Ηλίας Γ. Αναγνωστόπουλος: Πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων
O νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας όριζε στα άρθρα 34 και 36 ότι το απόρρητο των επικοινωνιών και το δικηγορικό απόρρητο ισχύουν και έναντι των εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος και διαφθοράς.
Στην Αιτιολογική Έκθεση η ρύθμιση αυτή θεμελιώνεται στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ.
Ο νέος Κώδικας ενέμεινε εξ άλλου στην απαγόρευση της χρήσης αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών (άρθρο 177 παρ. 2). Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση, η απαγόρευση αυτή «αποτυπώνει ενεργή δημοκρατική αξίωση που δεν πρέπει να νοθευτεί».
Η προβλεπόμενη στο άρθρο 65 Ν. 4356/2015 εξαίρεση υπέρ των εν λόγω εισαγγελέων, η οποία είχε δεχτεί σφοδρές επικρίσεις, δεν ενσωματώθηκε στον ΚΠΔ με επίκληση του άρθρου 19 παρ. 3 του Συντάγματος.
Λίγους μήνες μετά την επιψήφιση του ΚΠΔ εν τούτοις, ο πολυπράγμων κοινός νομοθέτης ανέτρεψε ατάκτως (με τροπολογίες!) αμφότερες τις βασικές επιλογές του νέου Κώδικα.
Με το άρθρο 43 του Ν. 4640/30.11.2019 «για τη διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» καταργήθηκε η δέσμευση των εισαγγελέων των άρθρων 34 και 36 ΚΠΔ από το απόρρητο της επικοινωνίας με μόνη προϋπόθεση να «αποτυπώνεται και τεκμηριώνεται η αντικειμενική υπόσταση κακουργήματος».
Και με το άρθρο 14 του Ν. 4637/2019 οι υπό συζήτηση εισαγγελείς απηλλάγησαν, υπό προϋποθέσεις, από την αποδεικτική απαγόρευση της παρ. 2 του άρθρου 177 ΚΠΔ.
Με τις ρυθμίσεις αυτές, για τις οποίες δεν προηγήθηκε, λόγω της οιονεί «πειρατικής» μεθόδου εισαγωγής τους, δημόσιος διάλογος, οι εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος και διαφθοράς προβιβάζονται σε ένα είδος διωκτών του εγκλήματος υπεράνω του νόμου.
Πράγματι, η γενική αποδέσμευση από το απόρρητο της επικοινωνίας για κακουργήματα της αρμοδιότητάς τους δεν είναι συμβατή προς το Σύνταγμα (άρθρο 19) και την ΕΣΔΑ (άρθρο 8). Στην βαρυσήμαντη Ανακοίνωση με ημερομηνία 9.12.2019 της Ολομέλειας της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, υπενθυμίζεται ο απαραβίαστος χαρακτήρας του υπό συζήτηση συνταγματικού δικαιώματος και επισημαίνεται ότι η επίμαχη διάταξη «είναι πιθανό να προκαλέσει ζητήματα συμβατότητας με το Σύνταγμα καθώς και με την ΕΣΔΑ».
Η ΑΔΑΕ παρατηρεί επίσης ότι, καίτοι είναι η «αρμόδια κατά το Σύνταγμα για την προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών Ανεξάρτητη Αρχή», «ουδέποτε ενημερώθηκε σχετικά με την διάταξη αυτή».
Αλλά και η κάμψη της θεμελιώδους αποδεικτικής απαγόρευσης του άρθρου 177 παρ. 2 ΚΠΔ, η οποία εναρμονιζόταν προς το άρθρο 19 παρ. 3 του Συντάγματος, δεν έχει θέση σε μια φιλελεύθερη-δημοκρατική έννομη τάξη. Στην Ανακοίνωση που είχε εκδώσει η Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων την 11.1.2016 με αφορμή την ψήφιση του παρομοίας εμπνεύσεως άρθρου 65 του Ν. 4356/2015, σημείωνε τα εξής:
«Το φιλελεύθερο κράτος δικαίου οφείλει να διώκει και να δικάζει τους κατηγορουμένους με όρους δικαίου στο πλαίσιο μιας διαδικασίας η οποία επιβεβαιώνει την νομιμότητα και την ηθική ανωτερότητα της Πολιτείας… Η αλήθεια στην ποινική δίκη δεν αναζητείται με οποιοδήποτε τίμημα αλλά με την πιστή τήρηση των κανόνων του δικαίου….
Πολιτεία που ‘δικαιοδοτεί’ στηριζόμενη σε προϊόντα εγκλήματος εξωθεί τα κρατικά όργανα στο έγκλημα και αποχαλινώνει τα ήθη των πολιτών προτρέποντάς τους να παρανομούν».
Οι επισημάνσεις αυτές είναι, δυστυχώς, και πάλι επίκαιρες. Οι παλινωδίες του νομοθέτη μας τείνουν να υποβιβάσουν την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης στο επίπεδο των εγκλημάτων για τα οποία η Πολιτεία εγείρει αξίωση δίωξης και τιμωρίας.
Ηλίας Γ. Αναγνωστόπουλος: Πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων
*To άρθρο δημοσιεύθηκε στο όγδοο τεύχος του Nova Criminalia της νέας περιοδικής έκδοσης της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων