Για τον λόγο αυτόν, ακριβώς, αναλώνεται σε στείρες συζητήσεις για την ονομασία του και την θέση του.
Ο Χάρης Καστανίδης κόπτεται για την ταμπέλα «ΠΑΣΟΚ».
Ο Ανδρέας Λοβέρδος θεωρεί πως το πρόβλημα είναι η ηγεσία, που έχει εγκλωβιστεί στη νοοτροπία του μικρού κόμματος.
Ο Νίκος Ανδρουλιδάκης ονειρεύεται ένα νέο σχηματισμό ανάμεσα στο «ΚΚΕ του κέντρου» και το Γερμανικό SPD.
Και η Φώφη Γεννηματά υπεραμύνεται του δικού της κατεστημένου.
Καμία από τις θέσεις αυτές δεν προσφέρεται ως βάση για εναλλακτική πρόταση εξουσίας. Η ιστορία της μεταπολίτευσης το εξηγεί.
Το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου ικανοποίησε μία μεγάλη απαίτηση του ελληνικού λαού, που η δεξιά του Κωνσταντίνου Καραμανλή αγνόησε. Ο Εθνάρχης πέτυχε ως ένα βαθμό να συμφιλιώσει το κράτος και μέρος της δεξιάς με την άκρα αριστερά και να διαφυλάξει την δημοκρατία αλλά δεν έδωσε στις μικροαστικές τάξεις που είχαν ευνοηθεί οικονομικά από την δικτατορία την ασφάλεια της κοινωνικής πρόνοιας που ζητούσαν. Αντίθετα, παρασυρόμενος από το Γαλλικό πρότυπο του κρατικού παρεμβατισμού – που βασίζεται όμως σε μία στέρεα και αποτελεσματική δημόσια διοίκηση—επενέβη άτσαλα στην οικονομία, ακύρωσε σε μεγάλο βαθμό τους μοχλούς της ανάπτυξης και δημιούργησε τις βάσεις για την κρατική επέλαση του ΠΑΣΟΚ. Έθεσε, όμως, τα θεμέλια για την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας—γεγονός που μετέπειτα την διαφύλαξε από φοβερές περιπέτειες.
Το ΠΑΣΟΚ ανταποκρίθηκε με το ΕΣΥ, την συνέχιση της πολιτικής αύξησης μισθών ασύνδετης με την αύξηση της παραγωγικότητας και την περαιτέρω επέκταση της παρουσίας του κράτους στην οικονομία, κτίζοντας πάνω στον όγκο των 100 κρατικών επιχειρήσεων και οργανισμών που άφησε η Ν.Δ. Εσωτερικά πήγε μία χαρά. Εξωτερικά, στον μεν πολιτικό τομέα τα συνθήματα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» και «έξω οι βάσεις του θανάτου» βολικά ξεχάστηκαν. Στον οικονομικό τομέα, όμως, οι κρίσεις στο ισοζύγιο πληρωμών οδήγησαν σε υποτιμήσεις της δραχμής και σε αναδίπλωση της πολιτικής.
Η Ν.Δ. του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη έφερε πολλά βαρίδια: απροσδιόριστη ιδεολογία, με διακυμάνσεις ανάμεσα στην Καραμανλική παράδοση, την Αβερωφική δεξιά, την ουσιαστικά απολιτική θέση Ράλλη και την κληρονομιά της Ένωσης Κέντρου. Κατάφερε, όμως, να γλυτώσει την οικονομία από τον κατήφορο, όχι όμως να κατευνάσει τον εθνικισμό της δεξιάς πτέρυγας της. Η πτώση της και η υγεία του Ανδρέα Παπανδρέου έστρωσαν τον δρόμο για τον Σημίτη και την κεντροαριστερά. Λίγοι θυμούνται πόσο κοντά έφτασε το Άκης Τζοχατζόπουλος στην ηγεσία.
Ο Κώστας Σημίτης επιχείρησε να φέρει το ΠΑΣΟΚ προς το φιλελεύθερο κέντρο. Πέτυχε στα πρώτα έξη χρόνια, κραδαίνοντας την προοπτική της ένταξης στο ευρώ, για να ακυρώσει την αντίδραση από το βαθύ ΠΑΣΟΚ. Η ένταξη το 2002 που ήταν και η μεγαλύτερη επιτυχία του σήμαινε ταυτόχρονα και το πολιτικό του τέλος. Η αριστερά του ΠΑΣΟΚ είχε τώρα την ευκαιρία να ανασυνταχθεί και να δείξει τα δόντια της.
Αυτός ο εμφύλιος οδήγησε στην αναποτελεσματική διαχείριση της περιόδου 2002-2004 με αποκορύφωμα την αποτυχία της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης και την άνοδο μίας Ν.Δ. που στερείτο σχεδόν οποιασδήποτε ιδεολογίας. Αντιπροσωπευτικά, στο σημείο αυτό, ήταν τα συνθήματα της: «μηδέν ανοχή στην διαπλοκή» και «επανίδρυση του κράτους». Η οικονομική διαχείριση της, όμως, αποδείχθηκε ελλειμματική. Η κρίση του 2008/9 την έπιασε απροετοίμαστη. Η Ελλάδα, με την βοήθεια των λαθών της κυβέρνησης Γιώργου Παπανδρέου, πέρασε στο στερέωμα των μνημονίων.
Στην περίοδο που ακολούθησε η ιδεολογία δεν έπαιξε ρόλο. Οι συνθήκες οικονομικής κατάρρευσης και σκληρής εποπτείας, έφεραν τον πραγματισμό στο προσκήνιο και τον διχασμό στην κοινωνία. Η αριστερά έγινε αντί-μνημονιακή, η δεξιά μνημονιακή. αριστεράΟι κομματικές διαχωριστικές γραμμές έσπασαν. Με εξαίρεση τους λίγους μήνες της κυβέρνησης Παπαδήμου που χαρακτηρίστηκε από την διαχειριστική της επάρκεια και τους πρώτους 12 μήνες της κυβέρνησης Σαμαρά που μερικώς ορθοπόδησε την οικονομία, ο παραδοσιακός ιδεολογικός διαχωρισμός ατόνησε.
Στον ΣΥΡΙΖΑ οφείλει η χώρα την επαναφορά στην… ομαλότητα. Η απόλυτη διαχειριστική ανεπάρκεια του κατέδειξε την ανάγκη να υπάρξει ένα σοβαρό και αποτελεσματικό κράτος. Η απόλυτη ασυνέπεια του ανάμεσα στην ιδεολογία του και στις πράξεις του, ο πολιτικός αμοραλισμός του και οπορτουνισμός του, ανέδειξαν την ανάγκη να υπάρξει ξανά σαφής ιδεολογικός προσανατολισμός.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ο πρώτος ηγέτης της Ν.Δ. που το κατανόησε και κινήθηκε ανάλογα. Για πρώτη φορά στην μεταπολίτευση είναι απόλυτα σαφής η πολιτική τοποθέτηση του κόμματος: ανήκει στην κεντροδεξιά. Τι σημαίνει αυτό; Διαχειριστική επάρκεια με βάση τον ρεαλισμό και την επιστήμη και αναγνώριση των διακριτών ρόλων του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Η Ν.Δ. πατά πράγματι σε δύο βάρκες, στο κέντρο και στην δεξιά, αλλά καμία δεν σηκώνει τρικυμία. Ως πολυσυλλεκτικό πλέον κόμμα έχει διαφωνίες. Κόντρα στις εκτιμήσεις (μάλλον τις επιθυμίες) του ΣΥΡΙΖΑ η ηγεσία του δεν αμφισβητείται, η ηγεμονία του δεν κινδυνεύει.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επίσης προσπαθεί να πατήσει σε δύο βάρκες: στην αριστερά και στο κέντρο—με την διαφορά ότι η αριστερά ξεσηκώνεται κάθε φορά που βλέπει ότι το σκάφος γέρνει προς το κέντρο. Εξάλλου, αντιμετωπίζει την εισροή των στελεχών από το βαθύ ΠΑΣΟΚ με τεράστια δυσπιστία –κι αυτό κάνει το εγχείρημα της υλοποίησης του νοήματος των «προοδευτικών δυνάμεων» ακόμη πιο δύσκολο.
Τι είναι λοιπόν σήμερα και τι αντιπροσωπεύει το ΚΙΝΑΛ; Επιδιώκει να κατακτήσει ένα χώρο ανάμεσα στη Ν.Δ. και τον ΣΥΡΙΖΑ-Π.Δ. Η αριστερή πτέρυγα του, το βαθύ ΠΑΣΟΚ του Άκη συν μερικοί οπορτουνιστές που εγκατέλειψαν μάνι-μάνι τον Γιώργο Παπανδρέου, έχει ενταχθεί στον ΣΥΡΙΖΑ. Ένα μεγάλο μέρος του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη έχει ενταχθεί στη Ν.Δ. Και τα δύο αυτά κόμματα διεκδικούν ότι έχει απομείνει από το παλιό ΠΑΣΟΚ.
Το ίδιο, ποια πρόταση εξουσίας έχει να καταθέσει που να το διακρίνει και από τις δυνάμεις που το πλευροκοπούν και ταυτόχρονα να διατηρεί ακέραια την ταυτότητα του;
Δυστυχώς απάντηση δεν υπάρχει. Ελπίδα και ζωή δίνει μόνο η προοπτική ότι μέρος των ψηφοφόρων που δεν εντάσσονται ούτε στην κεντροδεξιά ούτε στην κεντροαριστερά θα στραφούν προς το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ, καθώς για κάποιους λόγους (;) θα έχουν απογοητευτεί από τους δύο μεγάλους μονομάχους. Δηλαδή, προσβλέπει να προσελκύσει μία άμορφη και χωρίς ξεκάθαρη ιδεολογική κατεύθυνση μάζα.
Υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσε αυτή η καθαρά περιστασιακή πολιτική να πετύχει. Δυστυχώς για το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ οι παγκόσμιες εξελίξεις θέτουν τους πολίτες ενώπιον μεγάλων κινδύνων και σκληρών επιλογών. Τρία είναι παγκόσμια προβλήματα: οι τεράστιες ανισότητες, η κλιματική αλλαγή και οι πανδημίες. Και τα τρία οδηγούν σε ιδεολογικές ανατροπές που απαιτούν νέες συμμαχίες. Το πιο καθοριστικό είναι η ανάγκη να αλλάξει η σημερινή δομή και λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος ώστε να αντιμετωπίσει τις ανισότητες και να παραμείνει δημοκρατικό. Η δεξιά είναι υποχρεωμένη να μετατραπεί σε κεντροδεξιά και να «κλέψει» τα ρούχα της αριστεράς, που αν η ίδια δεν μετατραπεί σε κεντροαριστερά θα καταδικαστεί σε αιώνια πολιτική εξορία.
Η ίδια λογική ισχύει και για τα δύο άλλα προβλήματα και παράλληλα, από την …ανάποδη. Η κλιματική αλλαγή απαιτεί μεγαλύτερο κρατικό παρεμβατισμό, αλλά με την διαχειριστική επάρκεια που να υιοθετεί πολιτικές βασισμένες στα επιστημονικά δεδομένα και όχι στην ιδεολογία. Η αριστερά καλείται εδώ να «κλέψει» τα ρούχα της δεξιάς, που με την σειρά της οφείλει να είναι κεντροδεξιά για να μην καταδικαστεί με την σειρά της στο πολιτικό περιθώριο.
Τα δύο μεγάλα κόμματα οφείλουν να μαλώνουν για την κατάκτηση του κέντρου. Αν υπάρχει χώρος για μορφώματα όπως το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ, αυτός ορίζεται από την ικανότητα να υιοθετήσει ένα σύνθημα, μία γραμμή, μία σημαία – και όχι να εμφανίζεται συνολικά ως εναλλακτικό κέντρο εξουσίας. Μπορεί, π.χ., να γίνει ένα αμιγώς «πράσινο» κόμμα. Ή, ένα κόμμα που να μάχεται αποκλειστικά την εισοδηματική ανισότητα ή τον ψηφιακό διχασμό.
Πολύ απλά, η επιβίωση του εξαρτάται στο αν μπορεί να μετουσιωθεί σε κίνημα που να εκφράζει μία βασική συνιστώσα ανησυχίας της κοινωνίας και ανάλογα να συνάπτει συμμαχίες. Τα του κόμματος εξουσίας είναι φαντασίες.
Διαβάστε επίσης
ΚΙΝΑΛ: Κάλεσμα Γεννηματά για μαζική συμμετοχή στις εσωκομματικές εκλογές