Η ευνοϊκή ατμόσφαιρα στην οικονομία και ειδικά η δημοσιονομική επιτυχία και η προοπτική ότι η επενδυτική αναβάθμιση μετά τις εκλογές θα προσφέρει πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο, μας παρασύρουν όμως να βλέπουμε τις θετικές εξελίξεις ως μόνιμες, τις αισιόδοξες προοπτικές κοντόφθαλμα, τα υποβόσκοντα προβλήματα ως διαχειρίσιμα – ακόμη και ως άνευ σημασίας.
Δυστυχώς, αν και η παγκοσμιοποίηση έχει ορατά επιβραδυνθεί, η αλληλεξάρτηση των κρατών εξακολουθεί να είναι υψηλή- κι αυτό διότι η παγκοσμιοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα έχει ελάχιστα υποχωρήσει. Ο κίνδυνος για την Ελλάδα δεν προέρχεται από παράγοντες που η χώρα μας ελέγχει, αλλά από παγκόσμιες εξελίξεις που νομοτελειακά θα μας επηρεάσουν.
Πολλοί στην Ελλάδα μπορεί να θεωρούν ότι η τραπεζική κρίση που ξέσπασε στις ΗΠΑ και έγινε ιδιαίτερα αισθητή στην Ελβετία, έχει περάσει. Θα ήταν μία τραγικά λαθεμένη θέση. Διότι, αν η προοπτική μίας ύφεσης ήταν σοβαρή πριν την φετινή κρίση, στην μετά-κρίση εποχή η σοβαρή επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας είναι σχεδόν σίγουρη και η πιθανότητα να εξελιχθεί η ύφεση ή η στασιμότητα σε στασιμοπληθωρισμό είναι εξαιρετικά υψηλή.
Το πρόβλημα είναι ταυτόχρονα απλό και σύνθετο. Η άνοδος των επιτοκίων αύξησε την απόδοση των ομολόγων και μείωσε την αξία των μετοχών. Ταυτόχρονα, λόγω της αντίστροφης σχέσης τους μείωσε την τιμή των ομολόγων. Αν μία τράπεζα, όπως, η SVB είχε ομόλογα ως μέρος των κεφαλαίων της σε άμεση πρόσβαση, ήταν υποχρεωμένη να τα αποτιμά στην τρέχουσα αξία τους (mark to market) –κι αυτή είχε μειωθεί. Έτσι δημιουργήθηκε το πρόβλημα της έλλειψης ρευστότητας. Το πρόβλημα επεκτάθηκε σε άλλες τράπεζες των ΗΠΑ, πέρασε τον Ατλαντικό και οδήγησε στην απόσυρση καταθέσεων στις ευάλωτες — στα μάτια των επενδυτών τράπεζες – όπως η Credit Suisse.
Σήμερα φαίνεται να επικρατεί σχετική ηρεμία. Το καζάνι βράζει, όμως. Καταρχάς, τα χαρτοφυλάκια των τραπεζών έχουν υποστεί μεγάλη μείωση αξιών, ακριβώς επειδή οι τιμές των ομολόγων έχουν πέσει. Πρόκειται, δηλαδή, για ζημιές που απλά δεν εμφανίζονται διότι οι τράπεζες διακρατούν το ομόλογα. Επιπλέον, αν δεν ανήκουν στα λεγόμενα Tier 1 κεφάλαια, δεν είναι υποχρεωμένες να τα αποτιμούν στις τρέχουσες τιμές τους.
Το ερώτημα, λοιπόν, είναι αν αυτή η μη εμφανιζόμενη ζημιά καθιστά τις τράπεζες πιο ευάλωτες; Η απάντηση είναι πως ναι. Ο γνωστός Nouriel Roubini εκτιμά ότι το τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ έχει απωλέσει το 80% των κεφαλαίων του. Αν οι καταθέτες αποφασίσουν να αποσύρουν τις καταθέσεις όψεως και βραχύχρονης αποταμίευσης (όπου η απόδοση φτάνει δεν φτάνει το 1%) και να επενδύσουν σε money market instruments (όπου η απόδοση ξεπερνά το 4% κατ’ ελάχιστο), το τραπεζικό σύστημα θα βρεθεί σε ιδιαίτερα δυσχερή θέση.
Αυτή είναι η απλή πλευρά του προβλήματος. Η σύνθετη σχετίζεται με την συνεχιζόμενη πολιτική της αύξησης των επιτοκίων. Είναι πασίγνωστο, πλέον, ότι οι κεντρικές τράπεζες και μαζί τους οι κυβερνήσεις φοβούνται τον πληθωρισμό. Το έχουν αναγάγει στον υπ’ αριθμό ένα εχθρό. Τα επιτόκια, λοιπόν, θα παραμείνουν υψηλά και θα συνεχίσουν να αυξάνονται, καθώς ο πληθωρισμός δεν θα υποχωρεί στα μη ρεαλιστικά επίπεδα του 2%. Κι αυτό διότι δεν είναι μόνο η υπερβάλλουσα ζήτηση που παίζει ρόλο. Ο πόλεμος Ρωσίας- Ουκρανίας, οι γεωπολιτικές αναταράξεις, τα προβλήματα παραγωγής και διανομής εξακολουθούν να πιέζουν τις τιμές ανοδικά, και βέβαια δεν επηρεάζονται από το ύψος των επιτοκίων.
Ταυτόχρονα, τόσο οι κεντρικές τράπεζες όσο και οι κυβερνήσεις, γνωρίζουν πολύ καλά ότι το τραπεζικό σύστημα χρειάζεται ρευστότητα –που δεν μπορούν να του δώσουν, εκτός κι αν εγκαταλείψουν την μάχη κατά του πληθωρισμού. Με αυτό το πλαίσιο, ο πληθωρισμός θα περιοριστεί μόνο με την ύφεση.
Η ύφεση, όμως, θα θίξει το μέρος του πληθωρισμού που προέρχεται από την πλευρά της ζήτησης. Από την πλευρά της προσφοράς μπορεί να υπάρξει οριακή ανακούφιση, αλλά αυτή θα είναι περιορισμένη για ένα κύριο λόγο: την επιβράδυνση της παγκοσμιοποίησης. Είναι σαφής πλέον η τάση να επιστρέφουν κέντρα παραγωγής και διανομής είτε στην ίδια την χώρα είτε σε φίλα προσκείμενες χώρες (όπως παρατηρείται στο τελευταίο World Economic Outlook και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο 4) καθώς με βάση γεγονότα όπως ο κορονοϊός και ο πόλεμος, πολλά κράτη αναζητούν την ασφάλεια είτε στην εθνική αυτάρκεια είτε στις ισχυρές πολιτικό-οικονομικές συμμαχίες.
Στη βάση αυτή, είναι πολύ πιθανό ότι η ύφεση θα μετατραπεί σε στασιμοπληθωρισμό, επιστρέφοντας έτσι στην δεκαετία του 1980. ΟΙ πληθωριστικές πιέσεις που δημιουργούνται από τον πόλεμο και τους άλλους γεωπολιτικούς παράγοντες θα συνεχίσουν να επηρεάζουν, ενώ αυτές από την πλευρά της ζήτησης θα αποδυναμωθούν. Θα έχουμε επομένως, ύφεση ή στασιμότητα στην ζήτηση, συνέχιση της ανόδου των τιμών στο μέτωπο του πληθωρισμού.
Διαβάστε επίσης
Οι πομφόλυγες του ΣΥΡΙΖΑ για την ρύθμιση χρεών