Οι αγορές είναι πάντα νευρικές – οπότε η τρέχουσα κρίση θα μπορούσε να αποδοθεί σε αντιδράσεις που προκύπτουν από την νέα, διαρκώς μεταβαλλόμενη καθημερινότητα.
Η ανακοίνωση ότι τον Μάιο ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ έφτασε το 8,6% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα ένα χρόνο πριν, καθώς και η διαπίστωση ότι η μηνιαία άνοδος του πληθωρισμού έχει αυξηθεί από ένα μέσο όρο του 0,3% στο 1%, προξενεί πανικό στην Wall Street. Στην Ελλάδα το ΧΑΑ δεν θα μπορούσε να μην επηρεαστεί.
Δυστυχώς, αυτή η εικόνα είναι μέρος μόνο της πραγματικότητας. Οι αγορές αντιδρούν διότι οι οικονομολόγοι δεν έχουν πειστική και αποτελεσματική λύση στην κρίση με την οποία ξεκίνησε η δεκαετία του 2020. Με απλά λόγια: η μόνη λύση που διαφαίνεται είναι η ύφεση – οπότε τότε προκύπτουν και πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα.
Πολλοί θα μπορούσαν να ήταν οι παραλληλισμοί με την αντίστοιχη δεκαετία του 20ου αιώνα. Η ιστορία μας διδάσκει, βέβαια, αλλά σπάνια αντιγράφεται. ΟΙ συνθήκες του 2022 μπορεί να ξυπνούν φοβικές αναμνήσεις αλλά, από πλευράς ρεαλισμού, αυτές θυμίζουν περισσότερο την δεκαετία του 1980.
Πέρα, όμως, από τις ιστορικές αναδρομές που στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν θα είχαν τέλος, το βασικό πρόβλημα είναι αυτό που αναφέραμε πιο πάνω: τα οικονομικά, ως σώμα γνώσης, έχασε τώρα πλέον και την μικρή πιθανότητα που είχε να χαρακτηριστεί ως επιστήμη. Όπως και στον Μεσοπόλεμο, δεν γνωρίζει πώς να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα τον πληθωρισμό και τα συσσωρευμένα χρέη χωρίς να προξενήσει τεράστια πόνο στις χαμηλές εισοδηματικές τάξεις.
Σύμφωνα με υπολογισμούς που αναφέρει ο Economist, περίπου το 50% του πληθωρισμού οφείλεται στον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας και στην εμπλοκή της ενέργειας ως όπλο στην σύγκρουση Ρωσίας- Δύσης. Ταυτόχρονα:
• Η Κίνα δεν λειτουργεί ως ατμομηχανή της παγκόσμιας οικονομίας, και
• Ο συνδυασμός της πανδημίας του κορωνοϊού και της τεχνολογικής προόδου έχει αλλάξει τα δεδομένα στην αγορά εργασίας.
Συγκεκριμένα, στις μεν ΗΠΑ ένα σημαντικό μέρος του εργατικού δυναμικού έχει οικειοθελώς αποχωρήσει από την αγορά, μετά την εμπειρία του με τον κορωνοϊό.
Οι υψηλές μεταβιβάσεις εισοδήματος συνεισέφεραν στην εμφάνιση αυτής της μορφής της οικονομικής «ανεξαρτησίας», αλλά πολλοί κοινωνιολόγοι και ψυχολόγοι αναφέρονται σε αλλαγή αξιών. Ουσιαστικά, δηλαδή, σε μία αποστροφή από το μοντέλο ανάπτυξης που συνδύασε την ευτυχία σχεδόν αποκλειστικά με την απόκτηση περισσότερων αγαθών.
Παράλληλα, η ψηφιακή επανάσταση έχει δημιουργήσει μία μεγάλη ανισορροπία, όπως παρατηρεί ο νομπελίστας Χ. Πισσαρίδης, ανάμεσα στην ζήτηση και την προσφορά: οι επιχειρήσεις ψάχνουν για ανθρώπους με δεξιότητες που δεν έχουν οι άνεργοι. Λαμβάνοντας υπόψη του και την γενικότερη εικόνα που περιγράψαμε, ο Πισσαρίδης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η μακροοικονομική πολιτική λίγο – ή καθόλου—μπορεί να βοηθήσει στην διαχείριση της κρίσης.
