Μετά τις διεθνείς εκθέσεις ήταν η σειρά του ΚΕΠΕ να θίξει το θέμα της παραγωγικότητας στην Ελλάδα και, σε παράλληλη και άμεση σύνδεση, την ανισότητα στην κατανομή εισοδήματος.
Το έχω γράψει πολλές φορές, και πιστεύω πως πολλοί συμμερίζονται αυτήν την άποψη –πως το μοντέλο ανάπτυξης που ακολουθούμε ουσιαστικά από το 1953 και μετά, δεν συνάδει με θεμελιώδεις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας διότι δεν ευνοεί την ευρύτερη κατανομή του πλούτου. Το πρόβλημα γίνεται εύκολα αντιληπτό με ένα παράδειγμα.
Σε ετήσια βάση από το καλοκαίρι του 2022 στο καλοκαίρι του 2023, ο πληθωρισμός ήταν της τάξης του 4%. Καλώς εχόντων των πραγμάτων, αυτή η άνοδος των τιμών δεν είναι τραγική, ιδιαίτερα σε μία υπερχρεωμένη (η αναφορά είναι συγκεκριμένα στο ιδιωτικό χρέος) οικονομία όπως η δική μας. Αντίθετα, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ευνοϊκή εξέλιξη.
Παράλληλα, όμως, οι τιμές των τροφίμων αυξήθηκαν κατά περίπου 10% — επίσημα. Ανεπίσημα, ίσως και περισσότερο. Το θέμα της ακρίβειας έγινε έτσι πρωτοσέλιδο στα μέσα ενημέρωσης και καραμέλα στο στόμα της αντιπολίτευσης. Με διάφορα τρικ προσπαθεί να το αντιμετωπίσει η κυβέρνηση, αλλά στις ελεύθερες αγορές του καπιταλισμού-καζίνο, είναι εις μάτην.
Το πρόβλημα, βεβαίως, προέρχεται από το γεγονός ότι στην μεγάλη πλειοψηφία που συνθέτουν πλέον ανά τον κόσμο – οπότε και στην Ελλάδα—τα χαμηλά εισοδήματα, η αύξηση στις τιμές των τροφίμων συχνά ισοδυναμεί με αντίστοιχη ποσοστιαία μείωση της αγοραστικής αξίας, καθώς στα τρόφιμα δαπανάται το πιο σημαντικό μέρος του οικογενειακού προϋπολογισμού.
Παρουσιάζεται, έτσι, η εικόνα γενικευμένης ένδειας την στιγμή που εκθειάζεται η μακροοικονομική πορεία της οικονομίας μας. Πράγματι, με μέσο ρυθμό ανάπτυξης που σταθερά ξεπερνά το 2%, η Ελλάδα αποτελεί εξαίρεση – στην Ευρώπη και ευρύτερα.
Είναι σαφές ότι ο πλούτος που δημιουργείται δεν μοιράζεται με τρόπο που να διευκολύνονται τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα. Αυτό οφείλεται σε τρεις παράγοντες κυρίως:
- Την επικράτηση κυρίως ολιγοπωλιακών καταστάσεων στις αγορές
- Τη νόμιμη (και μη νόμιμη) μεταφορά πλούτου στο εξωτερικό
- Την δομή της ανάπτυξης που επικεντρώνεται στο real estate και στον τουρισμό.
Όλα αυτά είναι γνωστά και όχι μόνο στους επαΐοντες. Το πρόβλημα είναι πως ουσιαστικά δεν γίνεται τίποτα για να αλλάξει αυτή η κατάσταση. Θα περίμενε κανείς πως το αίσθημα κοινωνικής δικαιοσύνης και ο στόχος της πολιτικής σταθερότητας θα είχαν υπαγορεύσει αλλαγές όπως, για παράδειγμα, την μεγάλη ενίσχυση με χρήματα, ανθρώπινους πόρους, τεχνικά μέσα και νομοθετικά εργαλεία της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Η σημερινή εικόνα της που πασχίζει να ως καρυδότσουφλο να ανακόψει το τσουνάμι των μονοπωλίων και ολιγοπωλίων δεν συνάδει με αυτή ενός οργανωμένου κράτους του 21ου αιώνα που αναγνωρίζει την αναγκαιότητα της κοινωνικής συνοχής.
Το θέμα της φορολόγησης είναι επίσης προβληματικό. Όσο εμμένουμε στην σημερινή δομή, τόσο θα υπάρχουν προβλήματα είτε με την λαθεμένη σχέση ανάμεσα στους άμεσους και στους έμμεσους φόρους (που δεν βοηθούν την καταπολέμηση της ανισότητας) είτε με τις επαγγελματικές συντεχνίες που βρίσκουν τρόπους και ασκούν πιέσεις για να μην χαθούν κεκτημένα που ενθαρρύνουν την φοροδιαφυγή. Η φορολόγηση της διαφοράς ανάμεσα στα έσοδα και τα έξοδα με ταυτόχρονη ενίσχυση των φορολογικών μηχανισμών θα έλυνε πολλά προβλήματα.
Οφείλουμε ως κοινωνία αλλά και ως πολιτικός κόσμος, να συνειδητοποιήσουμε ότι το πρόβλημα της άνισης κατανομής των πόρων αντιτίθεται στην φιλελεύθερη δημοκρατία και, στο τέλος, την υπονομεύει. Ο μύθος της ελεύθερης αγοράς έχει βαθιά κλονιστεί – μολονότι οι υποστηρικτές της είναι πολλοί, ενεργοί και με μεγάλη επιρροή. Το τέλος τους, όμως, πλησιάζει και μαζί τους θα τελειώσουν όσοι πολιτικοί εξακολουθούν να τους στηρίζουν. Εκτός, βέβαια, κι αν το θύμα δεν θα είναι αυτοί αλλά η δημοκρατία.
Διαβάστε επίσης