Βασικό ζήτημα, που προσφάτως ετέθη είναι ο υποχρεωτικός ή μη χαρακτήρας του εμβολιασμού του γενικού πληθυσμού ή ακόμα και συγκεκριμένων ομάδων αυξημένου κινδύνου (ιατρονοσηλευτικoύ προσωπικού, διαμενόντων και εργαζομένων σε μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων, στελεχών ενόπλων δυνάμεων και δυνάμεων ασφαλείας, εκπαιδευτικών κα.), υπό το πρίσμα του νομοθετικού πλέγματος, που τόσο εθνικά όσο και ευρωπαϊκά εφαρμόζεται.
Συνοπτικά, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι στη χώρα μας επί της αρχής δεν ισχύει ο υποχρεωτικός εμβολιασμός, ωστόσο εδώ και δεκαετίες εφαρμόζονται ετήσια Εθνικά Προγράμματα Εμβολιασμών Ενηλίκων, Παιδιών και Εφήβων.
Ειδικότερα ως προς τα παιδιά προβλέπεται, εμμέσως, ο υποχρεωτικός χαρακτήρας του εμβολιασμού, προκειμένου αυτά να μπορούν να εγγραφούν σε μονάδες προσχολικής αγωγής (παιδικούς και βρεφονηπιακούς σταθμούς).
Η υποχρεωτικότητα δε του εμβολιασμού των παιδιών αναγνωρίστηκε και δικαστικώς ως συνταγματική με την πρόσφατη υπ’ αριθμόν 2387/2020 απόφαση του Δ΄ Τμήματος του ΣτΕ, διά της οποίας κρίθηκε υποχρεωτικός ο εμβολιασμός των παιδιών, που επιθυμούν να εγγραφούν σε δημοτικούς παιδικούς, βρεφικούς και βρεφονηπιακούς σταθμούς.
Το ΣτΕ, κρίνοντας επί της ουσίας της υποθέσεως, αποδέχεται τη συνταγματικότητα του μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού, προτάσσοντας ότι η Πολιτεία οφείλει, μεταξύ άλλων να λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για την πρόληψη της διάδοσης και την καταπολέμηση μεταδοτικών ασθενειών, που συνιστούν σοβαρό κίνδυνο για τη δημόσια υγεία, ενώ επιπλέον στηρίζει την απόφασή του στο επιχείρημα, ότι «…η θέσπιση του επίμαχου μέτρου δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας, δεδομένου ότι σε εμβολιασμό υπόκεινται όλα ανεξαιρέτως τα νήπια και παιδιά, πλην εκείνων που τελούν ατομικώς σε ειδικές διαφορετικές συνθήκες, δεν επιτρέπεται δηλαδή για λόγους υγείας να εμβολιαστούν.
Αντιθέτως, θα αντέκειτο στην αρχή της ισότητας η αξίωση προσώπου να μην εμβολιαστεί, επικαλούμενο ότι δεν διατρέχει ατομικό κίνδυνο, εφόσον διαβιώνει σε ασφαλές περιβάλλον οφειλόμενο στο γεγονός ότι τα άλλα πρόσωπα του περιβάλλοντός του έχουν εμβολιαστεί.».
Περαιτέρω με το άρθρο 4 παρ. 3 του ν. 4675/2020, προβλέπεται ότι σε περιπτώσεις εμφάνισης κινδύνου διάδοσης μεταδοτικού νοσήματος, που ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, μπορεί να επιβάλλεται, με απόφαση του Υπουργού Υγείας, μετά από γνώμη της ΕΕΔΥ, υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού με σκοπό την αποτροπή της διάδοσης της νόσου υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
Κοινό πιστοποιητικό
Προσφάτως, στις 12/1/2021, ο Έλληνας Πρωθυπουργός κ. Κυριάκος Μητσοτάκης πρότεινε τη θέσπιση ενός κοινού ευρωπαϊκού πιστοποιητικού για τον εμβολιασμό κατά του covid-19, σε επιστολή που απέστειλε προς την Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κυρία Ursula von der Leyen και όλους τους αρχηγούς Κρατών και Κυβερνήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο κ. Πρωθυπουργός σημειώνει ότι η συνεννόηση σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης θα διευκολύνει τις μετακινήσεις και συνεπώς τη σταδιακή επιστροφή στην ομαλότητα, ενώ παράλληλα θα δώσει επιπρόσθετο κίνητρο για τον εμβολιασμό των ευρωπαίων πολιτών.
Η δε Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε συνέντευξή της στις 15/1/2021 δήλωσε, ότι είναι ιατρικό προαπαιτούμενο να έχουμε ένα πιστοποιητικό, που να αποδεικνύει τον εμβολιασμό και χαιρέτισε την πρωτοβουλία του Έλληνα Πρωθυπουργού για ένα αμοιβαία αναγνωρισμένο πιστοποιητικό εμβολιασμού.
Κατόπιν των ανωτέρω, αναπόφευκτα εγείρεται το ερώτημα, εάν ο εμβολιασμένος πολίτης θα αντιμετωπίζεται σε όλες τις εκφάνσεις του καθημερινού βίου του, κατά τον ίδιο τρόπο, με τον μη εμβολιασμένο.
Επί παραδείγματι μετά την άρση των περιορισμών στις μετακινήσεις, θα είναι νομικά επιτρεπτή η διαφορετική αντιμετώπιση των ταξιδιωτών από τις αεροπορικές εταιρείες, τις εταιρείες που οργανώνουν κρουαζιέρες, τις μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες, οι οποίες ενδεχομένως για την επιβίβαση ή την διαμονή, θα ζητούν πέραν των λοιπών νομιμοποιητικών εγγράφων και πιστοποιητικό εμβολιασμού για τον covid-19;
Θα είναι νομικά επιτρεπτή η υποχρεωτική καραντίνα ορισμένων ημερών για τους μη εμβολιασμένους πολίτες κατά την άφιξή τους σε άλλη χώρα, ενώ δεν θα τίθεται ζήτημα καραντίνας για τους εμβολιασμένους;
Η απόφαση του ΣτΕ
Σε ιδιωτικά ή δημόσια σχολεία ως και σε Πανεπιστημιακά Ιδρύματα ή ιδιωτικές σχολές, αλλά και για τη διαμονή σε οίκους ευγηρίας, θα είναι νομικά επιτρεπτή κατά την εγγραφή, η προσκόμιση πιστοποιητικού εμβολιασμού, ιδίως υπό το πρίσμα της ανωτέρω απόφασης του ΣτΕ;
Μπορεί να είναι νομικά επιτρεπτή η προσκόμιση πιστοποιητικού εμβολιασμού κατά την πρόσληψη για εργασία, σε εταιρείες που παρέχουν ιατρονοσηλευτικές υπηρεσίες, σε εταιρείες παραγωγής τροφίμων και εστίασης καθώς και εν γένει σε κάθε εταιρεία ή επιχείρηση με μεγάλο αριθμό εργαζομένων για την προστασία του συνόλου αυτών;
Οι ασφαλιστικοί φορείς κατά την διαδικασία ασφάλισης, θα είναι νομικά επιτρεπτό, να ζητούν πιστοποιητικό εμβολιασμού και σε περίπτωση μη εμβολιασμένου, να εφαρμόζουν αυξημένο ασφάλιστρο ή μειωμένες καλύψεις;
Με βάση τα ανωτέρω, ας μου επιτραπεί να εκτιμήσω, ότι μπορεί να οδηγηθούμε στην δημιουργία πολιτών δύο κατηγοριών και συγκεκριμένα σε εμβολιασμένους και μη.
Ως προς την δεύτερη κατηγορία, των μη εμβολιασμένων, αναφέρομαι σε αυτούς που κυρίως, λόγω ζητημάτων υγείας (επί παραδείγματι πάσχοντες από σοβαρές αλλεργίες) δεν δύνανται ή ακόμα και σε όσους δεν επιθυμούν να εμβολιαστούν και όχι φυσικά σε όσους ασπάζονται θεωρίες συνωμοσιών.
Η ύπαρξη πολιτών διαφορετικών κατηγοριών, ως ανωτέρω εικάζεται, ευθέως προσκρούει στα άρθρα 4 και 5 του Συντάγματος, περί ισότητας και ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς, ωστόσο το ζήτημα θα κριθεί επί τη βάσει της σύγκρουσης των προστατευομένων εννόμων αγαθών της ελεύθερης ανάπτυξης του ατόμου από την μία πλευρά και της προάσπισης της δημόσιας υγείας από την άλλη, ιδία δε υπό την ιατρική προσέγγιση της επίτευξης «ανοσίας της αγέλης».
Ζήτημα στάθμισης αγαθών, που σχετίζεται με την μετάγγιση αίματος σε ασθενείς-μάρτυρες του Ιεχωβά, έχει νομικά επιλυθεί κατά τρόπο, ώστε το αγαθό της ατομικής υγείας και ζωής του ασθενούς, κρίνεται ως υπέρτερο του αγαθού της ελευθερίας της βούλησης και των θρησκευτικών πεποιθήσεων, η δε στάθμιση των εννόμων αγαθών, βάσει του νομικού μας πολιτισμού, γίνεται επί τη βάσει της αρχής της αναλογικότητας.
Η ανωτέρω διάκριση είναι βέβαιον ότι θα εγείρει πολύ σοβαρά νομικά ζητήματα, για τα οποία η Δικαιοσύνη, διά των λειτουργών της, θα κληθεί να επιληφθεί και εν τέλει να λύσει.
Διακρίσεις
Σε κάθε περίπτωση παρόμοια ζητήματα διακρίσεων πολιτών έχουν και κατά το παρελθόν επιλυθεί νομικά, ωστόσο η έκταση της πανδημίας, η αυξημένη θνητότητα και η εν γένει τραυματική εμπειρία, που όλοι βιώνουμε με τους σοβαρούς περιορισμούς στη ζωή μας, (lockdown, περιορισμοί στη μετακίνηση, υποχρεωτική χρήση μάσκας προστασίας κα.) πιθανότατα θα οδηγήσει σε μία πρωτόγνωρη και σε διαφορετικά επίπεδα προβολή νομικών επιχειρημάτων και δικαστικών διενέξεων.
Η διαφοροποίηση που εν τοις πράγμασι θα υπάρξει σε όλα τα αναπτυγμένα κράτη, ως προς την αντιμετώπιση της καθημερινότητας, μεταξύ των ως άνω αναφερομένων δύο κατηγοριών πολιτών, θεωρώ ότι θα οδηγήσει ένα μεγάλο μέρος αυτών που προβληματίζονται για τον εμβολιασμό, στην απόφαση να προχωρήσουν σε αυτόν, καθιστώντας εν τέλει τον εμβολιασμό ως εμμέσως υποχρεωτικό.-