Σε αντίθεση, όμως, με τους κληρονόμους του Keynes που (διόλου άδικα) επιμένουν στην χρήση χαλαρής δημοσιονομικής πολιτικής ως φάρμακο για την κρίση, ο Πισσαρίδης (επίσης ορθά) παρατηρεί ότι αυτό ενέχει τον κίνδυνο να ξεφύγει ο πληθωρισμός από τον έλεγχο.
Είναι σαφές ότι άμεση λύση δεν θα υπάρξει. Οι κυβερνήσεις της Δύσης θα συνεχίσουν την προσπάθεια να ελέγξουν τον πληθωρισμό χωρίς να οδηγήσουν την οικονομία σε μεγάλη ύφεση—ίσως διότι αναγνωρίζουν όχι το μάταιο της προσπάθειας αλλά τους πολιτικούς κινδύνους που ελλοχεύουν. ΟΙ νευρικές αγορές θα παραμείνουν νευρικές, το θέμα του χρέους θα επανέλθει στο προσκήνιο (στις αναδυόμενες οικονομίες θα υπάρξουν χρεοκοπίες, στις αναπτυγμένες το βάρος θα πέσει πρωταρχικά στον ιδιωτικό τομέα) και οι συζητήσεις για αναδιαρθρώσεις και διαγραφές θα αναζωπυρωθούν.
Λύση μπορεί να δοθεί σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα και εφόσον κυβερνήσεις και επιχειρήσεις συνειδητοποιήσουν ότι απαιτείται μία τεράστια συνδυασμένη προσπάθεια να καλυφθεί ο ψηφιακός διχασμός που με σιγουριά θα οδηγήσει πέρα από την οικονομική πτώση, σε επικίνδυνα για την δημοκρατία πολιτικά μονοπάτια.
Οι δημοκρατικές κυβερνήσεις και οι επιχειρήσεις που στηρίζουν την φιλελεύθερη δημοκρατία, οφείλουν να αντιληφθούν ότι το πρωταρχικό πρόβλημα είναι πολιτικό. Όπως έγινε με την επανάσταση που έφερε ο Keynes, η λύση του πολιτικού προβλήματος «περνά» μέσα από την οικονομία και η λύση για την οικονομία περνά μέσα από την εκπαίδευση: την παιδεία, την απόκτηση νέων δεξιοτήτων, την δια βίου μάθηση.
Ο άνθρωπος του 21ου αιώνα θα επιβιώσει αν αποκτήσει τα κατάλληλα εργαλεία που θα του επιτρέπουν να αλλάξει τρεις και τέσσερις φορές την δουλειά που κάνει. Που θα μπορεί να διαχωρίσει την παραπληροφόρηση από την πληροφόρηση, την αλήθεια από το ψέμα. Που θα ενδιαφέρεται ενεργά για την ποιότητα και την επάρκεια των δημόσιων αγαθών. Και θα μπορεί συνειδητά να επιλέξει ανάμεσα στην δημοκρατία και το αυταρχισμό.
Οι ξένες επενδύσεις, οι εξαγορές και συγχωνεύσεις, τα νέα κτίρια και καζίνα, οι …Αθηναϊκές Ριβιέριες και ο ακριβός τουρισμός είναι όλα απαραίτητα και επιθυμητά. Απλά δεν επαρκούν για να αντιμετωπίσει η χώρα μας την λαίλαπα που έρχεται.
Η συνδυασμένη, άμεση, αποτελεσματική επίθεση στην αμάθεια και την ημιμάθεια, η ανάπτυξη σύγχρονων γνωστικών πεδίων, η εκτεταμένη δια βίου μάθηση σε συνδυασμό με την απόκτηση των δεξιοτήτων που απαιτεί η παραγωγή στην εποχή της ψηφιακής επανάστασης, είναι μονόδρομος για την επιβίωση μας.
Διαβάστε επίσης