Οι επιδοτήσεις επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό άρα την τσέπη μας.
Η αγορά ενέργειας απελευθερώθηκε στην Ελλάδα το 2013, από τότε ισχύει η ρήτρα αναπροσαρμογής, η οποία θα ανασταλεί εν μέρει ή εν όλω (περιμένουμε τις αποφάσεις) από 1η Ιουλίου και η διαφορά θα φανεί στα τιμολόγια από το Σεπτέμβριο.
Η εφαρμογή της ρήτρας αναπροσαρμογής και οι σχιζοφρενικές αυξήσεις στα τιμολόγια ρεύματος, υπό τις παρούσες «πολεμικές συνθήκες» στην Ευρώπη, έχουν φέρει σε κατάσταση απελπισίας σχεδόν 7.000.000 εκατομμύρια νοικοκυριά στη χώρα.
Η κατάργηση της ρήτρας αναπροσαρμογής συνεπώς αποτελεί πλέον αδήριτη ανάγκη. Θα ανακουφίσει εκατομμύρια καταναλωτές, θα ισχυροποιήσει την πολιτική βούληση προστασίας του πολίτη ενόψει μάλιστα και εκλογών και θα ζημιώσει μόνο καμία δεκαριά επιχειρήσεις – παρόχους, σχεδόν όλες σοβαρές και με επενδύσεις πάντως, που έβγαλαν κέρδη αρκετά ως τώρα και μπορούν να «κάνουν κράτει».
Πώς λειτουργεί η ρήτρα σε βάρος του καταναλωτή
Με την απελευθέρωση της αγοράς από το 2013, οι καταναλωτές επιλέγουν έναν πάροχο, δηλαδή πωλητή ενέργειας με τον οποίο υπογράφουν συμβόλαιο με συγκεκριμένη τιμή ανά κιλοβατώρα για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Η αρνητική έκπληξη για εκατοντάδες χιλιάδες καταναλωτές οφείλεται φυσικά στα λεγόμενα ψιλά γράμματα. Όπως αναφέρουν οι πανομοιότυπες συμβάσεις, ο καταναλωτής δεσμεύεται να πληρώνει στον πάροχο την «ρήτρα αναπροσαρμογής χρεώσεων προμήθειας». Η ρήτρα δεν έχει συγκεκριμένη τιμή, έχει μόνο έναν μαθηματικό τύπο. Ο καταναλωτής δεσμεύεται λοιπόν να πληρώνει ένα επιπλέον ποσό κατά περίπτωση, με βάση το οποίο πληρώνει τον τελικό λογαριασμό.
Η ρήτρα αυτή «αναπροσαρμόζει» την τιμή (αυτήν που έχει συμφωνήσει ο καταναλωτής) με βάση τις διακυμάνσεις της τιμής της κιλοβατώρας στο Χρηματιστήριο Ενέργειας.
Ουσιαστικά δίνει νέα τιμή με αφετηρία τη μέση τιμή για τον προηγούμενο μήνα από τον μήνα της χρέωσης. Με τον τρόπο αυτό, η εταιρεία-προμηθευτής δεν έχει μεγάλο ρίσκο, αφού την αυξημένη τιμή ρεύματος στο Χρηματιστήριο Ενέργειας τη μετακυλίει στον καταναλωτή μέσω ρήτρας.
Δηλαδή αυξάνεται η χονδρεμπορική τιμή, αυξάνεται σχεδόν αυτόματα και ο λογαριασμός του ρεύματος.
Υπάρχουν επίσης παράμετροι στον τελικό λογαριασμό που καθορίζονται από τις εταιρείες με δύο λόγια δικλείδες ασφαλείας για τον πάροχο, αλλά και επιπλέον πληρωμή για κιλοβατώρες που ο καταναλωτής χρεώνεται τόσο στην σταθερή τιμή της κιλοβατώρας όσο και στην ρήτρα.
Τι λένε καθηγητές Πολυτεχνείου
Οι επικριτές του συστήματος (αναφερόμαστε σε σοβαρούς καθηγητές του ΕΜΠ και όχι στους φωνακλάδες για κομματικούς λόγους) εκτιμούν πως η ρήτρα είναι υπολογισμένη σε ένα κάτω όριο- βάση και σε ένα πάνω όριο-ταβάνι.
Μόνο που, όπως λένε το όριο κάτω από το οποίο μειώνονται οι τιμές δεν ενεργοποιείται συχνά ή και καθόλου, ενώ το όριο πάνω απ’ το οποίο αυξάνονται οι τιμές ενεργοποιείται πάντα με τις χονδρεμπορικές αυξήσεις.
Οι ίδιοι καθηγητές λένε επίσης ότι αυτό αντίκειται στους κανόνες του υγιούς ανταγωνισμού αφού μηδενίζει το ρίσκο για ένα επενδυτή-πάροχο και αμβλύνει τον ανταγωνισμό. Λένε επίσης πως η ΔΕΗ δεν ήθελε αρχικά να επιβάλλει τη ρήτρα και οι ανταγωνιστές την πίεσαν ασφυκτικά να το κάνει, αλλά αυτό δεν έχει επιβεβαιωθεί.
Όπως μας εξήγησε καθηγητής του ΕΜΠ «οι προμηθευτές ρεύματος έχουν ορίσει το όριο πέραν του οποίου ενεργοποιείται η ρήτρα θετικά ή αρνητικά, στο 0,04 (πάτωμα) – 0,05 (ταβάνι) €/kWh.
Λογικά αν η μέση τιμή της κιλοβατώρας στο Χρηματιστήριο τον προηγούμενο μήνα είναι μεταξύ 0,04 και 0,05 ευρώ, η ρήτρα δεν ενεργοποιείται και ο καταναλωτής πληρώνει μόνο την συμφωνημένη τιμή του ρεύματος. Εάν η τιμή αυτή είναι κάτω από 0,04 ευρώ/κιλοβατώρα, τότε η ρήτρα είναι αρνητική και λειτουργεί υπέρ του καταναλωτή. Αν η τιμή είναι πάνω από 0,05 ευρώ/κιλοβατώρα, τότε η ρήτρα ενεργοποιείται πληρώνει παραπάνω ο νοικοκύρης- καταναλωτής. Αυτή η απόφαση ανήκει μόνο στους παρόχους και δεν έχει να κάνει με κάποια απόφαση της ΡΑΕ ή του ΥΠΕΝ» λέει χαρακτηριστικά.
Με τα επίσημα στοιχεία που δίνει ο Διαχειριστής Μεταφοράς, ο ΑΔΜΗΕ η μεσοσταθμική τιμή αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας δεν έχει πέσει κάτω από 40 ευρώ/ Μεγαβατώρα (ή 0,04 ευρώ/κιλοβατώρα) από το 2014.
«Συνεπώς οι ίδιοι οι πάροχοι έφτιαξαν ένα κάτω όριο-πάτωμα που δεν έχει ενεργοποιηθεί από το 2014 ποτέ ώστε να ωφεληθούν και να πληρώσουν λιγότερα οι καταναλωτές. Όλοι αντιλαμβανόμαστε πως η περιβόητη ρήτρα ενεργοποιείται μόνο στην άνοδο των τιμών κάτι που ίσχυε και την περίοδο 2015-2019 την περίοδο διακυβέρνησης από το ΣΥΡΙΖΑ και τον κο Τσίπρα που φωνασκεί σήμερα» λέει ο κος καθηγητής.
Επιπλέον μας αποκαλύπτει πως η έναρξη υπολογισμού της ρήτρας αναπροσαρμογής, αυτή δηλαδή που θα συγκριθεί με το 0,05, δεν είναι η μεσοσταθμική τιμή της χονδρεμπορικής του προηγούμενου μήνα όπως ορίζει ο νόμος. Προσαυξάνεται με επιπλέον συντελεστές που επίσης καθορίζουν οι ίδιοι οι πάροχοι, με δικά τους κριτήρια. Υπολογίζουν δηλαδή 15% αυξήσεις πάνω στην χονδρεμπορική και επιπλέον ένα 0,015 ευρώ.
Εδώ όμως η ευθύνη είναι όντως της ΡΑΕ αφού στην ιστοσελίδα της αναφέρεται ξεκάθαρα ότι: «Οι συντελεστές α και β (οι προσαυξήσεις που αναφέραμε πριν) παρέχουν στον Προμηθευτή τη δυνατότητα ενσωμάτωσης κόστους που δύναται να προκύπτει από τη μεταβολή του βασικού μεγέθους x, εν είδει πρόβλεψης», όπως μας επισημαίνουν και άλλοι παράγοντες της αγοράς.
Άρα ο πάροχος έχει δικαίωμα να χρεώνει προκαταβολικά στον καταναλωτή, τυχόν μελλοντική μεταβολή της τιμής της ενέργειας, την οποία μεταβολή υπολογίζει κατά το δοκούν ο ίδιος ο πάροχος.
Να θυμίσουμε εδώ ότι η μεσοσταθμική τιμή αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας ήταν στα 75,5 ευρώ ανά Μεγαβατώρα το 2014, στα 50 το 2016, στα 72 το 2019 και τέλος εκτινάχθηκε στα 132 το 2021, πέρυσι.
Ένα γλαφυρό… παράδειγμα
Ο καθηγητής του ΕΜΠ μας δίνει ένα …γλαφυρό παράδειγμα:
Έχουμε νοικοκυριό με μηνιαία οικιακή κατανάλωση 1.000 κιλοβατώρες. Η ρήτρα αναπροσαρμογής που πληρώνει το νοικοκυριό είναι 267€ τον μήνα, που προστίθενται στα 110 ευρώ που πληρώνει για το ρεύμα στο ίδιο διάστημα.
Αν συνεπώς ο πάροχος χρεώνει την κανονική τιμή του ρεύματος με 0,11 €/kWh, τότε η ρήτρα αναπροσαρμογής, θα έπρεπε να ενεργοποιείται όταν η χονδρεμπορική ξεπερνά τα 0,11 ευρώ/κιλοβατώρα που είναι το συμβόλαιο του καταναλωτή.
Όμως ο καταναλωτής πληρώνει δύο φορές την τιμή της κιλοβατώρας μεταξύ 0,05 και 0,11 ευρώ αφού την χρεώνεται και μέσα στην τιμή του συμβολαίου και μέσα στη ρήτρα αναπροσαρμογής. Αν η αύξηση δεν υπολογιζόταν πάνω από το 0,05 €/kWh αλλά πάνω από την τιμή κόστους στην οποία πληρώνει ο καταναλωτής την κιλοβατώρα, η ρήτρα αναπροσαρμογής στο ίδιο νοικοκυριό θα ήταν 207 ευρώ δηλαδή 27% φθηνότερη. Αν επίσης δεν υπήρχαν οι προβλέψεις των παρόχων για μελλοντικές αυξήσεις, τότε θα ήταν 156 ευρώ δηλαδή σχεδόν η μισή τιμή από τα 267 ευρώ που πλήρωσε.
Η λύση συνεπώς, σύμφωνα με τον καθηγητή είναι η κατάργηση της ρήτρας που 8 χρόνια τώρα αλλά ιδιαίτερα το τελευταίο εξάμηνο αποδείχθηκε εξαιρετικά άδικη για τους καταναλωτές.
Διαβάστε επίσης: