Η μια είναι η μεταβίβαση – πώληση τραπεζικών απαιτήσεων σε μια εταιρεία ειδικού σκοπού, η οποία εν συνεχεία προβαίνει σε διαβαθμισμένη μετατροπή των τραπεζικών απαιτήσεων (μη ρευστών στοιχείων ενεργητικού) σε εμπορεύσιμους τίτλους.
Βάσει της ποιότητας των εξασφαλίσεων που συνήθως συνοδεύουν μια τραπεζική απαίτηση, ορίζεται η τιμή του κάθε τίτλου και διαφορετικές κατηγορίες επενδυτών τοποθετούνται ανάλογα με το ρίσκο που θέλουν να αναλάβουν.
Με τον τρόπο αυτό οι τράπεζες αφενός αντλούν ρευστότητα και αφετέρου απελευθερώνονται από τα κόστη διατήρησης και διαχείρισης των συγκεκριμένων απαιτήσεων, βελτιώνοντας έτσι την εικόνα του ισολογισμού τους με ότι αυτό συνεπάγεται για τα πιστωτικά ιδρύματα.
Η συναλλαγή αυτή θα ήταν αδύνατη αν δεν υπήρχαν οι Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ), η λειτουργία των οποίων διέπεται από το Ν 4354/2015.
Στο πλαίσιο αυτό ο νόμος προβλέπει ότι τόσο η σύμβαση πώλησης (Τράπεζα & Εταιρεία Ειδικού Σκοπού), όσο και η σύμβαση ανάθεσης της Διαχείρισης των απαιτήσεων (Εταιρεία Ειδικού Σκοπού & Διαχειριστής) πρέπει να καταχωρηθούν στο σχετικό βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου (άρθρο 3 Ν. 2844/2000), οπότε και επέρχεται η μεταβίβαση της απαίτησης.
Παράλληλα, πρέπει να λάβει χώρα και η άτυπη αναγγελία των ανωτέρω προς τον οφειλέτη και εγγυητή.
Ένα ακόμα κρίσιμο στοιχείο είναι ότι οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις δεν μεταβάλουν το χαρακτήρα τους και διατηρούν τα προνόμια τους, τα οποία συμεταβιβάζονται. Φυσικά η θέση του οφειλέτη δεν μπορεί να χειροτερεύσει εξ αιτίας της μεταβιβάσεως.
Αυτό που πρέπει να αναδειχθεί είναι ότι μετά την μεταβίβαση τα σχετικά δικαιώματα ασκούνται αποκλειστικά από τις εταιρείες διαχείρισης, καθώς οι εταιρείες ειδικού σκοπού είναι περιορισμένης δικαιοπρακτικής ικανότητας στον ελληνικό χώρο.
Με αυτό τον τρόπο, ο διαχειριστής προβαίνει στη νομική και λογιστική παρακολούθηση των απαιτήσεων, διαπραγματεύεται και συνάπτει συμφωνίες ρύθμισης ή/και συμβιβασμού, διακανονίζει τις οφειλές σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας των Τραπεζών και φυσικά εισπράττει αυτές.
Παράλληλα, οι εταιρείες διαχείρισης ευθύνονται απέναντι στο Δημόσιο και του τρίτους για τις εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων με αποτέλεσμα να παρέχεται ασφάλεια δικαίου σε σχέση με τη δραστηριοποίηση αυτών των εταιρειών στη χώρα μας.
Συγχρόνως, οι εταιρείες διαχείρισης ασκούν και τη διαχείριση των ακινήτων που αποτελούν ασφάλεια των μεταβιβασθέντων απαιτήσεων. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι μια τράπεζα μπορεί να επιλέξει την ανάθεση της διαχείρισης μη μεταβιβασθέντων απαιτήσεων σε μια ΕΔΑΔΠ, οπότε οι εξουσίες του διαχειριστή θα είναι ανάλογες της εντολής διαχείρισης, μη αποκλειομένης της Τράπεζας να ενεργεί και αυτή πράξεις διαχείρισης.
Στην παρούσα φάση οι 3 από τις 4 συστημικές τράπεζας έχουν προβεί σε τιτλοποίησεις και έχουν ανατεθεί αυτές σε αντίστοιχες εταιρείες διαχείρισης (Eurobank & DoValue, Πειραιώς & Intrum και Alpha & Cepal).
Είναι λοιπόν σαφές ότι έχει ανοίξει μια καινούργια αγορά, η οποία τροφοδοτείται τόσο από τις τιτλοποιήσεις των τραπεζών όσο και από κάθε άλλη τραπεζική απαίτηση, γεγονός που δικαιολογεί το έντονο ενδιαφέρον για την ίδρυση και αδειοδότηση τέτοιων εταιρειών από την ΤτΕ. Σημειώνεται, ότι σήμερα στην ελληνική αγορά δραστηριοποιούνται περίπου 23 εταιρείες.
Αθανάσιος Ρήγας, Δικηγόρος LL.M (multi), με ειδίκευση στο εμπορικό και τραπεζικό Δίκαιο.
www.ralaw.gr
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Παγκόσμια Τράπεζα: Άνω των 5 δισ. οι «οικονομικές απώλειες» του Λιβάνου από τον πόλεμο
- Κομισιόν: Καλεί την Ελλάδα να υποβάλει επειγόντως τα τελικά επικαιροποιημένα εθνικά σχέδια για την ενέργεια και το κλίμα
- Ευρωαγορές: Κέρδη 1% μετά τις θετικές προοπτικές από ASML και Siemens – Άλμα 18% για τη Burberry
- Μ. Στασινόπουλος: Η βιομηχανία ατμομηχανή της ανάπτυξης – Χρειάζεται μια νέα βιομηχανική στρατηγική