Οι επιπτώσεις τους είναι παγκόσμιες αλλά στην Ελλάδα, με τα σιωπηρά χειροκροτήματα του ΣΥΡΙΖΑ, το 2ο κόμμα της αντιπολίτευσης επιλέγει να αναδείξει άλλο θέμα. Σίγουρα θα κατηγορηθώ ως κυνικός –αλλά αν δεν κάνω λάθος ο κ. Ανδρουλάκης δεν ήταν ο μόνος με παγιδευμένο τηλέφωνο. Δεν διάβασα για παρόμοιες αντιδράσεις σε άλλα κράτη – που πάντως δεν φαίνεται να υστερούν στην προσήλωση τους στην δημοκρατία σε σύγκριση με την Ελλάδα.
Η σταδιακή αποκαθήλωση του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και ειδικά του νέου αρχηγού του είχε προβλεφθεί από την πρώτη στιγμή της εκλογής του. Παλαιότερα είχα παραφράσει γράφοντας στην στήλη αυτή μία φλεγματική δήλωση Άγγλου πολιτικού με αναφορά στους Φιλελεύθερους: «με το Συντηρητικό κόμμα και έχει μετακινηθεί προς τα αριστερά, και το Εργατικό προς τα δεξιά, το κόμμα των Φιλελευθέρων τώρα κατέχει μία θέση φαντασίας στο πολιτικό φάσμα».
Δεν θα μπορούσα να σκεφτώ καλύτερη παρομοίωση για το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ.
Το πρόβλημα, τόσο για τον ΣΥΡΙΖΑ όσο και για το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ είναι ότι ο Πρωθυπουργός κινείται με άνεση στο διεθνές σκηνικό – πράγμα που ούτε ο Αλέξης Τσίπρας ούτε ο Νίκος Ανδρουλάκης (παρά την ευρωπαϊκή πατίνα που υποτίθεται πως έχει πάρει) μπορούν να κάνουν.
Επιπλέον, γνωρίζοντας ότι οι εκλογές σπάνια κερδίζονται με την εξωτερική πολιτική και μόνο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης προβάλει μία σύνθετη εικόνα όπου οι πολιτικές του δεν υπαγορεύονται μεν από τα εξωγενή γεγονότα αλλά πάντως τα λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους. Έμμεσα, έτσι, είναι ως να λέει στον πολίτη «μην ανησυχείς, εμείς είμαστε εδώ, γνωρίζουμε, παρακολουθούμε.»
Για την επιτυχία της Συνθήκης των Πρεσπών, ο ΣΥΡΙΖΑ πλήρωσε βαρύ τίμημα. Έκτοτε, έχοντας χάσει το βάθος στρατηγικής σκέψης του Νίκου Κοτζιά, η εξωτερική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ είναι ανύπαρκτη. Για τον κ. Ανδρουλάκη τι να πει κανείς; Είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ στις Βρυξέλλες και στο Στρασβούργο. Φαντάζομαι ότι είναι το τίμημα που πληρώνεται όταν προσπαθείς να ισορροπήσεις ανάμεσα σε δύο βάρκες. Το σώμα ήταν στην Ευρώπη, το μυαλό στην Ελλάδα. Το κόστος της εκλογικής νίκης για την αρχηγία είναι η σχεδόν απόλυτη εσωστρέφεια.
Και όλα αυτά, όταν από χθες στην Ταϊβάν είδαμε την αρχή ενός παιγνιδιού που θα διεξάγεται πλέον με όρους κλασσικού Ψυχρού Πολέμου. Το θέμα δεν είναι απλά ότι η επίσκεψη της Pelosi επηρεάζει τα σχέδια του Xi Jinping για 3η θητεία. Σε μακρόχρονη βάση τείνει να επιβεβαιώσει την ανατροπή που έφερε η εκλογική ήττα του Kuomintang (KMT) και η ανάδειξη στην εξουσία του Democratic Progressive Party. Ενώ το Kuomintang επεδίωκε τις καλές σχέσεις με την Κίνα και ήταν αυτό που είχε υπογράψει την Συμφωνία του 1992 που αναγνώριζε την ύπαρξη μίας Κίνας, το DPP έχει πάει προς την αντίθετη κατεύθυνση, υποχρεώνοντας την Κίνα να αναθεωρήσει και την δική της στάση.
Ξένοι ειδικοί, όπως ο Minxin Pei, βάσιμα υποστηρίζουν ότι η Κίνα δεν θα διακινδυνεύσει στο άμεσο μέλλον (ίσως σε βάθος 5-10 ετών) πολεμική επιχείρηση κατά της Ταϊβάν. Είναι σαφές, όμως, ότι η Κίνα θα αρχίσει να προκαλεί τις ΗΠΑ, να αμφισβητεί έμπρακτα την παρουσία τους στην περιοχή και ιδιαίτερα στα Στενά της Ταϊβάν και να επιδιώκει ακόμη και ένα θερμό (αλλά ελεγχόμενο) επεισόδιο. Αυτές οι εξελίξεις είναι που έχουν δρομολογηθεί με την επίσκεψη Pelosi.
ΟΙ διεθνείς εξελίξεις πείθουν ότι ο νέος Ψυχρός Πόλεμος είναι εδώ. Θα επηρεάσει την οικονομία και την πολιτική, θα διχάσει την κοινωνία και πάντως δεν θα τελειώσει όπως ο προηγούμενος με την κατάρρευση της μίας πλευράς. Η μάχη μεταξύ αυταρχισμού και δημοκρατίας δεν τελειώνει εύκολα και αναίμακτα.
Μπροστά σ’ αυτά τα συνταρακτικά παγκόσμια γεγονότα, η ελληνική αντιπολίτευση ομφαλοσκοπεί—και μάλιστα με τρόπο προκλητικό και σε βαθμό επικίνδυνο για την χώρα.
Διαβάστε επίσης