.6 τρισ. ευρώ που θέλει να ξεφορτωθεί από τον ισολογισμό της;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κατάσταση οφείλει να τεθεί υπό έλεγχο – διαφορετικά η επόμενη κρίση μας περιμένει στη γωνία. Στην επόμενη γωνία. Το ερώτημα είναι αν η προσαρμογή πρέπει να γίνει με τη σταδιακή μείωση των ισολογισμών όλων των τραπεζών ή με άλλο τρόπο;
Είναι επίσης ξεκάθαρο, ότι η επιλογή της νομισματικής σύσφιξης και αύξησης του επιτοκίου θα οδηγήσει σε ύφεση και, εδώ είναι το μεγάλο πολιτικό και κοινωνικό πρόβλημα, σε αύξηση των ανισοτήτων. Αν συμβεί αυτό, τα θύματα θα είναι οι άνθρωποι, μέσω της πολιτικής αστάθειας και της διάρρηξης της κοινωνικής συνοχής.
Η αναδυόμενη σύγχρονη οικονομική σχολή, ορθά θεωρεί ότι η προσέγγιση οφείλει να είναι διττή. Από τη μία πλευρά, οφείλουν να ληφθούν μέτρα που θα θέσουν υπό πραγματικό έλεγχο το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα – δηλαδή, τουλάχιστον το $1,1 τρις. Από την άλλη, ότι αντί να μειώνουμε τις αξίες των στοιχείων των ισολογισμών, οφείλουμε να ενθαρρύνουμε την ανάπτυξη και τις επενδύσεις ώστε με αυτόν τον τρόπο να αρχίσει να αποκαθίσταται μία ισορροπία ανάμεσα στις λογιστικές και τις πραγματικές αξίες των assets.
Η ίδια μελέτη της McKinsey υποστηρίζει πως η ανάπτυξη θα ενθαρρυνθεί – ο ρυθμός ανάπτυξης θα είναι δηλαδή μία ποσοστιαία μονάδα πάνω από τη μακροχρόνια τάση του, εφόσον το επιτόκιο συγκρατηθεί στο 1%, ο στόχος του πληθωρισμού αυξηθεί από το 2% στο 3% και οι επενδύσεις επικεντρωθούν στην αύξηση της παραγωγικότητας.
Απέναντι σ’ αυτά τα μεγέθη της χρηματοπιστωτικής και της πραγματικής οικονομίας, η μεν FED προβληματίζεται αν θα αυξήσει κι άλλο το επιτόκιο (ενώ ο πληθωρισμός έχει ήδη πέσει στο 4%) η δε ΕΚΤ εμμένει σε περαιτέρω άνοδο των επιτοκίων.
Προσωπικά τρέφω μεγάλο σεβασμό για τις κεντρικές τράπεζες. Μένω, όμως, με την εντύπωση πως παρά την πληροφόρηση που έχουν και το άριστο τεχνοκρατικό δυναμικό που απασχολούν, στην κορυφή τους βρίσκονται άνθρωποι δέσμιοι ιδεολογιών που δεν έχουν πια σχέση με την πραγματικότητα.
Η αδυναμία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να αναθεωρήσει τους όρους του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, για την οποία έγραψα χθες, δεν είναι παρά μία πρόσθετη απόδειξη της αποκοπής της ηγεσίας από τον πολίτη.
Διαβάστε επίσης:
Πώς οι Γερμανοί επιχειρούν και πάλι να στραγγαλίσουν την Ευρώπη
Το καλύτερο μέλλον απαιτεί ηγέτες, όχι δημαγωγούς, λαϊκιστές και τσαρλατάνους
Εκλογές: Oνειρεύομαι την ελπίδα
──────────────────
Εκλογές 2023