
Στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον η επιλογή-δίλημμα «όπλα ή βούτυρο» έχει ήδη αναπόφευκτα προκύψει. Η επανεξέταση της κατανομής των πόρων μεταξύ υπουργείων είναι έτσι αναγκαία.
Στο αναδιαμορφωμένο ελληνικό περιβάλλον, η επανεξέταση της κατανομής των πόρων μέσα στο κάθε υπουργείο είναι εξίσου αναγκαία. Γι’ αυτό και υποστηρίχτηκε (17/3) ότι ο νέος υπουργός εθνικής οικονομίας είναι λιγότερο τσάρος και περισσότερο διευθυντής ορχήστρας που πρέπει να βάλει σε τάξη 4-5 σταρ σολίστ. Η ισχύς του χρήματος (power of the purse) είναι σαφής και η υιοθέτηση μίας μορφής προϋπολογισμού μηδενικής βάσης (zero based budgeting) αποτελεί μερική λύση.
Πέρα από το ανωτέρω πλαίσιο, προβάλει και το θέμα της ανάπτυξης. Αν δεχτούμε τις ήδη αισιόδοξες προβλέψεις των διεθνών οργανισμών (Ε.Ε., ΟΟΣΑ, ΔΝΤ), το 2026 η χώρα μας θα αντιμετωπίσει οριακό ρυθμό ανάπτυξης του 1% — κι αυτό περιορίζει την διαθεσιμότητα των πόρων. Με δεδομένο το μοντέλο ανάπτυξης στο οποίο έχουμε αυτόεγκλωβιστεί, τι περισσότερο μπορούμε να κάνουμε για να τονώσουμε την επένδυση και την ανάπτυξη, δίνοντας ταυτόχρονα ανάσα στην αγορά από την ακρίβεια.
Το ελληνικό κράτος έχει την φήμη του κακοπληρωτή, όταν το ίδιο απαιτεί να είναι οι πολίτες καλοπληρωτές. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, τον Οκτώβριο του 2024 τα συνολικά χρέη του δημοσίου προς τους ιδιώτες ανήλθαν σε 3,5 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση περίπου 700 εκατ. ευρώ σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2023, όπου είχαν διαμορφωθεί σε 2,8 δισ.. Η αγορά στερείται δηλαδή το 1,2% του ΑΕΠ σε ροή χρήματος (cash flow). Οι αρνητικές οικονομικές και επιχειρηματικές επιπτώσεις είναι σαφείς.
Ηθικά, εξάλλου, προκύπτει το ζήτημα πως δεν μπορεί η κυβέρνηση με το ένα χέρι να δίνει επιδόματα και με το άλλο να αφαιρεί ρευστότητα από την αγορά. Η δημιουργία μίας ομάδας κρούσης (task force), όπως έγινε με τις συσσωρευμένες αιτήσεις για συντάξεις, θα μπορούσε να ξεχωρίσει την ήρα από το στάρι, να προτεραιοποιήσει τις καθυστερημένες επιστροφές που θέτουν σε κίνδυνο τις επιχειρήσεις και να διευκολύνει την μετάβαση σε μία πιο υγιή ανταγωνιστικά αγορά.
Η διευκόλυνση κυρίως προς τις επιχειρήσεις, θα μπορούσε να περιλάβει και τον φόρο επιτηδεύματος. Ήδη, καταργήθηκε για τα φυσικά πρόσωπα. Με δεδομένη, όμως, την ευνοϊκή πορεία στην σύλληψη της φοροδιαφυγής, ο Κυριάκος Πιερρακάκης θα μπορούσε να ερευνήσει την χρονική επιτάχυνση της κατάργησης του φόρου επιτηδεύματος. Είναι ένας ουσιαστικά άδικος φόρος, καθώς επιβαρύνει την άσκηση επαγγέλματος άσχετα αν η οικονομική δραστηριότητα είναι κερδοφόρα ή όχι. Κατά μία έννοια πρόκειται για κεφαλαιακό φόρο, κατάλοιπο των μνημονίων και της προσπάθειας να παταχθεί η φοροδιαφυγή και από την φύση του είναι επαχθής για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Αντί για την κατάργηση του το 2027, αυτή θα μπορούσε να γίνει το 2026. Είναι ίσως πιθανό, μάλιστα, ότι η δημοσιονομική επιβάρυνση δεν θα ξεπεράσει το 1 δισ. ευρώ και θα δώσει σημαντική ανάσα στην αγορά.
Στην ίδια λογική της επιβολής ενός φόρου που εισπράττεται «βρέξει-χιονίσει» είναι και ο ΕΝΦΙΑ. Το πρόβλημα είναι γνωστό και διττό: καταβάλλεται άσχετα με το αν υπάρχουν κέρδη ή ζημίες και, το χειρότερο, καλύπτει και τις παραγωγικές εγκαταστάσεις. Πρόκειται, δηλαδή, για φόρο στην παραγωγή – άσχετα με το οικονομικό της αποτέλεσμα. Στην ουσία αντικατοπτρίζει την έλλειψη εμπιστοσύνης που έχει το κράτος ως προς την ικανότητα και ακεραιότητα των δικών του μηχανισμών να συλλάβουν την φοροδιαφυγή.
Τι θα μπορούσε να γίνει; Πρώτον να εξαγγελθεί ότι σταδιακά, σε λογικό από δημοσιονομικής πλευράς χρονικό διάστημα, ο ΕΝΦΙΑ θα επιβάλλεται πλέον μόνο σε εμπορικά ακίνητα. Αυτό θα έχει ίσως θετική επίπτωση και στον τομέα της στέγασης. Δεύτερον, στον ενδιάμεσο χρόνο ο ΕΝΦΙΑ να μην επιβάλλεται σε ζημιογόνα βιομηχανική δραστηριότητα. Τρίτον, αν η βιομηχανική δραστηριότητα είναι κερδοφόρα να επιβάλλεται μόνο αν τα κέρδη υπερβαίνουν ένα ελάχιστο όριο απόδοσης επί της επένδυσης (return on investment)–= για παράδειγμα και μόνο αν τα κέρδη είναι διπλάσια του κόστους εξυπηρέτησης των δανείων της επιχείρησης (ως συγκριτικό μέγεθος).
Όλα αυτά βοηθούν κυρίως τις επιχειρήσεις, έμμεσα ενθαρρύνοντας και την επένδυση. Για τον πολίτη όπου το θέμα είναι η ακρίβεια, η στήλη έχει επανειλημμένα υποστηρίξει την ανάγκη να δραστηριοποιηθεί σε υπέρτατο βαθμό η Επιτροπή Ανταγωνισμού. Θα χρειαστεί, βέβαια, η αρμονική συνεργασία και συμφωνία του υπουργείου ανάπτυξης, αλλά δεν θεωρώ ότι ο Τάκης Θεοδωρικάκος δεν θα στήριζε ανάλογη πρόταση του Κυριάκου Πιερρακάκη – ιδιαίτερα μάλιστα αν του δίνονταν οι απαραίτητοι πόροι.
Ταυτόχρονα, όμως, θα χρειαστεί η συνεργασία και των δύο υπουργείων για να αρχίσει να εφαρμόζονται και στην χώρα μας το πλήρες φάσμα των δράσεων που προβλέπει το πρόγραμμα ΒΕPS (Base Erosion and Profit Shifting) του ΟΟΣΑ. Η χώρα μας έχει να επιδείξει σαφή θετική ανταπόκριση στο 1/3 των 15 δράσεων που προβλέπει το BEPS (στην τιμολόγηση μεταβιβαστικών συναλλαγών — transfer pricing—, στην δημοσιοποίηση εταιρικών στοιχείων σε όλες τις χώρες όπου λειτουργεί μία πολυεθνική, στην καταπολέμηση της κατάχρησης των ευνοϊκών φορολογικών διατάξεων μεταξύ κρατών). Στο το υπόλοιπο 1/3 απαιτείται συνεργασία με εταίρους μας (που προφανώς θα ήταν καλό να υπάρχει περισσότερη δημοσιοποίηση) και στο 1/3 που υπολείπεται μπορούμε να δείξουμε βελτίωση.
Ο Έλληνας πολίτης υποφέρει από το χαμηλό επίπεδο ανταγωνισμού που επικρατεί στην αγορά και γι’ αυτό δίκαια παραπονιέται. Το πρόβλημα έχει διαγνωστεί αλλά η μάχη εναντίον του δεν είναι τόσο αποτελεσματική όσο περιμένει ο πολίτης. Η συνεργασία των δύο υπουργείων στο θέμα αυτό θα μπορούσε να φέρει μία πιο ευνοϊκή για τον πολίτη κατάσταση στην αγορά.
Διαβάστε επίσης
Γιατί η αντιπολίτευση της καμένης γης δεν αποδίδει
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Καρυστιανού: «Παραπλανητικά» τα δημοσιεύματα για δημιουργία κόμματος από τους συγγενείς θυμάτων των Τεμπών
- Πρωτοδικείο Αθηνών: Πραγματοποιήθηκε η πρώτη εικονοτηλεδιάσκεψη ποινικής δίκης
- Ulyssia: Η Κιβωτός των 2,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων
- ΕΧΑΕ: Πώς απαντά ο Κοντόπουλος για την υπόθεση με τις τιμές κλεισίματος στην Εναλλακτική Αγορά
