Διαβάζω για τις συζητήσεις στην Ε.Ε. σχετικά με τους κανόνες της εποπτείας και αναρωτιέμαι αν οι κκ. Valdis Dombrovskis και Paolo Gentiloni παίζουν θέατρο ή είναι τόσο ποτισμένοι με τα μαγικά νούμερα της Συνθήκης για την Ανάπτυξη και την Σταθερότητα που χάνουν την επαφή με την πραγματικότητα.
Δεν είναι η πρώτη φορά που τα λεγόμενα σοκ παραγωγής φέρνουν πληθωρισμό. Η διαφορά τούτη τη φορά, όμως, είναι ότι αυτό συμβαίνει μετά από μία εικοσαετία διαρκούς αύξησης του δημόσιου χρέους και σε βαθμό που δεν έχει προηγούμενο τόσο ως προς την έκταση της και διάρκειάς της όσο και ως προς την τεράστια αβεβαιότητα που επιφέρει.
Οι κκ. Valdis Dombrovskis και Paolo Gentiloni θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι βρισκόμαστε σε εποχή πολέμου. Από την πλευρά αυτή, δεν έχει πλέον καμία σημασία τι θα συμβεί στην Ουκρανία. Το πρόβλημα της ενέργειας συνδέθηκε πλέον με την έννοια της δημοκρατίας και της ελευθερίας—οπότε θα αποτελεί από εδώ και πέρα μόνιμο αντικείμενο σύγκρουσης. Η σύγκρουση φέρνει κόστος. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Ινστιτούτου Bruegel το 2023 η Ε.Ε. θα χρειαστεί αντί για 10 δις. ευρώ 70 δις. ευρώ για να καλύψει τις ανάγκες της σε φυσικό αέριο.
Με ποιους κανόνες του Maastricht, με ποια μαγικά νούμερα του ΣΑΣ θα βρεθούν αυτά τα χρήματα;
Επιπλέον, οι δεσμοί εμπιστοσύνης που είχαν σταδιακά δημιουργηθεί ήδη από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου (ακόμη και με την αποδοχή της αρχής της αμοιβαίας καταστροφής) καθώς και στην συνέχεια μετά την πτώση του Τοίχους του Βερολίνου και την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, έχουν υποστεί μία μη αναστρέψιμη βαθιά ρωγμή. Ο πόλεμος του Putin άλλαξε το σκηνικό άρδην. Και μόνιμα.
Η Δύση και όσα άλλα κράτη θελήσουν να συνταχθούν θα αντιμετωπίσουν, λοιπόν, τρία βασικά πολιτικά και τρία βασικά οικονομικά προβλήματα.
Στον πολιτικό τομέα, τη νέα γεωπολιτική ισορροπία με τρεις αντί για δυο παίκτες, την αναθεωρητική Ρωσία και την Ευρώπη να επιχειρεί να επαναπροσδιορίσει τον ρόλο της.
Στην οικονομικό τομέα, την συσσώρευση χρέους, την εμφάνιση του πληθωρισμού και την ανάγκη να επανεφευρεθεί το κοινωνικό κράτος.
Η περίοδος από το τέλος της χρυσής τριακονταετίας 1945-1975 και μετά την πάροδο της ανατρεπτικής δεκαετίας 1975-1985, χαρακτηρίζεται πολιτικά από γεωπολιτική ρευστότητα και οικονομικά από τρία χαρακτηριστικά: την ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών, τον διαχωρισμό της νομισματικής από την δημοσιονομική πολιτική και την χρήση του επιτοκίου σε συνδυασμό με την ανακοίνωση συγκεκριμένου στόχου για τον πληθωρισμό.
Η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών υπέστη ένα πρώτο σημαντικό πλήγμα με την κρίση του 2008/9 και, στην συνέχεια, με την κρίση του ευρώ το 2012. Η πανδημία την αποτελείωσε. Σε μεγάλο βαθμό, οι κεντρικές τράπεζες έχουν γίνει σήμερα προεκτάσεις των υπουργείων οικονομικών. Με το πόλεμο στην Ουκρανία και την έναρξη της περιόδου νέου Ψυχρού Πολέμου, η ανεξαρτησία αυτή θα είναι πλέον μόνο στα χαρτιά.
Ακόμη κι αν, που είναι ένα μεγάλο «αν», θεωρήσουμε ότι ο πόλεμος θα λήξει χωρίς ευρύτερες επεκτάσεις και επιπτώσεις, εξελίξεις έχουν ήδη δρομολογηθεί που δεν ανακόπτονται. Μερικές από αυτές είναι η διαδικασία ενεργειακής απεξάρτησης της Ευρώπης από την Ρωσία, ο περιορισμός των διεθνών συναλλαγών, ο νέος γύρος αμυντικών δαπανών και η αναγκαιότητα να αναβαθμιστεί το κοινωνικό κράτος.
