Αντώνης Κεφαλάς
Αφορμή δίνεται από την ακύρωση του διαγωνισμού για τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα. Δεν έχω κανένα προσωπικό ενδιαφέρον για τον συγκεκριμένο διαγωνισμό, δεν κρίνω αν όφειλε να ακυρωθεί ή όχι, δεν παίρνω θέση σε τίποτα που τον αφορά. Το θέμα μου είναι οι συνεχιζόμενες, διαρκείς, πολυπληθείς καθυστερήσεις σε τόσους διαγωνισμούς του δημοσίου. Μιλάμε για δεκάδες. Αν ο ακριβής αριθμός είναι εκατοντάδες δεν θα εκπλαγώ. Μιλάμε για διακομματικό φαινόμενο. Μιλάμε για χρόνια παθογένεια.
Η πρώτη επίπτωση είναι πως έτσι ουσιαστικά ακυρώνεται ένα σημαντικό μέρος της ατζέντας της κυβέρνησης. Της όποιας κυβέρνησης. Όταν η καθυστέρηση στην υλοποίηση ενός σημαντικού έργου φτάνει τα 5 ή και τα 10 χρόνια, σε ποια κυβερνητική συνέπεια μπορούμε να αναφερθούμε.
Η δεύτερη επίπτωση είναι ότι έτσι υφίσταται τις αρνητικές συνέπειες το κοινωνικό σύνολο. Η μεγάλη πλειοψηφία των διαγωνισμών αφορά την προσφορά δημόσιων αγαθών. Κλασσικό παράδειγμα τα λεωφορεία, οι οδικοί άξονες, τα διόδια. Οι καθυστερήσεις έχουν άμεση επίπτωση στην ποσότητα και την ποιότητα του δημόσιου αγαθού που ονομάζεται «μέσα μαζικής μεταφοράς». Η αρχή αυτή ισχύει σχεδόν για το σύνολο των δημόσιων διαγωνισμών. ΟΙ καθυστερήσεις πλήττουν τον κοσμάκη.
Η τρίτη επίπτωση είναι έτσι αναπόφευκτα αυξάνεται το κόστος: το διοικητικό κόστος διαχείρισης του διαγωνισμού (συγγραφή, προκήρυξη, έλεγχος ανάδειξη). Το κόστος του ίδιου του έργου – μόνο και μόνο από τον πληθωρισμό. Το κόστος κατασκευής επειδή κάπου αλλάζουν και οι προδιαγραφές. Τέλος δεν υπάρχει.
Ποιους συμφέρει αυτή η κατάσταση; Πρωταρχικά του ενδιαφερόμενους που έχουν χάσει την πρωτιά. Η συνηθισμένη αντίδραση είναι να ταλαιπωρηθεί ο νικητής με τις προσφυγές στα δικαστήρια – αστικά, διοικητικά, πρωτοβάθμια, εφετείου, Άρειο Πάγο. Πως δεν έχουν ποινικοποιηθεί μερικά είναι άξιο απορίας.
Στην σειρά έρχονται οι δικηγόροι με τις παχυλές αμοιβές – ιδιαίτερα στα διοικητικά δικαστήρια. Και ακολουθεί η διαφθορά – γνωστή αλλά πάντα ανώνυμη, πάντα σιωπηλή.
Τι φταίει; Πολλά, ίσως.
Σε πρώτο πλάνο θα έβαζα την κακή προετοιμασία των όρων διακήρυξης. Σκόπιμα ή άθελα ανοίγεται παράθυρο για τις μετέπειτα προσφυγές. Δεύτερο, η βιασύνη των πολιτικών να προκηρύξουν τον διαγωνισμό έστω και αν οι συνθήκες είναι ατελείς, προκειμένου να δείξουν την αποτελεσματικότητα τους—τι θα γίνει μετά ουδόλως ενδιαφέρει. Τρίτο, η νοοτροπία του Έλληνα χαμένου που προτιμά να καταστρέψει το έργο – να μην το πάρει κανείς ή όποιος το πάρει να καταραστεί την ώρα και την στιγμή—εφόσον δεν το πήρε ο ίδιος. Τέταρτο, η πολυπλοκότητα των όρων, που επίσης ανοίγει παράθυρα για προσφυγές. Πέμπτο, το σχετικά χαμηλό κόστος της προσφυγής. Έκτο, η διαφθορά – αλλά είπαμε: αυτή είναι κρυμμένη με επιμέλεια.
Τι μπορεί να γίνει; Πολλά, ίσως.
Ειδικοί στην συγγραφή των όρων, με άμεσες ευθύνες για τυχόν ατέλειες, ελλείψεις, αστοχίες. Υψηλότατο κόστος για την προσφυγή- που να την αποθαρρύνει. Σώμα εξειδικευμένων δικαστών, που να σκαμπάζει από τα τεχνικά και οικονομικά θέματα και να μην μαθαίνει στου κασίδη το κεφάλι. Νομοθετική ρύθμιση που να βάζει τους διαγωνισμούς «δημοσίου συμφέροντος» σε δικαστική λωρίδα ταχείας κυκλοφορίας.
Όλα αυτά είναι γνωστά – οπότε δικαίως θα ρωτήσει ο αναγνώστης σε τι χρησιμεύει η απαρίθμηση; Η απάντηση είναι απλή: μήπως και με την επανάληψη ακούσει κάποιος – πολύ περισσότερο πράξει κάποιος.
Η κοινωνία έχει συμβιβαστεί στην καθυστέρηση και στην διαφθορά. Όποιος πολιτικός επιθυμεί κι έχει τα κότσια ας ρωτήσει να μάθει – ανεπίσημα βέβαια. Το ερώτημα είναι αν θα βρεθεί το φιλότιμο να αντιμετωπιστεί θετικά, αποτελεσματικά, ταχύτατα αυτό το φαινόμενο;
Γιατί αυτή η βαλίτσα χρησιμοποιείται για πολλές δεκαετίες τώρα.
Διαβάστε επίσης
Οι ανόητοι και ανιστόρητοι φετφάδες και η μάχη για τη δημοκρατία