Αντώνης Κεφαλάς-Αρθρογράφος
Η συνέντευξη του Ευκλείδη Τσακαλώτου (Καθημερινή 22/11) αποτελεί μνημείο των fake news. Στην περίοδο όπου ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει την ανάκαμψη του πατώντας στους θανάτους του κορωνοϊού, ο επικεφαλής των 53+ επιλέγει να παίξει το χαρτί της συναίνεσης, δήθεν αποκηρύσσοντας τις αρχηγικές του βλέψεις και συντασσόμενος με τον Αλέξη Τσίπρα. Οι απαντήσεις του χαρακτηρίζονται είτε από αοριστία είτε από την νοοτροπία της «από καθέδρας» και περιγράφουν κατάσταση που ελάχιστη σχέση έχει με την κοινωνία.
Η έννοια του fake news δεν αναφέρεται στο ψέμα μόνο. Αναφέρεται και στην προβολή και προώθηση γενικών θέσεων που διατυπώνονται με απόλυτη σιγουριά και τέτοια απλοποίηση που να εμφανίζονται στα μάτια του αποδέκτη ως αυταπόδεικτες. Σε τέτοιο σημείο, μάλιστα, που ο απλός πολίτης να αναρωτιέται αν είναι ηλίθιος που δεν το έχει δει και συνειδητοποιήσει.
Είναι τέτοια η εισδοχή της εικονικότητας στην καθημερινή ζωή, που στον ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να μην μπορούν να την ξεχωρίσουν από την πραγματικότητα. Ή, με άλλα λόγια, συγχέουν τις επιθυμίες τους με το τι συμβαίνει.
Ο Πολακισμός δικαιολογείται στο όνομα της ύπαρξης ενός δημοκρατικού κόμματος. Αποσιωπάται ότι αποτελεί την αποθέωση ενός επικίνδυνου για την δημοκρατία λαϊκισμού.
Ισχυρίζεται ότι η δεξιά μάχεται την αλλαγή. Η συνεχής νομοθέτηση ριζικών αλλαγών από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, όπως για παράδειγμα η ψηφιοποίηση του δημόσιου τομέα, η αναδιοργάνωση και ο νέος ρόλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η εισαγωγή του target model στην ενέργεια κ.α., βολικά ξεχνιούνται.
Η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να προτείνει συγκεκριμένα μέτρα για την διαχείριση της πανδημίας, διαφορετικά από αυτά της Ν.Δ. και ταυτόχρονα ρεαλιστικά, καλύπτεται με την υπόσχεση ότι το κόμμα του θα προτείνει «συνολικό πρόγραμμα ώστε ο κόσμος να κατανοήσει ότι μπορούν ουσιαστικά να αλλάξουν τα πράγματα». ΘΑ προτείνει.
Το μπάχαλο της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ στην περίοδο 2015-2019 δικαιολογείται με την απλοϊκότητα της θέσης ότι δεν υπήρχε η εμπειρία! Πρόκειται όχι απλά για fake news αλλά για θράσος. Πολύ απλά ο κ. Τσακαλώτος μας λέει «μάθαμε στου κασίδη το κεφάλι» και τώρα, αν εκλεγούμε, θα πάμε καλύτερα.
Στο θέμα της διαπλοκής απαντά ότι «η γνώμη του επιχειρηματικού κόσμου – το γνωρίζω από πρώτο χέρι—ήταν ότι οι συριζαίοι …δεν είναι διεφθαρμένοι». Και «ξεχνά» τους κκ. Παπά και Παπαγγελόπουλο, τους έντονους ψιθύρους όλης της επιχειρηματικής κοινότητας για τις μίζες που όφειλε να καταβάλει, τις εκατοντάδες καθυστερήσεις σε σχέδια και έργα, τις δεκάδες οργανισμούς που φτιάχτηκαν χωρίς να προσφέρουν έργο—απλά για να βολευτούν οι ημέτεροι.
Κατηγορεί τον Πρωθυπουργό ότι αποφασίζει με βάση το βραχύχρονο κομματικό συμφέρον. Δεν αναφέρει ούτε ένα απτό παράδειγμα, κι αυτό για έναν πρωθυπουργό που αντιμετωπίζει τρεις μεγάλες κρίσεις ταυτόχρονα. Το θάρρος της παραδοχής από τον Κυριάκο Μητσοτάκη ότι έγινε λάθος (με αναφορά στην καθυστέρηση επιβολής του lockdown), χρησιμοποιείται ως πολιτικός βρόχος, παραγνωρίζοντας ότι στην υπόλοιπη Ευρώπη έχουν γίνει πολλά περισσότερα και πολύ μεγαλύτερα λάθη. Ή, ότι ακόμη και οι ειδικοί σφάλουν όταν έχουν να αντιμετωπίσουν πρωτόγνωρες καταστάσεις.
Ο ΣΥΡΙΖΑ λειτουργεί σε κλειστό κύκλωμα. Ακούει αυτά που θέλει. Ή, τυφλωμένος από την εμμονική ιδεολογία του, δεν ακούει καθόλου.
Η μόνιμη επωδός της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού είναι μία: «ευτυχώς που δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Φαντάσου τι θα γινόταν τότε, με τις κρίσεις που αντιμετωπίζουμε.» Λαμβάνοντας υπόψη την εξομολόγηση του κ. Τσακαλώτου ότι δεν υπήρχε η εμπειρία – «ήμασταν ανύποπτοι…μετά μάθαμε» ο κόσμος μάλλον δίκαιο θα έχει.
Δυστυχώς, η καλοπροαίρετη κριτική δεν ανήκει στο γνωστικό πεδίο του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Δυστυχώς, μολονότι κόμμα μαρξιστικό, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει προχωρήσει σε μία βασική διαδικασία της αριστεράς: δεν ασχολήθηκε ποτέ να ερευνήσει τα αίτια της ήττας του. Δεν υιοθέτησε ποτέ μία από τις κορυφαίες αρχές της διαλεκτικής: την αυτοκριτική.
Όταν θα το κάνει – σε βάθος, αντικειμενικά και δημόσια– τότε θα έχει και το ηθικό δικαίωμα της κριτικής, τότε θα μπορεί να διεκδικήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών. Μέχρι τότε, η κριτική του και οι θέσεις του θα ακούγονται κούφιες. Και fake news.