Είναι σαφές ότι η συσσώρευση χρέους έχει ήδη φτάσει σε επίπεδα που δεν αντιμετωπίζεται με τα κλασσικά εργαλεία της των πρωτογενών πλεονασμάτων και της ανάπτυξης, της σφιχτής νομισματικής πολιτικής και της αύξησης των επιτοκίων. Με τον πόλεμο του Putin, το δημόσιο χρέος θα αυξηθεί κι άλλο. Αν, λοιπόν, χρησιμοποιηθούν αυτά τα εργαλεία – πλην της ανάπτυξης—η παγκόσμια οικονομία θα οδηγηθεί πρώτα σε ύφεση και, στην συνέχεια, σε στασιμοπληθωρισμό.
Υποστήριξα (22/2) ότι η νομισματική χρηματοδότηση θα πρέπει να συνεχιστεί. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να αντιμετωπιστεί τούτη την περίοδο ταυτόχρονα η ανάγκη να αυξηθούν οι αμυντικές δαπάνες, να υλοποιηθεί η απεξάρτηση από την Ρωσία και να ενισχυθεί ουσιαστικά το κοινωνικό κράτος.
Η ανάπτυξη θα προσφέρει ένα μέρος της αναγκαίας χρηματοδότησης. Από εκεί και πέρα το πρόβλημα περιπλέκεται. Με τη νέα κρίση, έρχεται με ένταση στην επιφάνεια το γνωστό θέμα ότι σε μία πολύμορφη ευρωπαϊκή (και παγκόσμια) οικονομία δεν μπορεί να ισχύσουν οι ίδιοι κανόνες για όλους.
Ειδικά η Ε.Ε. θα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι τα μαγικά νούμερα της εποπτείας για το ύψος του δημόσιου χρέους και τα πρωτογενή ελλείμματα και έχουν ξεπεραστεί προ πολλού και δεν πρόκειται να ισχύσουν ξανά.
Τι μπορεί να γίνει; Θα υποστήριζα ότι στην παρούσα φάση της αυξημένης αβεβαιότητας και της προοπτικής ότι αυτή θα διατηρηθεί στο άμεσο μέλλον τρία είναι τα σημαντικά βήματα:
- Η κάθε χώρα πρέπει να αντιμετωπίζεται ξεχωριστά ως προς την οικονομική πολιτική που θα πρέπει να ακολουθηθεί.
- Η δημοσιονομική και η νομισματική πολιτική θα πρέπει να συνδυάζονται και να αντιμετωπίζονται ως μία ενιαία πολιτική
- Αν είναι απαραίτητο να υπάρξουν ορισμένοι κανόνες ως προς την σχέση χρέους προς ΑΕΠ οφείλουν να γίνουν δύο κρίσιμες αλλαγές:
-Το μέτρο για την συγκράτηση της σχέσης χρέους προς το ΑΕΠ πρέπει να αλλάξει και να υιοθετηθεί η σχέση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους προς το ΑΕΠ.
-Για την επόμενη πενταετία να μην υπολογίζονται στο χρέος οι δαπάνες που σχετίζονται με την άμυνα και την ενεργειακή απεξάρτηση.
Για πολλά χρόνια μάθαμε να ζούμε με ανύπαρκτο πληθωρισμό. Πέρα από την ανάπτυξη της έφεσης για δανεισμό, δημιουργήσαμε ένα καπιταλιστικό σύστημα που έχει ως κύριο και θεό τα λογιστικά κέρδη. Με την ίδια ευκολία που το χρηματιστήριο κόβει μέσα σε μερικά λεπτά τεράστια ποσά από τις κεφαλαιοποιήσεις των εταιρειών χωρίς να ανοίξει μύτη, με την ίδια ευκολία μπορούν να διαγραφούν τα χρέη που η κεντρική τράπεζα έχει συνάψει σε δικό της νόμισμα. Ακόμη πιο ριζοσπαστικά, μία παγκόσμια συμφωνία για την διαγραφή δημοσίων χρεών θα έδειχνε υπευθυνότητα απέναντι στις επερχόμενες γενιές και ανεξαρτησία πνεύματος από δοξασίες περασμένων αιώνων.
Διαβάστε επίσης
Η ώρα της αμείλικτης αλήθειας για την Ευρώπη