Καταρχάς, τονίζω ότι δεν εκφράζω καμία ουσιαστική αντίρρηση. Η συγκεκριμένη εξέλιξη ήταν αναγκαία και αναπόφευκτη. Όφειλε να είχε εκδηλωθεί από καιρό. Την είχε σταματήσει πρώτα η πολιτική ανακατωσούρα της πρώτης πενταετίας των μνημονίων και, στην συνέχεια, η έλευση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία.
Με την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας τα πράγματα άλλαξαν. Διαπιστώθηκε το ευνοϊκό περιβάλλον, η σοβαρότητα, η διαχειριστική επάρκεια. Και οι ξένες επενδύσεις άρχισαν να εισρέουν.
Η πολύ καλή (δηλαδή η συγκριτικά φτηνή) τιμή διάθεσης των ελληνικών περιουσιακών στοιχείων τα έκαναν ιδιαίτερα ελκυστικά.
Σε άλλη στήλη του mononews επισημαίνεται ότι π.χ. η αξία της ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ σε ξένο χρηματιστήριο θα ήταν περίπου διπλάσια αυτής που δίνει το ελληνικό.
Είναι ένα μέτρο σύγκρισης.
Το θέμα δεν είναι, βέβαια, μόνο οι ελλείψεις στην διοίκηση του ΧΑΑ αλλά, πιο ουσιαστικά οι εκτιμήσεις των ξένων που εξακολουθούν να ενσωματώνουν στους υπολογισμούς τους ένα υψηλότερο συγκριτικά με πολλές από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, premium ρίσκου.
Για την μία χώρα που παραδοσιακά υποφέρει από χαμηλή αποταμίευση σε σχέση με την ανάγκη να χρηματοδοτηθεί ένας υψηλός ρυθμός ανάπτυξης, η εισροή ξένων κεφαλαίων είναι αυτή που καθορίζει την διαφορά ανάμεσα στην στασιμότητα και την δυναμική ανάπτυξη.
Μας είναι απαραίτητη. Κι εδώ ισχύει – καθ’ υπερβολή και λίγο άδικα — το αγγλικό ρητό «οι ζητιάνοι δεν επιλέγουν».
Ποια είναι τα «αλλά» τώρα;
Πρώτο, η χώρα εξακολουθεί να υστερεί στον τομέα των άμεσων ξένων επενδύσεων. Το βασικό πρόβλημα εντοπίζεται σε δύο σημεία: την ανεπάρκεια της δημόσιας διοίκησης και τις μεγάλες καθυστερήσεις στην δικαιοσύνη.
Και χρειαζόμαστε άμεσες ξένες επενδύσεις – greenfield investment – διότι μόνο έτσι θα προωθηθεί η αλλαγή στην δομή της παραγωγής.
Οι ξένες επενδύσεις που έρχονται για να εξαγοράσουν υπάρχουσα ελληνική εταιρεία ωφελούν με την έννοια ότι κατά κανόνα αυξάνουν την παραγωγικότητα και τις θέσεις εργασίας.
Ταυτόχρονα, βέβαια, αποτελούν έμμεση παραδοχή ότι εμείς δεν τα καταφέραμε – χρειαζόμαστε τα κεφάλαια και την τεχνογνωσία των ξένων καθώς και τις διασυνδέσεις τους με τις διεθνείς αλυσίδες αξίας για να βγούμε στην παγκόσμια αγορά.
Η κάθε τέτοια επένδυση αποτελεί μία υπενθύμιση των μεγάλων λαθών που έχουμε διαπράξει. Ταυτόχρονα συντηρεί την υπάρχουσα βάση παραγωγής.
Το δεύτερο «αλλά» αφορά την τάση να δίνουμε στους ξένους πάνω από το 50% ορισμένων μονάδων—ενώ θα μπορούσαμε κάλλιστα να λειτουργήσουμε σε μεγαλύτερο βαθμό με την μέθοδο της παραχώρησης.
To κορυφαίο λάθος
Το κορυφαίο παράδειγμα αυτού του λάθους είναι ο ΟΛΠ.
Σήμερα, για γεωπολιτικούς λόγους , η έντονη παρουσία των Κινέζων δημιουργεί προβλήματα.
Η χώρα μας θα μπορούσε άνετα να μην έχει πουλήσει τον ΟΛΠ αλλά να τον είχε παραχωρήσει.
Οι πρόσφατες εξελίξεις δικαιώνουν – δυστυχώς μετά θάνατο—τον αείμνηστο Νίκο Αναστασόπουλο.
Το τρίτο «αλλά» εστιάζεται στην ανάγκη να συνειδητοποιήσουμε ότι οι ξένες επενδύσεις της μορφής που έρχονται, τονώνουν την ανάπτυξη –με αναφορά στην αύξηση του ΑΕΠ—αλλά όχι το εθνικό εισόδημα (national income) που μειώνεται λόγω της εξαγωγής κερδών.
Θα κλείσω με μία τελευταία παρατήρηση. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις, αυτές που ξεκινούν από την αρχή – όπως για παράδειγμα της Μicrosoft – έχουν πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να φέρουν οφέλη που διαχέονται ευρύτερα στην κοινωνία, σε σύγκριση –π.χ.–με αυτήν που εξαγοράζει την Εθνική Ασφαλιστική.
Διαβάστε επίσης
Τα φετίχ των τραπεζών