Η ελληνική κοινωνία είναι αντιμέτωπη με δικαιϊκές ρυθμίσεις μιας Κυβέρνησης, που έχει το προνόμιο και συγχρόνως τη βάσανο του μονόλογου στο κοινοβουλευτικό γίγνεσθαι: “Μόνη της τα λέει, μόνη της τ΄ακούει”. Μια Κυβέρνηση, που μέρα με τη μέρα βυθίζεται στην αμηχανία μιας εξουσίας, που λόγω της ανυπαρξίας αντιπολιτευτικού λόγου, νιώθει υποχρεωμένη να προβαίνει σε ρυθμίσεις πραγμάτων, ώστε να αποφύγει την μομφή της απραξίας και της αλαζονείας. Πλην όμως, με τις ρυθμίσεις που φέρνει ανατρέπει, συνειδητά, ένα οικοδόμημα μελετών και εργασίες νομοπαρασκευαστικών επιτροπών δύο δεκαετιών, που οδήγησαν στους νέους κώδικες του 2019. Σκοπός του νομοθέτη είναι να περάσει μηνύματα προς την ελληνική κοινωνία με τιμωρητικές προθέσεις, αλλά χωρίς στοιχεία αποκαταστατικής δικαιοσύνης. Δικαιοσύνη χωρίς αποκαταστατικό χαρακτήρα αποφλοιώνεται και συρρικνούμενη παραμένει μόνον το τιμωρητικό στοιχείο της, με συνέπεια να εκδηλώνεται αποκλειστικά και μόνον ως αντεκδίκηση. Είναι όμως βέβαιο ότι δεν είναι αυτό που θέλει η ελληνική κοινωνία; Με τις πρεσβείες των νέων ρυθμίσεων η Πολιτεία προσαρμόζεται στις απαιτήσεις ενός μικρού μέρους της κοινωνίας που αναπτύσσεται με βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία την αυτοδικία και την εκδίκηση. Χωρίς να υπάρχει καμία αμφιβολία, όπως εκδικείται ο δράστης μέσα από μέρος του κόλπου της ελληνικής κοινωνίας, με τον ίδιο τρόπο τον εκδικείται η Πολιτεία με τις νέες ρυθμίσεις που φέρνει.
Τα ανθρώπινα δικαιώματα διακρίνονται από τα συνταγματικά δικαιώματα ή από τα δικαιώματα του πολίτη σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία, ή από άλλα δικαιώματα που ανήκουν σε ορισμένα είδη πολιτικών θεσμών, τόσο ατομικιστικών όσο και συνεταιριστικών. Τα ανθρώπινα δικαιώματα θέτουν μια αναγκαία συνθήκη για την εσωτερική πολιτική και τους κοινωνικούς θεσμούς (John Rawls, Το Δίκαιο των Λαών και η ιδέα της Δημόσιας Λογικής Αναθεωρημένη, Harvard University Press, μτφρ. Άννα Παπασταύρου, 2002, 145 επ).
Με τη συρρίκνωση της προδικασίας που εισάγεται με τις νέες ρυθμίσεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, και την αυστηροποίηση των πλαισίων ποινών και αναστολής αυτών, δεν αλλάζει μόνον η φυσιογνωμία της ποινικής δίκης, λόγω του δραστικού περιορισμού των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων και της σαφούς απόστασης από τις θεμελιώδεις αρχές και τις εγγυήσεις μιας δίκαιης δίκης.
Με τις νέες ρυθμίσεις που εισάγει μία αμήχανη και μόνη εκτελεστική εξουσία, επενεργεί στην ίδια τη σχέση μεταξύ της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της διαφάνειας της κρατικής δράσης. Υπό το πρίσμα μίας συνταγματικοδικαιικού χαρακτήρα προσέγγισης είναι πρωτίστως αναγκαίο να εξετασθεί η ενέργεια της εκτελεστικής εξουσίας. Δεν είναι δηλαδή μόνον η φανερή δράση, το άνοιγμα (“openness”) της κρατικής δράσης. Διαφάνεια της κρατικής δράσης δεν είναι μόνον η δημοσιοποίηση των αποφάσεων και ενεργειών της κρατικής εξουσίας, αλλά πέραν τούτου, αποκάλυψη όλων των αιτιών, δεδομένων και των λοιπών παραγόντων που επηρεάζουν την διαμόρφωση της κρατικής βούλησης, που οδηγεί τόσο εσπευσμένα, άνευ οιασδήποτε προηγούμενης επεξεργασίας, στην ανατροπή του υφισταμένου νομικού πλαισίου για τον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Η διαφάνεια της κρατικής δράσης, υπό την έννοια αυτή, συμπεριλαμβάνει και την πρόσβαση στα έγγραφα στα οποία στηρίχθηκε μια κρατική απόφαση, π.χ. τα πρακτικά της συζήτησης μεταξύ του κ. Υπουργού Δικαιοσύνης και της ομάδας εργασίας, που συγκροτήθηκε προς το σκοπό της διατύπωσης του νομοσχεδίου, που φέρνει προς ψήφιση.
Η διαφάνεια της κρατικής δράσης προσαπαιτεί την ύπαρξη αιτιολογίας προκειμένου ο διοικούμενος, αλλά και ο ερμηνευτής και ο εφαρμοστής του Ποινικού Δικαίου να είναι σε θέση να διαπιστώσουν για ποιους λόγους η κρατική εξουσία κατέληξε στην συγκεκριμένη απόφαση ή ενέργεια και την αποκάλυψη κάθε άλλου στοιχείου που επηρέασε την κρατική δράση (βλ. Βλαχόπουλος Σπύρος, Διαφάνεια της κρατικής δράσης και προστασία των προσωπικών δεδομένων, 2007, 29).
Με αυτήν την οριοθέτηση της έννοιας της διαφάνειας της κρατικής δράσης, επιτυγχάνεται και ο σκοπός τον οποίον αποβλέπει. Σημασία δεν έχει μόνον να γνωρίζει ο διοικούμενος τυπικά την ύπαρξη και τους λόγους που οδήγησαν σε αυτήν και γενικότερα κάθε στοιχείο που την επηρέασε άμεσα ή έμμεσα. Ένα Κράτος που περιορίζεται απλά και μόνο στο να δημοσιοποιεί προς τα έξω τις αποφάσεις και τις ενέργειές του, χωρίς ταυτόχρονα να αποκαλύπτει και τους λόγους, τις αφορμές και γενικότερα όλες τις συνθήκες και όλα τα στοιχεία που επηρέασαν τη δράση του είναι απλούστατα ένα “αδιαφανές” Κράτος (Βλαχόπουλος Σπ., op. cit.).
Αυτό που δεν έχει αντιληφθεί ο εκάστοτε λαϊκίζων νομοθέτης είναι ότι με μια αδιαφανή διαδικασία αυστηροποίησης των ποινών και του πλαισίου πραγματικής έκτισης αυτών δεν πετυχαίνει σε καμία περίπτωση αυτό που νομίζει:
Μια ποιοτικότερη εγκληματοπροληπτική λειτουργία της Πολιτείας. Και αυτό διότι όσο και να αυστηροποιεί ο νομοθέτης, ανάλογα με το βαθμό της πολιτικής συμμετοχής του στην ειδησεογραφία της προηγούμενης νύχτας, το πλαίσιο μιας ποινής ή τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες αυτή θα ανασταλεί ή θα εκτιθεί, τελικός αποδέκτης μίας ποινικής δικογραφίας είναι ο Εισαγγελικός και ο Δικαστικός Λειτουργός.
Ο Δικαστής, και μόνον, θα αποφασίσει εάν θα επιβληθεί, ποιο είδος και πόση ποινή θα επιβληθεί, εάν θα εκτιθεί ή εάν θα ανασταλεί και σε ποιο χρονικό μέρος αυτής. Όποια σημασία είχε το όριο του πλαισίου έκτισης ποινής και μη εξαγοράς της, προ του Ν. 4619/2019, στα πέντε (5) έτη φυλάκισης, την ίδια είχε με αυτήν που μεταφέρθηκε τελικά στα τρία (3) έτη και την ίδια σημασία έχει τώρα υπό αυστηρότερες προϋποθέσεις δεν θα μπορεί πλέον να “φεύγει” κανείς από μια τέτοια ποινή χωρίς να εκτίσει μέρος αυτής. Με την αυστηροποίηση των ποινών ουδόλως ανταποκρίνεται η νομοθετική μεταρρύθμιση στην προσδοκώμενη συμμόρφωση του κοινωνού του δικαίου προς τις επιταγές των ποινικοδικαιϊκών ρυθμίσεων, καθώς με μεγαλύτερα “νούμερα” δεν επιτυγχάνεται ποιοτικότερη εγκληματοπροληπτική λειτουργία της Πολιτείας.
Αντικείμενο του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης όπως εξαγγέλλεται, δήθεν, είναι η τροποποίηση των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, προκειμένου η εφαρμογή τους να συμβάλει στην ουσιαστικότερη, αποτελεσματικότερη, και αμεσότερη διεξαγωγή της ποινικής δίκης, στην ενίσχυση της εγκληματοπροληπτικής λειτουργίας της ποινής μέσω των αρχών της γενικής και ειδικής πρόληψης και στην οικονομία της ποινικής διαδικασίας. Ουδέν ψευδέστερον.
Ενδεικτικά, αα) αυξάνεται το ανώτατο όριο ποινής της κάθειρξης, αυστηροποιούνται οι ποινές επί εγκλημάτων μείζονος ποινικής απαξίας όπως ο εμπρησμός δάσους, αβ) τίθενται αυστηρότερες προϋποθέσεις αναστολής της ποινής, προκειμένου οι ποινές και επί πλημμελημάτων να εκτίονται μέσω των εναλλακτικών τρόπων έκτισης της κοινωφελούς εργασίας και της μετατροπής της ποινής σε χρηματική, αλλά και με πραγματική έκτιση σε σωφρονιστικό κατάστημα, όταν το δικαστήριο το κρίνει αναγκαίο, αγ) λαμβάνονται μέτρα για την προστασία της ποινικής δικαιοσύνης από άτομα που με καταχρηστική και παρελκυστική άσκηση των δικαιωμάτων τους απασχολούν ασκόπως τους λειτουργούς της και παρακωλύουν την ταχύτητα απονομής της και αδ) επιταχύνονται οι διαδικασίες επεξεργασίας και εκδίκασης των ποινικών υποθέσεων με τη λήψη μέτρων όπως η ενθάρρυνση της διαδικασίας της ποινικής διαπραγμάτευσης, ο περιορισμός της ενδιάμεσης διαδικασίας των δικαστικών συμβουλίων, καθώς και η μεταφορά της δικαστηριακής ύλης του πλημμελειοδικείου και του εφετείου από πολυμελή σε ολιγομελή δικαστήρια, προκειμένου ο ίδιος αριθμός δικαστών να δύναται να συγκροτήσει περισσότερα δικαστήρια και έτσι να εκδικάζεται πολλαπλάσιος αριθμός υποθέσεων, β) η αναδιαμόρφωση των διατάξεων του ν. 3500/2006 (A’ 232), προκειμένου: βα) οι διατάξεις να είναι προσαρμοσμένες στις παρούσες κοινωνικές συνθήκες και στη δικαιοπολιτική ανάγκη τόσο της προστασίας του θεσμού της οικογένειας, της ανηλικότητας και των θυμάτων, κυρίως των γυναικών, που πλήττονται με αυξανόμενη ένταση από συμπεριφορές ενδοοικογενειακής βίας, ββ) να ενισχυθεί η ψυχολογική και οικονομική στήριξη, καθώς και η κοινωνική αποκατάσταση των θυμάτων με διεύρυνση των αρμόδιων φορέων, βγ) να προβλεφθεί ειδική υποχρέωση των επαγγελματιών για την καταγγελία των περιστατικών που υποπίπτουν στην αντίληψη τους, βδ) να διευρυνθεί η διαδικασία της ποινικής διαμεσολάβησης και βε) να ενισχυθούν άλλα δικονομικά μέσα που αποσκοπούν στην πρόληψη των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας και στην παρεμπόδιση υποτροπής του δράστη,γ) η τροποποίηση των παρ. 1 και 2 του άρθρου 45 του ν. 4557/2018 (Α’ 139) γα) με την αύξηση του διοικητικού προστίμου νομικών προσώπων όταν το κέρδος δεν μπορεί να προσδιοριστεί και γβ) με την απάλειψη της προϋπόθεσης προηγούμενης αμετάκλητης καταδίκης φυσικού προσώπου.
Αποτέλεσμα των ανωτέρω, μεταξύ άλλων, θα είναι ο βασανιστικός “πνιγμός” των δικαστηρίων λόγω του όγκου των υποθέσεων που θα αχθούν προς εκδίκαση στο ακροατήριο, ενώ ούτε ουσιαστικότερη, ούτε αποτελεσματικότερη, ούτε αμεσότερη διεξαγωγή της ποινικής δίκης είναι δυνατόν να επιτευχθεί. Περαιτέρω, ουδέν προστίθεται στην επικαλούμενη ενίσχυση της εγκληματοπροληπτικής λειτουργίας της ποινής μέσω των αρχών της γενικής και ειδικής πρόληψης και στην οικονομία της ποινικής διαδικασίας, με τις συνθήκες που επικρατούν στα σωφρονιστικά ιδρύματα της χώρας.
- Ο Θεμιστοκλής Ι. Σοφός είναι Δ.Ν. – Δικηγόρος, Γεν. Γραμματέας Ινστιτούτου Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Ποινικού Δικαίου τέως Αντιπρόεδρος Δ.Σ.Α.
Διαβάστε επίσης:
Ευτύχης Φυτράκης για Ποινικούς Κώδικες: Περισσότερη φυλακή, λιγότερη δικαιοσύνη, καθόλου ασφάλεια
Τα «αγκάθια» του νομοσχεδίου για τους Ποινικούς Κώδικες που θα κρίνουν την εφαρμογή του – Γιατί αντιδρούν οι δικηγόροι