Όλοι μας περιμέναμε ότι η προεκλογική περίοδος θα είχε ως κύριο χαρακτηριστικό της την τοξικότητα: της πρόθεσης και του λόγου. Πράγματι, η συγκεκριμένη εξέλιξη είναι ξεκάθαρα…στα χαρτιά. Αν ερωτηθούν, η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών σίγουρα αυτό θα δηλώσει πως αναμένει. Κρίσιμη ημερομηνία, η 18η Απριλίου. Μέχρι τότε, πάντως, δείχνει πως θα επικρατήσουν ηρεμότερα πνεύματα.
Υπάρχει, όμως, και η άποψη πως το πολιτικό προσωπικό, τα κόμματα και οι αρχηγικές δομές τους, ίσως να κινούνται σε άλλες κατευθύνσεις. Υπάρχει, δηλαδή, η αναγνώριση ότι η κοινωνία δεν θέλει την τοξικότητα. Δεν στηρίζει την άκρατη αντιπαλότητα. Δεν παρασύρεται από άκριτα επιχειρήματα. Η προεκλογική περίοδος, λοιπόν, ίσως δεν θα επιβεβαιώσει τις χειρότερές μας προσδοκίες.
Σύμφωνα με πληροφορίες, έρευνες κοινής γνώμης καθώς και άλλες που βασίζονται στην χρήση focus groups, επαληθεύουν την θέληση – στην ουσία την ελπίδα—της συντριπτικά μεγάλης μερίδας της κοινωνίας να υπάρξει ουσιαστική συζήτηση για τα προβλήματα της χώρας σε επίπεδο πρωταρχικά κοινωνικό και δευτερευόντως οικονομικό, κι αυτή να καταλήξει σε συγκεκριμένες, άμεσα εφαρμόσιμες προτάσεις.
Η ελληνική κοινωνία κατά κανόνα επιδείκνυε σοφία στις επιλογές της – έκανε την ορθή επιλογή ανάλογα με τις συνθήκες και τη στιγμή. Τα λάθη πληρώθηκαν ακριβά και δεν χρησίμευσαν πάντα ως μαθήματα. Μετά την χαμένη δεκαετία του 2010-2019, όμως, τα πράγματα άλλαξαν. Οι ανάγκες έγιναν πιο πιεστικές, οι προτεινόμενες λύσεις λιγότερο πειστικές, οι εξελίξεις πιο αναπάντεχες και ψυχολογικά καταθλιπτικές. Τα συνθήματα έχασαν μεγάλο μέρος της συναισθηματικής τους ισχύος, ο πολιτικός λόγος ακουγόταν ολοένα και πιο ξύλινος, η απήχηση των υποσχέσεων γινόταν ολοένα και πιο αδύνατη.
Η πιο σημαντική εξέλιξη, ίσως, εστιάζεται στην υποχρεωτική από τα γεγονότα κατανόηση ότι η πάντα αναζητούμενη και πάντα απομακρυνόμενη εθνική ανεξαρτησία αποτελούσε πλέον ένα πράγματι άπιαστο όνειρο. Η ελληνική κοινωνία συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε πλέον να κάνει ότι θέλει. Από την στιγμή όπου, με την πιο κρίσιμη και σημαντική πράξη της μεταπολίτευσης, η χώρα είχε μπει σ’ ένα συγκεκριμένο κλαμπ, ήταν υποχρεωμένη ως αλληλεξαρτώμενο μέλος να δέχεται και να υπακούει σε ορισμένους κανόνες. Η παγκοσμιοποίηση το έκανε ακόμη πιο αναγκαίο.
Για περίπου 35 χρόνια, οι πολίτες έκαναν την επανάσταση τους, ηρωικά μαχόμενοι κάτω από τρία λάβαρα: «Αλλαγή εδώ και τώρα—το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, ο λαός στην εξουσία», «Επανίδρυση του κράτους – Μηδέν ανοχή στην διαφθορά», «Με ένα άρθρο και ένα νόμο» με …διάλλειμα όπου ξαπόστασε στην περίοδο 1996-2004. Το 2019 το πάθημα είχε γίνει μάθημα. Και η ελληνική κοινωνία συμβιβάστηκε με την ευρωπαϊκή και παγκόσμια πραγματικότητα. Μία μορφή επικράτησης της realpolitik.
Κρίσιμο είναι, πλέον, το ερώτημα αν οι πολιτικοί ταγοί και οι κομματικές δομές μπορούν να ξεφύγουν από το DNA τους; Σ’ ένα μέρος του πολιτικού φάσματος είναι τόσο βαθιά ριζωμένο, που το ερώτημα είναι περισσότερο από εύλογο και η απάντηση σχεδόν νομοτελειακά απαισιόδοξη. Σε άλλο, τα γεγονότα και οι εξελίξεις δείχνουν το αντίθετο. Η ελπίδα είναι πως η αναγνώριση της νέας κοινωνικής πραγματικότητας θα φέρει και την υποχρεωτική ανταπόκριση του πολιτικού κόσμου σ’ αυτήν.
Είναι κατανοητό ότι η έλλειψη πειστικών προτάσεων εξουσίας καλύπτεται από την συνθηματολογία. Είναι επίσης κατανοητό, ότι το αίτημα της ομαλότητας ευνοεί την υποβάθμιση της σημασίας των λαθών. Το βέβαιο είναι πως οι πολίτες θα κερδίσουν από την αντιπαράθεση ρεαλιστικών προτάσεων και την ανταλλαγή δομημένων απόψεων – όποιο κι αν είναι το τελικό αποτέλεσμα της κάλπης.
Διαβάστε επίσης
Καζάνι που βράζει η παγκόσμια οικονομία