Παραδοσιακά, η ελληνική κοινωνία δεν αποταμίευε αρκετά χρήματα ικανά να χρηματοδοτήσουν έναν υψηλό ρυθμό ανάπτυξης. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους που η χώρα μας είχε πάντα ανάγκη από ξένα κεφάλαια.
Στη δεκαετία του 1950, με τοn νόμο 2687 του 1954, δόθηκαν στο ξένο κεφάλαιο ορισμένα ειδικά προνόμια – με κυριότερο το δικαίωμα επανεξαγωγής μέρους των κερδών και σταθερό φορολογικό περιβάλλον για περίπου μία δεκαετία. Σε συνδυασμό με την υποτίμηση Μαρκεζίνη ένα χρόνο πριν, αυτή ήταν η αρχή της περιόδου εκβιομηχάνισης της χώρας.
Στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, με την σταδιακή παγκόσμια απελευθέρωση στις κινήσεις κεφαλαίου, το ξένο κεφάλαιο αντιμετωπιζόταν από αρκετές χώρες εχθρικά. Σε πολλές περιπτώσεις θεωρείτο ως κύριο αίτιο απότομων συναλλαγματικών αλλαγών και κρίσεων στο ισοζύγιο πληρωμών. Η Ελλάδα δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Ο Τύπος πρωτοστάτησε με επιθέσεις εναντίον των gnomes of Zurich!
Η πηγή στέρεψε, έτσι, για την χώρα μας, κι αυτός ήταν ένας από τους λόγους που η οικονομία πέρασε σε μακρόχρονη φάση εξαιρετικά χαμηλά ρυθμών ανάπτυξης.
Η παγκόσμια απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε συνδυασμό με τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου, αποτέλεσε μεν, την αρχή των προβλημάτων του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά ταυτόχρονα προσέδωσε νέα αίγλη στο κεφάλαιο. Πολλές χώρες, εξάλλου, πέρασαν εκείνη την εποχή στο στρατόπεδο των αποκρατικοποιήσεων (με τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης και την ίδια την Ρωσία στο προσκήνιο) και ξεκίνησε τότε μία νέα περίοδος διεθνούς ανταγωνισμού για την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων.
Σε όλη αυτήν την περίοδο και μέχρι το 2010 η Ελλάδα ήταν εκτός παιγνιδιού. Η αριστερά και τα συνδικάτα πολεμούσαν λυσσαλέα τις αποκρατικοποιήσεις και η γραφειοκρατία σε συνδυασμό με την αδιαφάνεια, την αδυναμία του κράτους δικαίου και την υψηλή φορολογία ήταν σοβαρά αντικίνητρα για τα ξένα κεφάλαια που αναζητούσαν επενδυτικές ευκαιρίες.
Σήμερα, μετά και την πολιτική αλλαγή του 2019, η εικόνα έχει αλλάξει. Ορισμένα προβλήματα παραμένουν –με προεξέχον τις καθυστερήσεις στην δικαιοσύνη—αλλά το ξένο κεφάλαιο έχει ξαναβάλει την Ελλάδα στο ραντάρ του.
Υπάρχουν, όμως, τρία προβλήματα:
• Το ξένο κεφάλαιο που έρχεται στην Ελλάδα ενδιαφέρεται πρωταρχικά και κύρια για την εξαγορά ελληνικών εταιρειών. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν δυνητικά οφέλη ως προς την αύξηση παραγωγικότητα, τον εκσυγχρονισμό και την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, αλλά δεν προκύπτουν τα ευρύτερα οφέλη της δημιουργίας νέας παραγωγικής βάσης και νέων θέσεων εργασίας καθώς και της εισαγωγής νέας τεχνολογίας που σχεδόν αναπόφευκτα συνοδεύει τις άμεσες ξένες επενδύσεις – το λεγόμενο greenfield investment. Επενδύσεις αυτής της μορφής γίνονται πρωταρχικά στον τουρισμό—αλλά έτσι διατηρούμε και επαυξάνουμε την εξάρτηση μας από ένα μοντέλο ανάπτυξης που τα καινούργια παγκόσμια δεδομένα των πανδημιών και της κλιματικής αλλαγής καθιστούν ευάλωτο.
• Η ύστερη είσοδος της Ελλάδας στο παιγνίδι της προσέλκυσης ξένων κεφαλαίων και μάλιστα μετά από μία δεκαετία ύφεσης, σημαίνει ότι οι αποτιμήσεις των εταιρειών που εξαγοράζονται είναι χαμηλές – πολύ χαμηλότερες από αυτές που θα είχαμε πετύχει αν είχαμε ακολουθήσει την παγκόσμια τάση στην περίοδο 1993-2005. Αναπόφευκτο αλλά γεγονός.
• Οι εξαγορές μπορεί να μην επηρεάζουν το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) –αντίθετα μπορεί και να το ωθούν σε υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης- σαφέστατα όμως μειώνουν το εθνικό εισόδημα. Αυτό φτωχαίνει την χώρα. Πριν κατηγορηθώ για ξενοφοβία ή… αριστερισμό, υπογραμμίζω ότι διόλου δεν αντιτίθεμαι στις εξελίξεις. Αντίθετα, τις αποδέχομαι ως αναγκαίες και νομοτελειακές – με δεδομένη την οικονομική κατάσταση της χώρας. Αυτό που επισημαίνω, όμως, είναι ότι είναι καιρός η κυβέρνηση να στρέψει την προσοχή της και στην προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων. Παρασυρόμαστε όλοι από τις επενδύσεις της νέας τεχνολογίας που εστιάζονται κυρίως στον χώρο των υπηρεσιών (όπως το cloud) και δεν αποδίδουμε την προσοχή που απαιτείται στην ανάγκη να εκσυγχρονιστεί και να εμπλουτιστεί ο παραγωγικός ιστός της χώρας, κυρίως η βιομηχανία.
Μπορεί η Ελλάδα να έχασε το χαρτί της βαριάς βιομηχανίας, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι:
(α) δεν εξακολουθούν να υπάρχουν στην χώρα βαριές βιομηχανικές μονάδες που είναι διεθνώς ανταγωνιστικές και,
(β) πως δεν υπάρχουν περιθώρια να αναπτυχθεί περαιτέρω η ελαφρά βιομηχανία –ενδιάμεσων και καταναλωτικών ειδών με έντονο εξαγωγικό προσανατολισμό.
Αν υπάρξει ορθολογική διαχείριση κι αν οι ιθύνοντες δεν εγκλωβιστούν σε ιδεολογικές θέσεις και μικροκομματικές σκοπιμότητες, τα εξοπλιστικά προγράμματα μπορούν να την αιχμή μίας προσπάθειας να κινηθούμε προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της βιομηχανίας.
Σχεδόν καμία χώρα μέχρι σήμερα δεν κατάφερε να αναπτυχθεί μοχλεύοντας μόνο τον τομέα των υπηρεσιών. Έτσι κι αλλιώς, το νέο παγκόσμιο περιβάλλον καθιστά αυτό το μοντέλο επικίνδυνο. Καλές οι χαρές και οι φιέστες για τις εξαγορές αλλά θα είναι μεγάλο λάθος της κυβέρνησης να εξακολουθήσει να αγνοεί τις άμεσες ξένες επενδύσεις.
Διαβάστε ακόμη:
Η δημοκρατία κρίνεται και στην καθημερινότητα
Η σημασία της πρόκλησης της Λευκορωσίας για την ΕΕ
Ακολουθήστε το mononews.gr στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Καναδάς: Ο πρωθυπουργός Τριντό εγκαταλείπεται από το κόμμα του, εν μέσω πολιτικής κρίσης
- Λ. Συγγρού: Μηχανή γνωστού ηθοποιού παρασύρθηκε από αυτοκίνητο (βίντεο)
- Τραμπ: Πρώην πρόεδρος Διαμερικανικής Τράπεζας Ανάπτυξης ειδικός απεσταλμένος στη Λ. Αμερική
- ΦΠΑ: Αυτόματα πρόστιμα για εκπρόθεσμες δηλώσεις από το 2025– Πώς θα βεβαιώνονται από την ΑΑΔΕ