Ξαφνικά, ξεκίνησαν οι επιθέσεις κατά του καπιταλιστικού συστήματος—με αιχμή την (για μία ακόμη φορά) αποκήρυξη του δόγματος του νεοφιλελευθερισμού. Είναι μία λέξη που έχει κακοποιηθεί σχεδόν όσο καμία άλλη.
Καταρχάς θα παρατηρήσω ότι στον 21ο αιώνα, το μόνο σύστημα παραγωγής και διανομής που κυριαρχεί στον κόσμο, από τις ΗΠΑ μέχρι την Κίνα, είναι το καπιταλιστικό.
Οι διαφορές εντοπίζονται στον βαθμό ελέγχου που ασκεί η πολιτική εξουσία. Στην πράξη, ένας είναι ο μεγάλος διαχωρισμός: μεταξύ του φιλελεύθερου και του αυταρχικού καπιταλισμού.
Ο κρατικός καπιταλισμός είναι αυταρχικός.
Η λέξη φιλελεύθερος (liberal) είχε αρχικά καθαρά πολιτική έννοια – και μάλιστα στον 19ο αιώνα συχνά ταυτιζόταν με τα εθνικά απελευθερωτικά κινήματα – όπως αυτό της Ιταλίας.
Στην οικονομική επιστήμη ο όρος συνδέθηκε με τις πολιτικές διαχείρισης της συνολικής ζήτησης του Keynes, που υιοθετήθηκαν με μεγάλη επιτυχία στα 30 χρόνια μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με στόχο την ελαχιστοποίηση της ανεργίας και την μεγιστοποίηση της ανάπτυξης.
Κι αυτό, διότι η χρήση της δημοσιονομικής πολιτικής αποτελούσε ανάθεμα στους συντηρητικούς κύκλους που φοβόντουσαν ότι θα οδηγήσει σε αύξηση του δημόσιου χρέους.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, η ταυτόχρονη εμφάνιση υψηλού πληθωρισμού και υψηλής ανεργίας προβλημάτισε τους οικονομολόγους, καθώς μέχρι τότε η σχέση μεταξύ των δύο μεγεθών ήταν αντίστροφη.
Η κριτική ήρθε από την πολιτική δεξιά.
Ο Friedman επισήμανε ότι η διαχείριση της οικονομίας χωρίς την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών προβλημάτων οδηγούσε σ’ αυτό ακριβώς το αποτέλεσμα.
Και υποστήριξε μία σχεδόν επιστροφή στους αυτοματισμούς της προ Keynes περιόδου, με τον έλεγχο της προσφοράς χρήματος.
Ένα από τα διαρθρωτικά προβλήματα ήταν το βαρύ χέρι του κράτους.
Στην δεκαετία του 1980 η πολιτική εξουσία (Reagan & Thatcher) εφάρμοσε πολιτικές περιορισμού της κρατικής παρέμβασης, καθώς κατά κανόνα η κρατική διαχείριση και επέμβαση αύξανε τα κόστη ή/και δημιουργούσε ελλείμματα.
Επειδή η τάση ήταν για την απελευθέρωση των αγορών, ο όρος φιλελεύθερος ταίριαζε για να χαρακτηρίσει τις νέες αυτές κατευθύνσεις.
Και για να ξεχωρίσει, όμως, από την παλαιότερη πολιτική έννοια του, χρησιμοποιήθηκε ο νεολογισμός «νεοφιλελευθερισμός». Επρόκειτο για μία αντίστροφη οικειοποίηση εννοιών: οι συντηρητικοί έγιναν υπέρμαχοι του νεοφιλελευθερισμού.
Στην δεκαετία του 1990, υπήρξε μία σύνθεση μεταξύ των οικονομικών του Keynes και του Friedman.
Η έμφαση δεν ήταν πλέον στην προσφορά χρήματος, αλλά στον έλεγχό της (και μαζί στον έλεγχο του πληθωρισμού) μέσω των βραχυχρόνιων επιτοκίων και της ανακοίνωσης στόχου για τον πληθωρισμό.
Με αυτόν τον τρόπο οι κυβερνήσεις μπορούσαν να ασκήσουν αποτελεσματική επιρροή στις επενδύσεις και στην κατανάλωση.
Στο τέλος της 1ης δεκαετίας του 21ου αιώνα, το σύστημα κατέρρευσε.
Το πρόβλημα ήταν ότι ο νεοφιλελευθερισμός είχε «απαχθεί» από τον καπιταλισμό – καζίνο. Δηλαδή, από την ανάδυση ενός συστήματος όπου οι τιμές (προϊόντων και αξιών) δεν είχαν καμία σχέση με τα πραγματικά κόστη. Με το νέο σύστημα, η έμφαση ήταν στην επίτευξη υψηλών βραχυχρόνιων κερδών σε βάρος της πραγματικής παραγωγής.
Το πρόβλημα δεν το δημιούργησε τόσο η απελευθέρωση των αγορών όσο, κυρίως, η ελευθερία κινήσεων που έφερε η τεχνολογική επανάσταση στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Από την στιγμή όπου, η δημιουργία ρευστότητας και πίστωσης ξέφυγε από την αποκλειστικότητα των κεντρικών τραπεζών, το σύστημα νομοτελειακά βάδιζε σε κρίση.
Η σύγχρονη επίθεση κατά του νεοφιλελευθερισμού επικεντρώνεται στην υποβάθμιση του κοινωνικού κράτους, στην αύξηση της ανεργίας και στις ιδιωτικοποιήσεις.
Παραβλέπεται έτσι ότι το κοινωνικό κράτος άρχισε να παραπαίει με την εμφάνιση του στασιμοπληθωρισμού, η άνοδος της ανεργίας συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με την τεχνολογική επανάσταση και την αδυναμία των συνδικάτων να στηρίξουν προγράμματα μετεκπαίδευσης και οι ιδιωτικοποιήσεις δεν αποτελούν αυθύπαρκτο στόχο, αλλά προσπάθεια να λειτουργήσει ο κρατικός τομέας χωρίς ελλείμματα και με διαφάνεια.
Σήμερα, οι επιθέσεις κατά του νεοφιλελευθερισμού είναι άκαιρες και άστοχες.
Το θέμα έχει μετατοπιστεί στην αντιμετώπιση των τεράστιων ανισοτήτων κάθε μορφής που δημιούργησε η αποτυχημένη αναζήτηση οικονομικού μοντέλου στην περίοδο από την δύση της πολιτικής του Keynes μέχρι σήμερα.
Αυτή η αναζήτηση συνδυάζεται με την προσπάθεια να μην αποτελέσει η ανάγκη αντιμετώπισης των παγκοσμίων προβλημάτων (πανδημίες, κλιματική αλλαγή, μετανάστευση) δικαιολογία για κρατικό παρεμβατισμό που θα θέσει σε κίνδυνο την δημοκρατία.
Η οικονομική πολιτική έχει ακολουθήσει την τροχιά ενός εκκρεμούς.
Από την απόλυτη απουσία κρατικής παρέμβασης (που μεταξύ άλλων έφερε την Μεγάλη Ύφεση) στην εκτεταμένη παρουσία του κράτους (που έφερε μαζί ύφεση και πληθωρισμό) και στην εμφάνιση του καπιταλισμού-απατεώνα που ανέτρεψε την κοινωνική συνοχή και ισχυροποίησε κινήματα λαϊκισμού που φέρουν έντονα τα χαρακτηριστικά του απολυταρχισμού.
Ας σταματήσουμε να ορίζουμε τους εαυτούς μας με αναφορά σε ταμπέλες που δεν ισχύουν πια.
Ας σταματήσουμε να δίνουμε μάχες του παρελθόντος. Η νέα πραγματικότητα δεν μας κτυπά την πόρτα: έχει μπει μέσα στο σπίτι και καταστρέφει.
Οφείλουμε να μειώσουμε τις ανισότητες, να κινητοποιήσουμε τα αντανακλαστικά των πολιτών για την δημοκρατία, να αντιμετωπίσουμε την επέλαση του λαϊκισμού που οδηγεί στον αυταρχισμό.
Ο Ξι, ο Ορμπάν, ο Πούτιν και ο Ερντογάν είναι εδώ.