Η χθεσινή εμπεριστατωμένη απάντηση του Κωστή Χατζηδάκη στα έωλα συνθήματα που έχει εξαπολύσει η αξιωματική αντιπολίτευση κατά των μεταρρυθμίσεων στον τομέα της εργασίας, θα μπορούσε να ήταν πράγματι αποστομωτική –αν ο υπουργός είχε απέναντι του ένα πολιτικά υπεύθυνο και κοινωνικά ευαίσθητο κόμμα.
Δυστυχώς για την Ελλάδα, αυτό δεν υπάρχει στο πρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ.
Το σημερινό εργασιακό καθεστώς επιβάλλει περιορισμούς που έχουν δύο σημαντικές προεκτάσεις: αποτρέπουν την αύξηση της απασχόλησης και δεν έχουν καμία σχέση με τα σύγχρονα κοινωνικά και οικογενειακά δεδομένα.
Το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμάχεται τις αλλαγές δεν είναι παράδοξο. Σε εναρμόνιση με τα συνδικάτα-σφραγίδα– τα απομεινάρια άλλης εποχής– η αξιωματική αντιπολίτευση ενδιαφέρεται να προστατέψει θέσεις εργασίας και, ταυτόχρονα, να εξωθήσει τους ανέργους στα άκρα, βάζοντας εμπόδια στην απασχόληση.
Με τον τρόπο αυτό ρίχνει θελκτικά δίκτυα στα θολά νερά της ατομικής, οικογενειακής ή και επιχειρηματικής οικονομικής κατάρρευσης, ώστε να μαζέψει μεγάλη ψαριά.
Ο Κωστής Χατζηδάκης αναρωτήθηκε γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν καταθέτει δικές του προτάσεις; Η απάντηση είναι απλή: τι θα πει για την προστασία του πατέρα από την απόλυση; Για την ευελιξία του εργαζόμενου να δουλέψει για μία περίοδο περισσότερο και να κάνει έτσι διακοπές για περίοδο μεγαλύτερη; Για την ψηφιακή κάρτα εργασίας που προστατεύει τον εργαζόμενο από την εκμετάλλευση και τον εκβιασμό; Για την προστασία της τηλεργασίας; Για τις γονικές άδειες;
Ο κατάλογος είναι μακρύς. Στην ουσία ο ΣΥΡΙΖΑ—και μαζί του οι ηγεσίες συνδικάτων — έχει τρομοκρατηθεί από τρεις αλλαγές:
-την διασφάλιση ότι η απόφαση απεργίας λαμβάνεται πράγματι από την πλειοψηφία των μελών και όχι από εργατοπατέρες,
-τους κανόνες που διέπουν την διαφανή λειτουργία των συνδικάτων μέσω και της εγγραφής τους σε μητρώο και
-την υποχρέωση των κλάδων κοινής ωφέλειας να προσφέρει σε περίπτωση απεργίας εγγυημένη εργασία από το 33% των μελών.
Είναι κανονισμοί που ισχύουν στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Κανονισμοί για μία εύρυθμη πολιτεία όπου ισχύει το κράτος του δικαίου. Ο ΣΥΡΙΖΑ, όμως, δεν έχει αυτούς τους στόχους. Στο DNA του τρέχει, η τυφλή άρνηση, η διαρκής αναστάτωση, το αιματηρό πεζοδρόμιο.
Τούτες τις ημέρες στο κόμμα επικρατεί ευφορία. Έχοντας δει τα αντιπολιτευτικά όνειρα του να γκρεμίζονται από τις πράξεις της Ν.Δ. και να σπάνε τα μούτρα τους στον τοίχο της κοινωνικής αδιαφορίας, τώρα αισθάνονται απελευθερωμένοι. Δοκίμασαν να το παίξουν σοσιαλδημοκρατικά και απέτυχαν παταγωδώς. Γυρίζουν τώρα σ’ αυτά που ξέρουν καλά, στη νοοτροπία του 3%, και νιώθουν ότι ξαναμπήκαν στα παπούτσια τους. Τώρα, μάλιστα. Κινούνται σε γνώριμο έδαφος.
Το ερώτημα αν η κοινωνία θα τους ακολουθήσει δεν τους απασχολεί. Νομίζουν, με βάση την εμπειρία τους, ότι έχουν ήδη κερδίσει το παιγνίδι. Θα τολμήσω την πρόβλεψη ότι το έχουν ήδη χάσει.
Άλλη ήταν η χώρα το 2010 και άλλη το 2020. Αυτή η τραυματική δεκαετία που ολοκληρώνεται με την μόνιμη παρουσία μίας ύπουλης, ψυχολογικά εξουθενωτικής, οικονομικά καταστρεπτικής και πολιτικά επικίνδυνης πανδημίας, άλλαξε την Ελλάδα ριζικά.
Παραβλέπει, εξάλλου, η αξιωματική αντιπολίτευση ότι η μνήμη της απόλυτα δυσλειτουργικής «πρώτη φορά Αριστερά» δεν έχει σβηστεί από θυμικό του πολίτη.
Δυστυχώς για την Ελλάδα, ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει εγκλωβισμένος στην σοβιετική ιδεολογία της καταγωγής του. Και επειδή δεν βρίσκει ανταπόκριση στην κοινωνία κινείται ολοένα και περισσότερο προς τα άκρα. Δεν είναι διόλου τυχαίο το γεγονός ότι τα μέλη του που προέρχονται από το «βαθύ ΠΑΣΟΚ» είναι στην ριζοσπαστική πρωτοπορία. Δεν αντιπροσωπεύουν ούτε στο ελάχιστο στην σοσιαλδημοκρατία που υπονοεί η «Προοδευτική Συμμαχία». Τελείως το αντίθετο: έχοντας μία ιδιαίτερα εύκαμπτη σπονδυλική στήλη πάνε με το κύμα. Και για να αποδείξουν τη νομιμοφροσύνη τους γίνονται βασιλικότεροι του βασιλέα.
Αχ, που είσαι καημένε Σάρτ;
Το μεγάλο ερώτημα, πλέον, δεν είναι τι θα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ; Είναι πως θα αναγεννηθεί το πολιτικό κέντρο;