Είναι σαφές ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης ρισκάρει ως ένα βαθμό το άνοιγμα της οικονομίας, διότι επιδιώκει να υλοποιήσει το σύνολο των μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνονταν στο πρόγραμμα με το οποίο εξελέγη.
Πηγαίνοντας κόντρα στην πρακτική διαδοχικών, και ουκ ολίγων, κυβερνήσεων, ο νυν Πρωθυπουργός θέλει να αποδείξει ότι ο ελληνικός λαός είναι ώριμος να δεχτεί και να στηρίξει τις μεταρρυθμίσεις και έτοιμος να αμείψει τους συνεπείς και ειλικρινείς ταγούς του.
Η βεντάλια των μεταρρυθμίσεων που έχει ανοιχτεί εντυπωσιάζει. Έχουμε ήδη τους νόμους για τα ζώα-συντρόφους και το οικογενειακό δίκαιο. Η παρέμβαση Χρυσοχοΐδη για το έγκλημα σε συνδυασμό με τη στάση που κράτησε η κυβέρνηση στο θέμα Κουφοντίνα προδικάζει τις αλλαγές στον ποινικό κώδικα, ενώ είναι σαφές ότι ετοιμάζονται αλλαγές το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης. Το άνοιγμα θεμάτων όπως για τα Ταμεία Αλληλεγγύης των πυροσβεστών και των υπαλλήλων του υπουργείου πολιτισμού, επιβεβαιώνουν την απόφαση καταπολέμησης της διαφθοράς — όπου είχαν ήδη γίνει οργανωτικές αλλαγές.
Νέα νομοσχέδια φέρνουν ριζικές αλλαγές στα εργασιακά και στην παιδεία (μεταξύ άλλων με την αξιολόγηση, τις διαδικασίες διορισμών στα ΑΕΙ, την διατήρηση της ελευθερίας διακίνησης των ιδεών και της διασφάλισης ποιότητας, τις αρμοδιότητες των πρυτάνεων και των κοσμητόρων). Ευρύτατες παρεμβάσεις προετοιμάζονται στην υγεία, πιο περιορισμένες στον τουρισμό όπου επιδιώκεται να συνδυαστούν με την εκτεταμένη δουλειά που γίνεται στο θέμα του περιβάλλοντος καθώς και με την ριζική αλλαγή του μοντέλου της χώρας στην ενέργεια. Το θέμα δεν συζητείται ακόμη ευρέως, αλλά αλλαγές ετοιμάζονται και στον τομέα όπου λόγω πανδημίας έχει σημειωθεί μεγάλη καθυστέρηση – την δημόσια διοίκηση και τις διαδικασίες για τις δημόσιες προμήθειες.
Στις αλλαγές αυτές προσβλέπει ο ΣΥΡΙΖΑ για να μπορέσει επιτέλους να στριμώξει την κυβέρνηση πολιτικά. Επιχειρώντας να αντισταθμίσει την αδράνεια στην αντιμετώπιση της μεγάλης εσωστρέφειας που επιδεικνύει το κόμμα, ο Αλέξης Τσίπρας στρέφει την προσοχή του στις αντιδράσεις που θα φέρουν οι μεταρρυθμίσεις και πιστεύει πως θα μπορεί να τις εκμεταλλευτεί σε βαθμό που να βελτιώσει το δημοσκοπικό έλος στο οποίο κοντεύει να «πνιγεί» ο ΣΥΡΙΖΑ.
Το πρόβλημα, για τον ίδιο και το κόμμα, είναι ότι εξακολουθούν να τοποθετούν τη Νέα Δημοκρατία και τον αρχηγό της σε ξεπερασμένο ιδεολογικό (και λειτουργικό) πλαίσιο. Ο Αλέξης Τσίπρας κατηγορεί τον Κυριάκο Μητσοτάκη για νεοφιλελευθερισμό και εμφανίζεται ο ίδιος να προσφέρει ελπίδα στους δυσαρεστημένους με και θιγμένους από τις μεταρρυθμίσεις.
Όψιμα, και αφού ο Πρωθυπουργός είχε μιλήσει γι’ αυτήν, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ υιοθέτησε τον όρο συμπεριληπτική ανάπτυξη και κοινωνία (ελληνική μετάφραση του όρου inclusiveness) που αποτελεί την μάντρα των προοδευτικών δυνάμεων της Δύσης. Βλέπει φαντάσματα των Chicago Boys και του ανεξέλεγκτου καπιταλισμού, ενώ ο Μητσοτάκης έχει ήδη επενδυθεί με τον μανδύα της προόδου και της κριτικής τοποθέτησης απέναντι στο σύστημα της περιόδου 1990-2020, όπως με σαφήνεια προκύπτει από την δομή και μορφή του προγράμματος που υποβλήθηκε στο Ταμείο Ανάκαμψης της Ε.Ε.
Επιμένει να κρίνει τις πράξεις της κυβέρνησης με τους όρους της συγκρουσιακής δεκαετίας του 2010 και με υποβόσκοντα νοήματα που ανάγονται στον Εμφύλιο Πόλεμο, και δεν μπορεί να κατανοήσει ότι ο τίτλος Προοδευτική Συμμαχία έχει ήδη περάσει, ουσία και πράξη στη ΝΔ.
Για τον Αλέξη Τσίπρα, η διαδικασία ισορροπίας ανάμεσα στις τάσεις που με ένταση εκδηλώνονται μέσα στο κόμμα του και την ανάγκη να μιλήσει στην κοινωνία με όρους κατανοητούς, σύγχρονους και ικανούς να την κινητοποιήσουν, αναδεικνύεται σε άλυτο πρόβλημα. Ταυτόχρονα, η εισροή στελεχών από το βαθύ ΠΑΣΟΚ έχει λειτουργήσει αποτρεπτικά για την εσωκομματική συνοχή – καθώς αναπόφευκτα τα εκατέρωθεν στελέχη επιδίδονται σ’ αυτό που γνωρίζουν άριστα: την μάχη για την ιδεολογική υπεροχή. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι φράξιες αλληλοσπαράζονται.
Η κατάσταση αυτή είναι γνώριμη στα κόμματα της αριστεράς – και μάλιστα της μη ευρωπαϊκής αριστεράς, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η εγγενής σύγκρουση είχε στο παρελθόν καταδικάσει τον ΣΥΡΙΖΑ σε διαδοχικές οβιδιακές μεταμορφώσεις, χωρίς να μπορεί να ξεφύγει από το πολιτικό περιθώριο. Η έλευσης στην εξουσία ήταν κίνηση απελπισίας του ελληνικού λαού όσο και αποκήρυξη μίας δεξιάς που παρουσίαζε συγκεχυμένη ταυτότητα. Προσωρινά, η κατοχή της κυβέρνησης λειτούργησε ως συγκολλητική ουσία, αλλά η εκλογική αποτυχία του 2019 ανέδειξε με πρωτοφανή τρόπο τις εγγενείς αδυναμίες του ΣΥΡΙΖΑ.
Η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι αποφασισμένη να αφήσει ανεξίτηλο αποτύπωμα στην ελληνική πολιτική σκηνή, στην οικονομία και στην κοινωνία. Η πανδημία δεν ανέστειλε, καθυστέρησε την υλοποίηση του προγράμματος. Είναι σαφές ότι από εδώ και πέρα η κυβέρνηση θα προχωρήσει με την πανδημία ως έναν ακόμη παράγοντα που θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται στον σχεδιασμό.
Απέναντι της η μεταρρύθμιση βρίσκει μόνο την ιδεολογική αγκύλωση.
Η έκβαση είναι δεδομένη.
Διαβάστε ακόμη: