Αύξηση 2,3% προβλέπει στην τριμηνιαία έκθεσή για την οικονομία το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, επισημαίνοντας τους εξωγενείς κινδύνους λόγω πληθωρισμού.
Με πληθωρισμό τον Σεπτέμβριο στο 2,9% όμως, η δυναμική της ανάπτυξης παρουσιάζεται ως αναιμική, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση αναδεικνύει ως στατιστικό δεδομένο εκείνο που τοποθετεί τον ρυθμό ανάπτυξης υψηλότερα από εκείνον της Ευρωζώνης.
Την ίδια στιγμή που η ΕΚΤ μειώνει εκ νέου τα επιτόκια.
Επήρεια «εξωγενών» κινδύνων αναφέρεται στην έκθεση. Αν υποθέσουμε όμως πως πλησιάζουμε επί της ουσίας σε πεδίο «στασιμοπληθωρισμού», οι επιπτώσεις των κινδύνων αυτών διογκώνουν το πρόβλημα εξαιτίας της ενδογενούς εγχώριας στρεβλά «καθοδηγούμενης» αναπτυξιακής στρατηγικής.
Στρατηγική που είναι αδύνατον να μας οδηγήσει σε καθαρά πεδία αντιμετώπισης των αυξημένων υποχρεώσεων κάλυψης του χρέους μετά το 2030. Ειδικά αν προκύψουν αρνητικές μεταβολές στα έσοδα από τον τουρισμό και δεν καταστεί δυνατόν να καμφθεί η δυναμική διεύρυνσης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Ελλιπής ο προγραμματισμός. Με ουσιαστικές ελλείψεις όπως φαίνεται η στόχευση του Προϋπολογισμού
Ελλείψει ουσιώδους προοδευτικού – με την έννοια της διαφοροποίησης – οικονομικού αφηγήματος από την κυβέρνηση, ο εμφανιζόμενος ως «πέμπτος» τραπεζικός πυλώνας και το νομοσχέδιο του Υπουργείου Οικονομικών που εισάγει κίνητρα για συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων ως πολιτική δεν συνάδουν με αυτό που θα έπρεπε να διαμορφώνει προϋπολογισμό ανάπτυξης.
Κατ΄ επέκταση, ούτε την αναγκαία και μακροπρόθεσμη αμυντική θωράκιση της οικονομίας. Οι εξαγγελίες δεν αποτελούν παρά πασπάλισμα στατιστικών δεδομένων με ολίγη οικονομική φιλοσοφία. Περί των αναγκαίων μέτρων όμως: «Απορία ψάλτου βηξ»!
Ας σταθούμε όμως στην ανάδειξη του κινδύνου των «εξωγενών κινδύνων». Στην οικονομία η «πρόβλεψη» είναι άμεσα συνυφασμένη με την έννοια της προεξόφλησης του ρίσκου διεθνών και οικονομικών εξελίξεων.
Η πρόβλεψη ως έννοια χρησιμοποιείται πολύ συχνά όταν συζητάμε για την προοπτική των οικονομιών και των αγορών. Η προσέγγιση αυτή είναι ποιο βατή σε περιπτώσεις ήπιων αρνητικών δεδομένων.
Αδύνατον να εκτιμηθεί όμως, σε βαθιές κρίσεις με πολλαπλές προεκτάσεις. Ειδικά σε μία περίοδο που οι αναλύσεις – εκτός του παράγοντα κρίσεων- τροφοδοτούν διφορούμενες ερμηνείες και «διπλές αναγνώσεις».
Η περίοδος που διανύουμε χαρακτηρίζεται από αυτές ακριβώς τις εντάσεις που καθιστούν απρόβλεπτη κάθε εξέλιξη στο οικονομικό πεδίο. Ειδικά για μία οικονομία που έχει χάση κάθε έννοια ουσιαστικών παραγωγικών δομών.
Μπορεί να έχουν ξεκινήσει οι μειώσεις επιτοκίων, τόσο από την ΕΚΤ, όσο και από την FED. Όμως, η πολιτική αυτή συνυφασμένη με την τιθάσευση του πληθωρισμού, δεν είναι σίγουρο ότι θα αποδώσει σε σχέση με την ανάδειξη μίας ουσιαστικής αναπτυξιακής δυναμικής.
Τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στην Ευρωζώνη. Μπορεί ο επικεφαλής της FED να προσδοκά «ομαλή προσγείωση» της οικονομίας. Υπάρχει όμως σημαντική κριτική ως προς την αποτελεσματικότητα της μονοδιάστατης πολιτικής επιτοκίων από πολλούς ακαδημαϊκούς.
Αυτή εστιάζει στο γεγονός ότι η πολιτική επιτοκίων δεν αναδεικνύει τις επιπτώσεις της νομισματικής πολιτικής.
Δεν αναδεικνύει τις επιπτώσεις της κυκλοφορίας χρήματος (money supply), καθώς η πολιτική επιτοκίων δεν έχει πλέον την δυνατότητα να καθορίζει μονοδιάστατα την πορεία της οικονομίας.
Αυτός είναι και ο λόγος που μεγάλος αριθμός οικονομολόγων προβλέπει δυσκολία ανάκαμψης της Αμερικανικής οικονομίας διαφωνώντας επί της ουσίας με τον J. Powel που οριοθετεί μία «ήπια προσγείωση»(soft landing).
Στον αντίποδα, η αδυναμία σύγκλησης στις χώρες της Ε.Ε. ως προς το πλαίσιο της δημοσιονομικής πειθαρχίας, αποτελεί την ουσιαστική τροχοπέδη σε ένα ενιαίο αναπτυξιακό αφήγημα.
Μπορεί η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κ. Λαγκαρντ να αναφέρεται στο πρόβλημα απουσίας κοινής γραμμής από τα κράτη της ευρωζώνης για την διαμόρφωση νέων δημοσιονομικών κανόνων.
Αδυνατεί όμως να θέση το πρόβλημα στην πραγματική του διάσταση. Επιλέγει να παραβλέπει για πολιτικούς λόγους, το γεγονός ότι οι τεράστιες αποκλίσεις μεταξύ των κρατών στο επίπεδο χρέους και διαρθρωτικής λειτουργίας των οικονομιών, καθιστούν αδύνατη την επίτευξη ενιαίων πολιτικών.
Είναι αδύνατο πλέον να προωθούνται πολιτικές δημοσιονομικής πειθαρχίας πριν «διορθωθούν» με παρεμβάσεις, οι στρεβλότητες σε σημαντικό αριθμό χωρών.
Πολιτικές, που πρώτα πρέπει να στοχεύσουν στην συναντήληψη των κρατών, πως κοινή οικονομική πορεία δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί χωρίς την συλλογική πολιτική απόφαση για την «μία και έξω» απομείωση (hair cut) του ονομαστικού χρέους των υπερδανεισμένων χωρών, την ενοποίηση πολιτικών χρηματοδότησης αλλά και κοινωνικής πολιτικής.
Αυτή πρέπει να είναι η στόχευση της κυβέρνησης στην περίπτωση που με ειλικρίνεια αποδεχθεί πως ο χρόνος που χάθηκε με λάθος πολιτικές, δεν είναι δυνατόν να επιτρέψει στην χώρα την «ομαλή προσγείωση» εξυπηρέτησης χρέους σε περιβάλλον τόσο δημοσιονομικής πειθαρχίας, όσο και εξωγενών απρόβλεπτων κρίσεων.
Αποτελεί οξύμωρο βέβαια, από την μία μεν πλευρά η κυρία Λαγκαρντ να αναφέρεται στην ενοποίηση δημοσιονομικών κανόνων από την άλλη δε, μόλις πρόσφατα να προβαίνει σε έναν ενδιαφέροντα παραλληλισμό αναφέροντας πως «οι τρέχουσες οικονομικές εξελίξεις προσομοιάζουν με όσα διαδραματίστηκαν κατά τις δεκαετίες του 1920 και 1930», όταν «η παγκόσμια οικονομία είχε εισέλθει σε μία φάση αναζήτησης ισορροπιών, η προσαρμογή στις οποίες ήταν καταστροφική».
Αν συνδυάσουμε την αναφορά αυτή με το γεγονός ότι πλέον οι κύκλοι των κρίσεων είναι πολύ ποιο σύντομοι και δυναμικοί, γίνεται αντιληπτός ό λόγος που η εγχώρια στρατηγική ανάπτυξης πρέπει να ενσωματώσει άμεσα τις νέες αυτές παραμέτρους. Αν υποθέσουμε ότι υπάρχει χρόνος.
Οι διεθνείς εξελίξεις και ο κίνδυνος νέων κρίσεων θα έπρεπε να είχαν δομήσει στην Ε.Ε. μία νέα φιλοσοφία οικονομικής ανάπτυξης με επιτακτική στόχευση την μείωση των στρεβλοτήτων και την ανάδειξη μίας νέας κοινωνικής ισορροπίας.
Το δίλημμα των ΗΠΑ σε σχέση με τον ρόλο επιτοκιακής και νομισματικής πολιτικής πρέπει άμεσα να μπει στην συζήτηση παρακάμπτοντας, κατά μία έννοια, την ξεπερασμένη αλλά και ουτοπική προσέγγιση ενιαίας δημοσιονομικής πολιτικής.
Αυτό άλλωστε πλέον γίνεται ευκρινέστερο μέρα με την ημέρα, μέσα από τις διαφωνίες που αναπτύσσονται στην ΕΚΤ για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες.
Ως επικουρική ανάδειξη του προβλήματος, η έκθεση Ντράγκι για την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα, παρουσιάζει μια μελανή προοπτική για τη θέση της Ευρωπαϊκής Ενωσης στη σκηνή της παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας, καθώς «η Ευρώπη οφείλει να βρει άμεσα 800 δις ευρώ για επείγουσες επενδύσεις αν θέλει να παραμείνει ανταγωνιστική έναντι των ΗΠΑ, Κίνας αλλά και Ρωσίας».
Ανεξάρτητα αν οι προτάσεις Ντράγκι είναι εφαρμόσιμες, η ουσία είναι πως η Ελλάδα έχει επενδυτικό κενό που είναι σχεδόν αδύνατο να καλυφθεί υπό τις παρούσες συνθήκες. Όσο και αν επικοινωνιακά δίνεται βάρος στο πρωτογενές πλεόνασμα και την «στατιστική» αποκλιμάκωση του χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ.
Δεν γνωρίζω αν οι λέξεις αλλαγή του οικονομικού μοντέλου της χώρας ή η αναγέννηση του συνολικού αναπτυξιακού πεδίου αποτελούν στοχεύσεις εφικτές για να δομήσουν άμυνες για την οικονομία ώστε να ξεπερασθεί η επόμενη μεγάλη κρίση.
Θα σταθώ όμως στην δήλωση του νέου Πρωθυπουργού της Μ. Βρετανίας. Keir Starmer ότι «αλλαγή δεν πρέπει να είναι τίποτα λιγότερο από την πλήρη Αναγέννηση του Έθνους».
Διαβάστε επίσης: