Είναι σαφές ότι οι δύο μεγάλες κεντρικές τράπεζες ( η FED των ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα – ΕΚΤ) δοκιμάζονται στο θέμα του πληθωρισμού – μολονότι ή, ίσως, ακριβώς επειδή, οι δύο οικονομίες (ΗΠΑ και Ε.Ε.) βρίσκονται σε διαφορετική φάση του οικονομικού κύκλου. Οι δύο τράπεζες είναι διχασμένες ανάμεσα στην ανάγκη να ελέγξουν τον πληθωρισμό και την επιθυμία να αποφευχθεί ύφεση – αν και η εντολή προς την ΕΚΤ είναι Γερμανικής καταγωγής και αφορά μόνο τον πληθωρισμό. Ο φόβος, όμως, για μία γρήγορη επαναφορά του υπάρχει και συγκρούεται με την πολιτική πραγματικότητα της ανάγκης να μην υπάρξουν τάσεις ύφεσης.
Δύο πρόσφατα άρθρα επιβεβαιώνουν το δίκαιο των φόβων, καθώς και τα δύο προειδοποιούν για την πιθανότητα να περάσει η παγκόσμια οικονομία σε φάση υψηλότερων πληθωριστικών πιέσεων. Η αναφορά δεν είναι βέβαια στο άμεσο μέλλον, αλλά σε προοπτική της τάξης των περίπου 18 μηνών και πάνω.
Το ένα άρθρο δημοσιεύεται από το NBER με τίτλο Changing Central Bank Pressures and Inflation, με συγγραφείς τους A. Afrouzi, M. Halac, K.S. Rogoff, P. Yared. Το έτερο δημοσιεύεται στο FP με τίτλο «Bracing for a More Inflationary World» με συγγραφέα τον R.G. Rajan. Τεχνικό το πρώτο, πιο εκλαϊκευμένο το δεύτερο, και τα δύο καταλήγουν ουσιαστικά στο συμπέρασμα ότι η πιθανότητα αυξημένου πληθωρισμού δεν μπορεί να αποκλειστεί. Χωρίς να υπεισέλθω στην τεχνική ανάλυση του πρώτου άρθρου, σταχυολογώ λόγους που στηρίζουν αυτήν την άποψη από το δεύτερο άρθρο.
Μία πρώτη πηγή πληθωρισμού είναι δημογραφική τάση γήρανσης του πληθυσμού που νομοτελειακά οδηγεί σε μείωση του εργατικού δυναμικού και αύξησης της δημόσιας δαπάνης για συντάξεις και περίθαλψη. Η χρήση εισαγόμενου εργατικού δυναμικού ενώ μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της συγκεκριμένης εξέλιξης, συναντά το πολιτισμικό εμπόδιο κατά της μετανάστευσης – που έτσι κι αλλιώς μπορεί να οδηγήσει σε πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις.
Μία δεύτερη πηγή είναι η από-παγκοσμιοποίηση, με την άνοδο του προστατευτισμού και του οικονομικού εθνικισμού. Η αύξηση των δασμών οδηγεί σε τουλάχιστον άμεση άνοδο των τιμών, αν και μακροπρόθεσμα επειδή αυτή η άνοδος φτωχαίνει τον κόσμο, η ζήτηση μειώνεται και οι τιμές αποκτούν ξανά πτωτική τάση.
Τρίτη πηγή η κλιματική κρίση που θα απαιτήσει υψηλές και απρόβλεπτες δαπάνες για την αντιμετώπιση των κρίσεων και, ταυτόχρονα, την ενδυνάμωση των υποδομών—οπότε υψηλότερες δημόσιες δαπάνες και υψηλότερα πρωτογενή ελλείμματα.
Τέταρτη, η τεχνολογική επανάσταση που άμεσα και μεσοπρόθεσμα καταστρέφει περισσότερες θέσεις απ’ ότι δημιουργεί με αποτέλεσμα την αύξηση της ανεργίας και αντίστοιχα της κοινωνικής δαπάνης. Σε σοβαρά κράτη αυτή η εξέλιξη θα συνυπάρξει με αύξηση της δαπάνης για την παιδεία, προκειμένου να επιτευχθεί γρηγορότερα και αποτελεσματικότερα η αρνητική επίπτωση της τεχνολογίας, γεγονός που επίσης οδηγεί σε αύξηση της δημόσιας δαπάνης.
Πέμπτη πηγή είναι η απώλεια κέντρων παραγωγής χαμηλού κόστους – όπως ήταν μέχρι πρόσφατα η Κίνα και όπως σύντομα για χάσουν αυτήν την ιδιότητα άλλα κέντρα όπως το Βιετνάμ και η Ινδονησία—κατά άλλους αναλυτές. Σοβαρές και βάσιμες αμφιβολίες εκφράζονται, εξάλλου, για την αποτελεσματικότητα των μέτρων που παίρνει το ΚΚΚ προκειμένου να επαναφέρει την οικονομία σε τροχιά ταχύρρυθμης ανάπτυξης.
Τέλος, οι γεωπολιτικές εξελίξεις αναπόφευκτα οδηγούν σε σταδιακά αυξανόμενες αμυντικές δαπάνες, που από την μία πλευρά συνεισφέρουν στην ανάπτυξη αλλά, από την άλλη, απαιτούν ψηλές δημόσιες επενδύσεις που δεν βοηθούν στην διάχυση των ωφελειών από την ανάπτυξη.
ΟΙ εξελίξεις αυτές σημειώνονται σε περιβάλλον αυξημένης αβεβαιότητας, με τις χρηματοπιστωτικές αγορές να υποτιμούν το ρίσκο που αναλαμβάνεται, τα σημάδια για φούσκα σε ορισμένους τομείς να αυξάνονται και ΄την παγκόσμια οικονομία να είναι φορτωμένη με υπερβολή ρευστότητα. Αν μη τι άλλο, ο πληθωρισμός θα βοηθήσει στην μείωση της. Διότι, μία επανάληψη του 2008/9 δεν πρέπει υποχρεωτικά να αποκλείεται– όσα και αν είναι, όσο και ποιοτικά ανώτερα κι αν είναι τα εργαλεία στην διάθεση μας.
Διαβάστε επίσης