• Άρθρα

    Κανένας μέσος όρος δεν αλλάζει την σκληρή καθημερινότητα

    Αντώνης Κεφαλάς

    Αντώνης Κεφαλάς


    Οι προβλέψεις της Ε.Ε. για την ανάπτυξη στην Ελλάδα είναι ενθαρρυντικές. Εκτιμούν ότι η χώρα μας θα πορευτεί με υψηλότερους ρυθμούς από τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών κρατών ενώ, ταυτόχρονα, ο πληθωρισμός θα αποκλιμακώνεται.

    Απέναντι σ ’αυτήν την εικόνα, έχουμε πρόσφατη δημοσκόπηση σοβαρής εταιρείας που τοποθετεί την οικονομία στο νούμερο ένα πρόβλημα του πολίτη. Αυτή η φαινομενική αντίθεση δεν κρύβει τίποτα περισσότερο από την διαφορά ανάμεσα την μακροοικονομία και την μικροοικονομία.

    Η μακροοικονομία δίνει σύνολα και μέσους όρους. Δίνει την εικόνα όπως προκύπτει όταν το σύνολο είναι κάπου – ίσως και στην κορυφή – της καμπύλης με σχήμα καμπάνας. Πολύ απλά προσθέτει το εισόδημα του πιο πλούσιου και του πιο φτωχού και βράζει έναν μέσο όρο.

    Στην πραγματικότητα, το νούμερα αυτό δεν μας λέει και πολλά πράγματα. Σε αντίθεση με τα «μέσα από το καπέλο του ταχυδακτυλουργού» νούμερα για το επιθυμητό επίπεδο του πληθωρισμού, του πρωτογενούς δημοσιονομικού ελλείμματος και του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ έχει, όμως, κάποια  θεωρητική βάση.

    Έχει δεχτεί και τις επιθέσεις του, όμως, που στηρίζονται ακριβώς στην παρατήρηση ότι ως πραγματική ένδειξη της πορείας της οικονομίας που ταυτόχρονα λαμβάνει υπόψη της θέματα ποιότητας ζωής, ανισότητας, ευάλωτων ομάδων – θέματα, δηλαδή που άπτονται της πολιτικής οικονομίας δεν είναι ένας ιδιαίτερα χρήσιμος δείκτης. Στην ουσία συγκαλύπτει περισσότερα απ’ όσα αποκαλύπτει.

    Η στήλη αυτή έχει συχνά επισημάνει το πρόβλημα της καθημερινότητας του πολίτη – με την έννοια ότι ο πολίτης δεν πολυενδιαφέρεται – για να μην πούμε ότι αδιαφορεί πλήρως – αν ο ρυθμός ανάπτυξης της χώρας του είναι πάνω ή κάτω ή ίδιος με τον μέσο όρο της Ε.Ε.

    Ο πολίτης βλέπει τι λεφτά έχει την τσέπη του και τι υποχρεώσεις μπορούν αυτά να καλύψουν. Αν τις καλύπτουν αισθάνεται ασφαλής. Αν όχι, το κυριεύει η ανασφάλεια. Και επειδή, κατά κανόνα, για τα κακά «πρέπει» κάποιος να φταίει – πάντως όχι ο ίδιος—ξεκινά η αναζήτηση του…ενόχου.

    Σοβαροί οικονομολόγοι (Stiglitz, Piketty) έχουν επισημάνει το πρόβλημα και στις δυο σημαντικές διαστάσεις του: την οικονομική και την πολιτική. Το κύριο σώμα των οικονομολόγων επιλέγει να αγνοεί ή να σιωπά. Έχει αυτήν την πολυτέλεια, καθώς κρύβεται πίσω από την κουρτίνα του τεχνοκράτη σύμβουλου που παρουσιάζει επιλογές και προτείνει τις τεχνικά πιο άρτιες. Στον πολιτικό επαφίεται να επιλέξει και να δεχτεί τις επιπτώσεις της επιλογής του.

    Το βάρος μεταφέρεται, έτσι, στον πολιτικό κόσμο και στην εκάστοτε κυβέρνηση ειδικά. Βασικός στόχος της είναι να σχεδιάζει κάθε ημέρα από την αρχή πως μπορεί καλύτερα να πετύχει την επιθυμητή ισορροπία ανάμεσα στην ευνοϊκή μακροοικονομική εικόνα και την όχι κατ’ ανάγκη ευνοϊκή μικροοικονομική.

    Με ακόμη πιο απλά λόγια. Τα deals τω δισεκατομμυρίων με πασίγνωστους ξένους και λιγότερο γνωστούς Έλληνες, ουδόλως ενδιαφέρουν τον πολίτη που δεν ξέρει πως θα καταφέρει να πληρώσει την ΔΕΗ, που δεν βρίσκει σεντόνι στο δημόσιο νοσοκομείο, που στριμώχνεται σαν σαρδέλα στο τραίνο και στο λεωφορείο.

    Ο πληθωρισμός ήρθε και χτύπησε τον ομολογουμένως κακομαθημένο πολίτη, που είχε συνηθίσει στην σταθερότητα των τιμών και που ήλπιζε ότι μετά τα δεινά των μνημονίων θα έβλεπε άσπρη μέρα. Δεν του έλαχε. Κρίσεις παγκόσμιες έφεραν δυστυχία παγκόσμια. Αλλά, ο πολίτης δεν βλέπει την παγκοσμιότητα ούτε και καταλαβαίνει πως σε μερικά προβλήματα δεν υπάρχουν άμεσες ή/και ανώδυνες λύσεις. Στρέφεται, λοιπόν, κατά των ταγών του—και όχι άδικα. Διότι, αν τουλάχιστον στα τέσσερα χρόνια που πέρασαν η κυβέρνηση είχε φροντίσει, π.χ.,  το τεράστιο θέμα της υγείας, τότε οι ανοχές του πολίτη απέναντι στην ταλαιπωρία του πληθωρισμού θα ήταν σαφέστατα μεγαλύτερες.

    Για να αποδίδουμε τα του Καίσαρι τω Καίσαρι, η κυβέρνηση αντιμετώπισε την πανδημία με το ψηφιακό κράτος, την Τουρκία με τους εξοπλισμούς, τα χάλια των συντάξεων με έναν αποτελεσματικό υπουργό, την υγεία της οικονομίας με ένα ικανό επιτελείο. Δυστυχώς, τώρα που ξέσπασε η ενεργειακή κρίση, δεν μπορεί να έχει ικανοποιητική απάντηση, ενώ τα βαθύτερα προβλήματα της υγείας έρχονται και «δένουν» δημιουργώντας μία αρνητική ψυχοσύνθεση στον πολίτη.

    Καλά κάνει, λοιπόν, και προχωρά σε παροχές, οφείλει να γλυκάνει το πικρό χάπι της μέτριας καθημερινότητας. Για να μην δημιουργήσει, όμως, εντυπώσεις του τύπου «Τσοβόλα δώστα όλα», δεν αρκεί να μιλά μόνο με τα πεπραγμένα. Σωστή η στρατηγικά, αλλά ο πολίτης θέλει να ακούσει ότι η ταγοί έχουν συναίσθηση και γνώση των προβλημάτων του και—ακόμη περισσότερο—έχουν όραμα και σχέδιο για το αύριο.

    Έγραψα χθες (12/2) ότι η κυβέρνηση μιλά με μετριοπάθεια στον πολίτη και απαντά με οξύτητα στην τοξικότητα της αντιπολίτευσης. Η διπλή αυτή προσέγγιση μπορεί άνετα να επεκταθεί αφενός με την προβολή του τεράστιου έργου που έχει γίνει αφετέρου με την προβολή του οράματος και των σχεδίων για την επόμενη ημέρα.

    Ας μην φοβηθεί το πρόβλημα του «θα». Έχει αποδείξει ότι κάνει ότι λέει. Η συνέπεια της δεν περνά απαρατήρητη, ιδιαίτερα μετά την λαίλαπα των Συριζαίικων ψεμάτων. Ο κόσμος βρίσκεται σε δίνη δυσάρεστων εξελίξεων που δύσκολα καταλαβαίνει και πνίγεται στην ανασφάλεια. Θέλει πράξεις, όραμα και σιγουριά.

    Διαβάστε επίσης

    Η στρατηγική των κομμάτων και το αδιέξοδο του Κέντρου



    ΣΧΟΛΙΑ