Αντώνης Κεφαλάς – Αρθρογράφος
Το 1962, όταν η Ρωσία είχε συγκρουστεί με την Κίνα, μία γελοιογραφία του πασίγνωστου, διορατικού και δηκτικού Άγγλου Vicky έδειχνε τον τότε γενικό γραμματέα του ΚΚ της Σοβιετικής Ένωσης και ηγέτη της ,Khrushchev, ζαρωμένο σε μία γωνία, να τρέμει και απέναντι του μία μάζα κινέζων, όλων με την φάτσα του Mao να το κοιτάνε άγρια κρατώντας ένα πλακάτ που παράφραζε ένα από τα συνθήματα της Γαλλικής Επανάστασης γράφοντας «600 εκατομμύρια Κινέζοι δεν μπορούν να κάνουν λάθος».
Η γελοιογραφία έδειχνε ένα λαό ενωμένο, υπερήφανο για στην πίστη του, έτοιμο να πολεμήσει γι’ αυτήν – ακόμη και εναντίον συμμάχου.
Από τότε έχουν περάσει 60 χρόνια. Αυτή η εικόνα που με τόση ακρίβεια περιέγραφε η γελοιογραφία δεν έχει αλλάξει. Αντίθετα, σήμερα ισχύει ακόμη περισσότερο. Εδώ και ένα χρόνο περίπου η Κίνα δείχνει τον πραγματικό εαυτό της: την χώρα που έχει ισχύ, την επιδεικνύει και κυνηγά αυτά που θεωρεί ότι δικαιωματικά της ανήκουν.
Για δύο αιώνες περίπου η Κίνα αντιμετωπίστηκε από την Δύση εν μέρει ως αποικία της, εν μέρει ως προτεκτοράτο της, πάντα με περιφρόνηση, στην καλύτερη περίπτωση με συγκατάβαση. Από τα κτήρια τους στο Bund της Shanghai, οι μεγάλες δυνάμεις ασκούσαν επιρροή και εξουσία.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η νίκη του Mao Zedong επί του Chiang kai-Shek υποχρέωσε την Δύση να αποχωρήσει και η Κίνα πέρασε σε μία περίοδο σχεδόν διεθνούς απομόνωσης με μόνη σύμμαχο στην Ρωσία και την Β. Κορέα. Η προσπάθεια του Mao να εγκαθιδρύσει μία δεύτερη σοσιαλιστική οικονομία απέτυχε, παρά το αίμα που χύθηκε και τις κοινωνικές δομές που διαλύθηκαν.
Η απομόνωση άρχισε να σπάει σταδιακά, με πρωτοβουλία των ΗΠΑ (του τότε προέδρου Nixon και του υπουργού εξωτερικών Kissinger). Από εκεί και πέρα οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες. Μετά τον θάνατο του Mao, o Deng Xiaoping άλλαξε την πορεία της χώρας, δίνοντας μεγαλύτερη ελευθερία στους πολίτες, υιοθετώντας ορισμένες οικονομικές πρακτικές της Δύσης και καταπολεμώντας την διαφθορά.
Η καταστολή του κυρίως φοιτητικού κινήματος στην πλατεία Tiananmen καθόρισε τα όρια της προσωπικής ελευθερίας. Η εκτεταμένη χρήση της τεχνολογίας από το κράτος για την στενή παρακολούθηση των πολιτών την παγίωσε. Η επίθεση του Xi Jinping στις μεγάλες εταιρείες αλλά και στην κουλτούρα της Δύσης σε συνδυασμό με την συνταγματική αλλαγή που de facto τον καθιερώνει μόνιμο ηγέτη, σηματοδοτεί μία νέα εποχή για την Κίνα.
Και μία νέα εποχή αντιπαράθεσης με τις δημοκρατίες της Δύσης.
Στα τελευταία 30 χρόνια η Κίνα έχει καταφέρει συνδυάζοντας τον καπιταλισμό με τον αυταρχισμό να φτάσει να ανταγωνίζεται τις ΗΠΑ πολιτικά, αμυντικά και οικονομικά. Η εποχή της ταπείνωσης τέλειωσε. Αυτή της έπαρσης έφτασε. Ιστορικά, οι Κινέζοι βλέπουν τον συλλογικό εαυτό τους κατά μία έννοια ως έναν επιλεγμένο λαό. Η σημερινή ηγεσία της, το ασπάζεται.
Στην αρχή της ανόδου της η Κίνα αντέγραψε από το βιβλίο της Δύσης και χρησιμοποίησε την «απαλή ισχύ» (soft power). Σ’ αυτήν την στρατηγική εντάσσονται τα Ινστιτούτα Κουμφούκιου, η οικονομική δράση Road and Belt Initiative (π.χ. Πειραιάς), η εκτεταμένη παρουσία της με έργα υποδομών σε αναπτυσσόμενες χώρες (π.χ. Κένυα) και, πρόσφατα, η διπλωματία των εμβολίων – όπου επιχείρησε να δείξει ότι αυτή νοιάζεται για τις φτωχές χώρες.
Το πραγματικό πρόσωπο δεν άργησε να φανεί, όμως. Στην προσπάθεια να μειωθεί το βάρος εξυπηρέτησης των χρεών των αναπτυσσόμενων χωρών, η Κίνα δεν δέχτηκε να ενσωματώσει στην διευθέτηση τους οφειλόμενους τόκους. Το εμβόλιο δεν ήταν τόσο αποτελεσματικό όσο έλεγε. Τα έργα υποδομών γίνονταν με την εισαγωγή ακόμη και κινέζων εργατών. Η ποιότητα ήταν κατά κανόνα προβληματική. Οι συνθήκες με τις οποίες απασχολούσε τοπικό εργατικό δυναμικό κακές. Η δράση RΒΙ προκάλεσε αντιδράσεις καθώς φάνηκε ότι αποτελούσαν την αιχμή του δόρατος για να επεκταθεί η παρουσία τους σε μία οικονομία. Και τα Ινστιτούτα Κομφούκιου παρέμειναν αποκομμένα από την ανά τόπο πολιτιστική ζωή, καθώς η Κίνα ήλεγχε καθηγητές, ύλη και δράσεις.
Η αντίδραση στην κριτική είναι αυτή που δείχνει τα πραγματικά χρώματα της Κίνας. Ξεκινά, π.χ., από την διακοπή μετάδοσης των αγώνων μπάσκετ (ΝΒΑ) επειδή ο γενικός διευθυντής των Houston Rockets υποστήριξε τους διαδηλωτές στο Hong Kong. Συνεχίζεται, π.χ., με την επιβολή δασμών στα προϊόντα της Αυστραλίας επειδή η κυβέρνηση της υποστήριξε την έρευνα για την καταγωγή του κορονοϊού. Επεκτείνεται με την απομπή επτά ανταποκριτών της Wall Street Journal επειδή δημοσίευσαν άρθρο περιγράφοντας την Κίνα ως «The Sick man of Asia”.
Η Κίνα θέλει την κυριαρχία. Ήδη ανέτρεψε την συμφωνία για το Hong Kong, με την απροκάλυπτη καταστολή προσωπικών ελευθεριών. Έχει στρατικοποιήσει διεθνή ύδατα στη Νότια Θάλασσα της Κίνας. Και ξεκάθαρα επιδιώκει την κατάκτηση της Ταϊβάν.
Η σύγκρουση θα αποφευχθεί μόνο αν οι ΗΠΑ αποδεχτούν ότι το Ανατολικό Ημισφαίριο ανήκει στην σφαίρα επιρροής της Κίνας. Δηλαδή, μόνο αν οι ΗΠΑ οικειοθελώς τοποθετηθούν ως μία Ατλαντική δύναμη. Διαφορετικά, όπως έγραψε ο Economist πριν από μερικούς μήνες, η Ταϊβάν είναι αυτή την στιγμή το πιο επικίνδυνο σημείο στον κόσμο.
Η Κίνα δεν κρύβει τις προθέσεις της. Ορίζει τις έννοιες της εθνικής κυριαρχίας και κοινωνικής σταθερότητας με τρόπο που της δίνει το αναφαίρετο δικαίωμα να μην ανέχεται καμία κριτική ή αντίδραση. Ξεκάθαρα δηλώνει ότι η Ταϊβάν πρέπει να ενωθεί ξανά μαζί της και ότι αυτό θα γίνει οπωσδήποτε. Δεν διστάζει να καταπατά τα δικαιώματα κρατών όπως η Μαλαισία, Ινδονησία, Φιλιππίνες, Βιετνάμ προκειμένου να διασφαλίσει τον πλήρη έλεγχο της ναυσιπλοΐας και των πόρων στη Νότιο Θάλασσα. Και έχει αναπτύξει όχι μόνο τον μεγαλύτερο στρατό στον κόσμο αλλά έχει κάνει άλματα στην αμυντική τεχνολογία που έχουν αφήσει τις ΗΠΑ πίσω.
Ο διαχωρισμός, λοιπόν, σε ημισφαίρια επιρροής είναι το καλό σενάριο. Η θερμή σύγκρουση το κακό. Για την τύχη της δημοκρατίας ας μην μιλήσουμε τώρα.