Σε συγκεκριμένες πτυχές του προϋπολογισμού αναφέρθηκε χθες η στήλη και τα πολλά σχόλια περιττεύουν. Παραβλέποντας την αβεβαιότητα που δημιουργούν οι εξελίξεις στον τομέα της αντιπολίτευσης, είναι τόσο τεράστια η ρευστότητα που επικρατεί στον εξωτερικό τομέα, ώστε μόνο θαυμασμός αξίζει στους συντάκτες του προϋπολογισμού για την θεσμική τους συνέπεια. Κατά μία έννοια μεγαλύτερη αξία θα είχε ένας μηνιαίος, άντε διμηνιαίος, προϋπολογισμός παρά ο ετήσιος. Δυστυχώς αυτό δεν γίνεται.
Γενικά, παρά την αναπόφευκτα έμμεση αισιοδοξία του, ο προϋπολογισμός δείχνει σχετικά ρεαλιστικός – μέχρι οι εξελίξεις να τον κάνουν… μη ρεαλιστικό. Στο λογικό πλαίσιο του 1.3 τοποθετείται η εισοδηματική ελαστικότητα της φορολογίας (και για τους αμέσους και τους έμμεσους φόρους) και οι ενδείξεις είναι ότι οι στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα, την αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών και το δημόσιο χρέος είναι σε αναμενόμενα επίπεδα. Θα πρέπει, πάντως, να παρατηρηθεί ότι το περιθώριο λάθους είναι εξαιρετικά μικρό, έως περίπου ανύπαρκτο, καθώς όλες οι προβλέψεις άνετα εμπίπτουν στο πλαίσιο του στατιστικού λάθους. Και, οπωσδήποτε, δεν υπάρχει πρόβλεψη για την οποιαδήποτε απόκλιση που θα φέρει μία αρνητική γεωπολιτική εξέλιξη, ένα αναπάντεχο οικονομικό γεγονός, μία καταστροφή.
Ως μάλλον αισιόδοξη εμφανίζεται η πρόβλεψη για τον πληθωρισμό , με την αποκλιμάκωση του να τοποθετείται στο 2,1% έναντι εκτίμησης 2,7% φέτος. Αντίθετα, μολονότι αποτελεί μερική απάντηση στην ακρίβεια, προβληματίζει μερικώς η πρόβλεψη για μέση ετήσια αύξηση των αμοιβών κατά 4,3%. Ο στόχος-πρόβλεψη δεν φαίνεται να είναι απόλυτα συμβατός με τον στόχο-πρόβλεψη για τον πληθωρισμό.
Εκ πρώτης όψεως ενθαρρυντική είναι η πρόβλεψη για αύξηση των επενδύσεων κατά 8,4% σε σύγκριση με εκτίμηση 6,7% το 2024. Αν, όμως, συνδυαστεί με τα στοιχεία που έδωσε στην δημοσιότητα η Τράπεζα της Ελλάδος, το θέμα των επενδύσεων γενικά προβληματίζει. Σύμφωνα με την κεντρική τράπεζα, πάνω από το 50% των ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα (που συμπεριλαμβάνονται στις συνολικές επενδύσεις) αφορά ακίνητα (real estate) που ελάχιστα ή και καθόλου συνεισφέρουν στην αύξηση της παραγωγικότητας.
Θα πρέπει να υπογραμμιστεί, εξάλλου, ότι η «εμμονή» του ξένου κεφαλαίου σε επενδύσεις αυτής της μορφής που είναι φυσικά άμεσα συνδεδεμένη με τα αναμενόμενα άμεσα κέρδη, ταυτόχρονα συνεισφέρει στο στεγαστικό πρόβλημα, στην αύξηση των ανισοτήτων και στον περαιτέρω εγκλωβισμό της χώρας σε ένα μεσοπρόθεσμα ατελέσφορο μοντέλο ανάπτυξης.
Η εικόνα αυτή πρέπει να συνδυαστεί με την ευρύτερη της διεθνούς επενδυτικής θέσης της χώρας, που δίνει την η διαφορά μεταξύ των απαιτήσεων και των υποχρεώσεων των κατοίκων της χώρας έναντι μη κατοίκων. Στο τέλος του 2019 η θέση ήταν αρνητική (χρωστούσαμε περισσότερα απ’ ότι μας χρωστούν) κατά 282,5 δισ. ευρώ. Έμεινε περίπου στα ίδια επίπεδα (287 δισ.) το 2020, αναπόφευκτα αυξήθηκε στα 314 δισ. το 2021 (επίπτωση της πανδημίας) μειώθηκε οριακά στα 298 δισ. το 2022 και το 2023 πήρε πάλι ανοδική πορεία στα 313 δισ. Ήδη στο δεύτερο δίμηνο του 2024 είναι στα επίπεδα των 307 δισ. και πολύ πιθανά θα χειροτερέψει μέχρι το τέλος του χρόνου.
Δύο είναι, έτσι, τα βασικά συμπεράσματα. Το πρώτο είναι ότι έχουμε ρεαλιστικό μεν—αν δεν υπάρξουν εκπλήξεις—προϋπολογισμό, με ελάχιστα όμως, περιθώρια λάθους ή παρέκκλισης. Το δεύτερο, ότι καλοί οι προϋπολογισμοί αλλά αν δεν αλλάξει το μοντέλο, σύντομα δεν θα έχουν ιδιαίτερη σχέση με την πραγματικότητα.
Διαβάστε επίσης
Προϋπολογισμός, ανάπτυξη και εξυπηρέτηση του χρέους